Με την ευκαιρία των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από την περιβόητη μάχη του Σκρα (17 Μαΐου 1918), ανέσυρα από το αρχείο μου μερικές γραπτές μαρτυρίες σχετικές με τα παρεπόμενα της μάχης αυτής. Ας τις δούμε.
Πρώτη μαρτυρία
Αποσπάσματα από τις χειρόγραφες αδημοσίευτες σημειώσεις του τότε δασκάλου, Λοχίου και υποψηφίου έφεδρου αξ/κού «Τον Αύγουστο του 1914 άρχισε ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ο οποίος συνεχίστηκε και έληξε το 1918… Η νέα κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και συμμετέσχε στον πόλεμο στο μέτωπο της Μακεδονίας με τρεις Μεραρχίες (Κρητών, Σερρών, Αρχιπελάγους.) Οι σύμμαχοι είχαν δημιουργήσει το μέτωπο της Μακεδονίας με βάση την Θεσσαλονίκη…
«Κατατάχτηκα στο έμπεδο Χανίων τον Ιούνιο του 1917… Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1918 είχε έρθει επειγόντως διαταγή να αποσταλούμε αμέσως εις το έμπεδο Αθηνών. Έτσι η Πρωτοχρονιά του 1918 μας βρήκε στη θάλασσα… Σε λίγες μέρες σταλθήκαμε στο μέτωπο. Πήγαμε στα «Μπερζερί»και μας μοίρασαν στα δυο Συντάγματα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους 5ο και 6ο . Εγώ στάλθηκα στο 2ο λόχο του 6ου . Μου ανετέθη η διοίκηση ως λοχίου ενός πολυβόλου…
Μέσα σε κάτι χαντάκια βάθους δύο μέτρων «μπουγιόν» καμωμένα από τους Γάλλους και σε υπόγειες κρύπτες «αμορί» φυλάγαμε στους απέναντι του Σκρα λόφους, δυτικώς της Γευγελής, επί 4μήνες. Εβαλλόμεθα ακινδύνως χωρίς να βάλλωμε. Τέλεια απραξία. Μας έδερναν όμως όλους σχεδόν οι ελώδεις πυρετοί. Τέλος κατά τα τέλη Σ/βρίου ότε έγινε η διάσπαση του Βαλκανικού μετώπου εξορμήσαμε προςτη Βουλγαρία παρακολουθώντας κατά πόδας τους υποχωρούντας
Βουλγάρους των οποίων αιχμαλωτίσαμε παρά το Πέτσοβον μια Ταξιαρχία χωρίς μάχην…
Διατάχτηκε τέλος η επιστροφή. Όταν περνούσαμε στο Κριβολάκ σιδηρ. Σταθμό παρά τον Αξιόν παρουσιάστηκα σ᾿ ένα γιατρό. Είδε τα χάλια μου και μου έδωσε εισιτήριο για τη Θεσσαλονίκη. Έμεινα σ᾿ αυτό 20 ημέρες και μου δόθηκε μηνιαία άδεια για να κατέβω στην Κρήτη.
Ήταν τέτοια η κατάστασις της υγείας μου ώστε ένας συγγενής μου στη Θεσσαλονίκη που με είχε ιδεί φεύγοντας όταν αργότερα πέρασε απ᾿ εκεί ο αδελφός μου ο Δημήτρης του είπε: «Είδα τον Παντελή και βάστα τα κόλλυβα στα χέρια του. Πάει να τον θάψουν στην Κρήτη».
Όταν περνούσα από την Αθήνα είδα να δημοσιεύεται το Διάταγμα της ονομασίας μας ως εφέδρους ανθυπολοχαγούς.
Την 6η Δεκεμβρίου πάτησα και πάλι ύστερα από τόσους κινδύνους το πολυαγαπημένο Κρητικό χώμα. Σα φετιχιστής έσκυψα και το φίλησα με λαχτάρα και συγκίνηση. Πήγα στο χωριό. Οι συγγενείς μου δεν με περίμεναν είχαν χάσει τα ίχνη μου γιατί είχα καιρό να τους γράψω. Είχα τόσο εξαντληθεί που περίμενα τον βέβαιο θάνατό μου από μέρα σε μέρα. Ήταν μάλιστα και η εποχή που θέριζε αλύπητα στην Κρήτη η Μεγάλη Γρίπη. Μέσα σε 8 ημέρες εθάψαμε στις Στροβλές 5 πεθαμένους από γρίπη. Όλοι σχεδόν κοίτονταν άρρωστοι.
Τελικά ο Παντελής επέζησε εσταδιοδρόμησε και πέθανε το 1970.
Δεύτερη μαρτυρία
Μια κάρτα από το μέτωπο ενός στρατιώτη πρώτου εξαδέλφου της μητέρας μου προς αυτήν. Γράφει:
«Δεσπηνίδα Αριστήα Αρτεμάκη
Στροβλές Σελίνου Χανια Κρήτης
Εν Μέτωπον την 1/1/1918
Αγαπητή εξαδέλφη Αριστήα:
Δια της παρούσης μου σας πληροφορώ ότι είμε καλά το αυτό ποθώ δι ημάς. Ζητώ συγγνώμη επειδή δεν μου είναι εύκολο να ευχαριστήσω μερικούς συγγενείς τουλάχιστον μια κάρτα και να μην με παρεξηγήσουν. Τους χερετησμούς μου εις τον πατέρα σου, την μητέρα σου, την Μαριγώ και την μητέρα μου. Με υγία να διέλθετε το Νέον έτος.
Ο μην λησμονών εξάδελφος σου
Χαντζογιαννάκης Ιωάννης.»
Ο εξάδελφος δεν επέστρεψε ποτέ. Έμεινε στις πλαγιές του Σκρα στις 17 Μαΐου.
Και τα παιχνίδια της τύχης: Από τους 9 νέους (τότε) της οικογένειας της μητέρας μου, οι 7 είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική και κάποτε επέστρεψαν. Οι δύο που έμειναν, σκοτώθηκαν. Ο ένας στο Σκρα και ο άλλος στη Μικρά Ασία.
Τρίτη μαρτυρία
Τον Απρίλιο του 1950 ο λόχος μου είχε αναλάβει μια ειδική μυστική αποστολή για λίγες ημέρες στην περιοχή αυτή. Να τι γράφω στο ημερολόγιό μου.
7 Απριλίου 1950 Μ. Παρασκευή
«…Έχει σχεδόν βραδιάσει και προχωρούμε για τις θέσεις μας. Εγώ θα πάω δίπλα στην οροθετική γραμμή κάτω από ένα Σερβικό φυλάκιο και δίπλα από ένα παλιό ελληνικό το 96.
Γι’ αυτό προχωρούμε με προφύλαξη πίσω από τη ράχη για να μην αντιληφθούν τίποτα οι γείτονες. Όλες οι πλαγιές, οι ράχες, οι ρεματιές είναι γεμάτες χαρακώματα, αμπριά και λάκκους εκρήξεων. Είναι τα απομεινάρια των πολέμων που πέρασαν. Του 1918, του 1941 και της νεότερης Ελληνικής τραγωδίας. Τι δεν τράβηξε ο βασανισμένος αυτός τόπος. Κάθε βήμα και λείψανα μιας μάχης, μιας προσπάθειας, μιας νίκης ή μιας συμφοράς…
Η περιοχή είναι γεμάτη από μικρά μαύρα ακίνδυνα φίδια που με την ζέστη ξετρυπώνουν και τρυπώνουν κάτω από τις κουβέρτες – στρώματα .»…
Να προσθέσω ακόμη ότι την νύχτα της Ανάστασης ακούαμε τις καμπάνες στα Ελληνικά και τα Σέρβικα χωριά και συγκίνηση και στεναχώρια μας είχε κυριεύσει.
Την ημέρα του Πάσχα την περάσαμε δίπλα και μέσα στα χορταριασμένα έρημα χαρακώματα ανάμεσα στους θάμνους, τα χαμόκλαδα και τα αγριόχορτα, με λίγη κονσέρβα. Γεγονότα που αφήνουν τα ίχνη τους ανεξίτηλα σε ολόκληρο τον βίο.