Ξέσκολα εξέδωκα κι απατός μου τσ’ έγνοιες τση καθημερινότητας μου κι άφηκα «τα σπουδαία ες αύριο» κι επήρα τη στράτα για το καλό παλιό καφενέ. Εκειά, απού τσοι περασμένους χρόνους, οι χωριανοί μας εστεγάζανε τσοι καθημερινές τωνε συναντήσεις και τα λέγανε στσ’ αποσπερίδες. Κι εψυχαγωγούντανε, ιδιαίτερα τσοι σκολάδες, γη τσοι βροχεράδες και στα χειμωνιάτικα κατακαίρια. Απού τραβαγιάρανε με το πολύβουο σκαμπίλι, γη εγροικούσανε κιαμιά καινούργια πλάκα στο γραμμόφωνο, του Ναύτη γη του Κουτσουρέλη, κουτουλοβαρέχνοντας τα ποτήρια των εις υγείαν τωνε.
Εδά κι εκείνος εμπατάλεψε κι απόμεινε μοναχός και περιφρονημένος. Και ξαναζεί μόνο με τσοί πολλές και διάφορες αναμνήσεις μου, απού η θύμηση μου ξαναζωντανεύει κάθε φορά απού σεργιανίζω στσοι περασμένους όμορφους χρόνους, απού οι γι αθρώποι εξιούσανε σαν τσ’ αθρώπους. Και την ζωή ντωνε την εκουμαντάρανε ο αθρωπισμός, ο σεβασμός και το φιλότιμο. Κι είχανε τη παράδοση για οδηγό, και τα ήθη και έθιμα για χαρούμενες κι ευχάριστες εκδηλώσεις και χαροκοπιές, για να ξεχνούνε τση φτώχειας και να μη μένει κι ο βιος τωνε ανεόρταστος. Ήτανε άλλες εποχές! Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Επεράσανε το λοιπός κι οφέτος οι Λαμπροσκολάδες, όπως επεράσανε κι από χρόνο σε χρόνο λιγοστεύουνε οι παλιές συνήθειες. Και τσοι παραλαμβάνει η λήθη και η λησμονιά για τα παραπέρα. Έτσα δα και τη φετινή χρονιά, απού εκτός από τσοι παραλήψεις από τσοι περασμένες συνήθειες. Κι η γι ατμόσφαιρα, λες και έχει ψυχή κι εκείνη, ήτανε θλιμμένη και κατσούφα με την παγκόσμια ανησυχία για τον καινούργιο συγκάτοικο μας και επικίνδυνο για τη ζωή μας κορωνοϊό. Και τσ’ απρόβλεπτες ακόμη συνέπειες που μπορούνε να προκύψουνε από τσοι πολεμικές ταραχές απού δε λένε να σταματήσουνε. Παρά δηλητηριάζουνε κάθε μέρα και περισσότερο την παγκόσμιο Ειρήνη. Απού εγώ, γι άλλη μια φορά, εύχομαι ο Θεός κι αυτή τη φορά να παρατείνει το έλεος του και να βάλει τη χέρα ντου.
Στη συνέχεια περνοδιαβαίνω με τσ’ αναμνήσεις μου τσοι περασμένους καιρούς κι αναστορούμαι τσοι Λαμπρές κείνουνα του καιρού απού εξεκινούσε η ιεροτελεστία τσ’ Αναστάσεως όρθου βραδέως γιατί δεν ήτανε φέστες και τελετές, αλλά Ιερές ακολουθίες. Κι ύστερα με τον Αναστημένο Χριστό στο τραπέζι ακλουθούσανε οι πανευτυχισμένες οικογένειες να κάνουνε το Χριστός Ανέστη, τσουγκρίζοντας τα κόκκινα αυγά. Ύστερα δα από χρόνια απού βρέθηκα στην Αθήνα. Εγνώρισα και τη Πολιτισμένη Λαμπρή. Ήτανε μια μεγάλη έκπληξη, όταν προσπάθησα να σιμώσω στο χαρισματικό ενοριακό ναό απού ήτανε περιτριγυρισμένος με πλατείες και φαρδείς δρόμους, για ν’ ανάψω το καθιερωμένο κεράκι μου· «μα είχε έρθει λαός αρίφνητος εγέμισεν ο τόπος», όπως λέει κι ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο, κι ήτανε αδύνατο να σιμώσω. Απόκεια το λοιπός επερίμενα με μεγάλη συγκίνηση και ιδιαίτερη ευχαρίστηση τη Μεγάλη στιγμή τσ’ Ανάστασης. Απού δεν άργησε ν’ ακουστεί το Χριστός Ανέστη. Απού τότεσας ήρθε η άλλη μεγάλη έκπληξη μου.
Δεν είχανε προλάβει να πούνε το στίχο «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν». Και ούλο τούτονα το πλήθος είχε γυρίσει την πλάτη ντου στην εκκλησία και έφευγε. Ετσά είχε εκπληρώσει το αρίφνητο ορθόδοξο χρισιανικό πλήθος τσοι θρησκευτικές του υποχρεώσεις και με τούτηνα τη συμπεριφορά επευφημούσε τον Αναστημένο Χριστό. Ύστερα δα από χρόνια απού εξαναβρέθηκα στον τρισευλογημένο τόπο μου είχε αποφτάξει τούτονα το είδος τση Λαμπρής και στην εδική μας ενορία. Κι ετσά κάθε χρόνο θωρούμε τσ’ ίδιες εικόνες, να ευγνωμονούμε το Χριστός Ανέστη απού μας άνοιξε το δρόμο για το φαγοπότι. Και να περιφρονούμε τον Αναστημένο Χριστό και ν’ απομένει μοναχός του την ώρα απού με την Ανάσταση του επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του «άλλα θαρσείτε, εγώ νενίκηκα κόσμον» Ιωαν 16,33.
Στ’ αλήθεια περίεργες σκέψεις ταλανίζουνε το νου μου και ανεξήγητα ερωτήματα με προβληματίζουνε. Παράξενο μου φαίνεται απού τα μηνύματα από την υμνογραφία του τριωδίου δεν εξυπνήσανε συνειδήσεις; Και δεν εζωντανέψανε ενδιαφέροντα; Τ’ αναγνώστατα από τσοι παραβολές του Χριστού στο στάδιο των αρετών δεν εδηλώσανε συμμετοχή αθλητές για τούτονα τον αγώνα. Οι διάσπαρτες πνευματικές δροσοπηγές και οάσεις τση διαδρομής τση Μεγάλης Σαρακοστής δεν εσυγκίνησε το Χριστεπώνυμο πλήρωμα.
Τα πάθη τα σεπτά και οι δύσκολες ώρες απού έζησε ο Χριστός για τη δικιάς μας σωτηρία δε, ας τσοι θυμίσανε οι θεόπνευστοι ύμνοι απού εψέλνουντανε στσ’ αγρυπνίες και τ’ αναγνώσματα απού εδιαβάζουντανε σε τουτεσάς τσ’ ακολουθίες δεν εξυπνούσανε τσ’ ευαιστησίες μας ν’ αξιολογήσομε τη μεγάλη θυσία και την ώρα του θριάμβου να γυρίσομε τη πλάτη και τη φετινή δύσκολη χρονιά στον Αναστημένο Χριστό.
Τουτεσάς τσοι σκέψεις εξεσηκώσανε οι πρόσφατες εμπειρίες μου από την ανηφορική πορεία τση σαρακοστής και τσοι Λαμπροσκολάδες. Και φαίνεται πως από χρόνο σε χρόνο οι καλές και όμορφες συνήθειες χάνονται και ξεχνιούνται στο πέλαγος των καινούργιων ιδεών απού προπαγαντίζονται τα φθαρτά και τα εφήμερα. Ο έρωτας δε σαϊτεύει με τα βέλη των αιστημάτω και δε παιχνιδίζει με τσοι λοξές αμαθιές απ’ ανταλλάσσανε οι ερωτοχτυπημένοι τσοι περασμένους χρόνους. Την ηδονή δεν τηνε διεγείρει η τρυφερότητα παρά η βία. Και τα στομάχια αντικατέστησαν τη θεότητα. Κι όμως, ω Θεέ μου! Αν την ώρα τσ’ ευωχίας και του τσακίρ κεφιού κάποιες συνειδήσεις εξυπνούσανε κι άξαφνα εθωρούσαν ομπρός τωνε τον Αναστημένο Χριστό να των απευθύνει αυτό το ερώτημα που είπε στσοι Μαθητές του «Ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ εμού» Ματθ. 26,40 ατζέμπις ποια θαν ήτανε η γι απάντησης… Κι όμως αυτός εστί η ζωή και το φως κι ειρήνη του κόσμου. Θεέ μου βλέπε μας το νου μας. Χριστός Ανέστη Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι. Χρόνια πολλά, καλά, χαρούμενα κι ευλοημένα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ξέσκολα = Μετά τις γιορτές
Επαέ = Επαέ
Απατός μου = Ο ίδιος
Κατακαιρια = κακοκαιριές
Τραβαγιάροντας = Κάνοντας φασαρία
Πλακα = Δίσκος
Κουτουλοβαρέχνω = Τσουγκρίζοντας τα ποτήρια ντωνε
Εγροικούσανε = Ακούγανε
Γραμμόφωνο = πικ απ
Σκαμπίλι = παιχνίδι της τράπουλας
Μπαταλεύω = Αχρηστεύω
Οφέτος = Φέτος
Άτζεμπις = Άραγε
Χαροκοπιά = ξεφάντωμα, γλέντι
Ομπρός = Μπροστά