Ηρέμησε μούσα μου.
Σταμάτα τα ασπρισμένα σου χαϊδολογήματα. Κοίτα στην ομιχλιασμένη τούτη μέρα να με δεις. Δε με θυμάσαι, έ;
Μισός αιώνας κοντεύει, που με είχε φέρει στην αγκαλιά σου η κόρη του Ερμή και της Αφροδίτης η θεά τύχη της μυθολογίας μας. Μαζί κι ο Στέλιος, άθρωπος της φύσης και του γιαλού.
Θυμάσαι; Δεν τον φοβόσουνα έτσι που ’τανε μαυριδερός, στηθότριχος, ξερακιανός σαν ασκητής. Ίσα – ίσα τον χαιρόσουν κι άνοιγες τα σπλάχνα σου να πέσει μέσα να σε ξερευνήσει. Άθρωπος δεν μπορούσε να παραβγεί στην αντοχή και δύναμή του. Και χωνόταν ως τα τρίσβαθα του κορμιού σου.
Οι τρεις μας ήμασταν. Κανένας άλλος.
Πήρε ο Στέλιος το ψαροτούφεκο, χάθηκε στα πρασινογάλανα μπουνατσιασμένα νερά σου κι απομείναμε εσύ, εγώ και τα Φαλασαρνιώτικα κάστρα να μας προστατεύουν. Των προγόνων μας η ευκή. Προνόμιο η απεραντοσύνη και το μεγαλείο σας για τη μηδαμινότητά μου.
Είχα πετάξει τα ρούχα μου κι απόμενα με το μπανιερό. Πορπατούσα ξεσάνταλος, οι ασημένιες σπαθιές του ήλιου με καίγανε, οι πατούσες μου αφήνανε ανάγλυφα τα σημάδια ζωής στην άμμο, κι εσύ, πάσκιζες να τα σβήσεις. Και με προσκαλούσες, με προκαλούσες νωχελικά.
Δεν άντεξα, ώ Φαλασαρνιώτικη θάλασσα. Υπέκυψα στον πειρασμό, χίμηξα στη ρηχοπατιά σου, πηδούσα κι εσύ βίτσιζες τα δυνατά μου πόδια. Μέχρι που βρεθήκαμε αγκαλιά στο άπειρο νερό που το τρύπαγε ο ήλιος σα μαβί κρύσταλλο.
Βούλιαξα στα απόκρυφα κύτταρα σου, με σκέπασες στοργικά και με ξανάφερες πάνω να σε θωρώ κατάφατσα, να σε χαϊδεύω, να σε διπλαγκαλιάζω. Εγώ σε προκαλούσα τώρα και σε παίδευα. Σε χτύπαγα με απλωτές χεριές να θυμώσεις μα εσύ έμενες γελαστή, να μου αφροκοπάς, να μου γλείφεις την πλάτη και τα μαλλιά σαν τη παιδούλα, κι όλο άπλωνα τα δυνατά μου χέρια να σε καταχτήσω. Το ποθούσα, μούσα μου αγαπημένη. Αναρούφαγα γιομάτες μπουκιές το νερό σου, σε ξεφυσούσα κι εσύ καλόβουλη και υπερδυνατή, με μπάτσιζες μπρος τον άνισο αγώνα της επικράτησης. Κι όλο σε προκαλούσα με δυνατές χεριές κι ένιωθα να με γλεντάς, να μην υποτάσσεσαι. Ξάπλωνα στο κορμί σου απάνω, αφηνόμουν στο δικό σου έλεος κι εσύ, δεν έπαυες σαν την παρθένα στο πρώτο ερωτικό σκίρτημα να λικνίζεσαι και να με ξετρελαίνεις. Μου ψιθύριζες ερωτόλογα με το υπέρτατο τρόπαιο σου, στο μεγαλείο της αχαλίνωτης κατάκτησης μου.
Με κράταγες στην πλάτη σου απάνω, δεν κούναγες πια, έπαψε το παιγνίδισμα τούτο, ο ήλιος έσερνε τις ζεστές του απαλάμες προς τα κάστρα, κι αυτά, ροδίζανε.
Τότες ένοιωθα τον εαυτό μου απέραντα ευτυχισμένο κι αφομοιωμένο μεσ’ στης φύσης τον ερωτικό χορό.
Θυμάσαι; Ώρα πολλή κολυμπούσα. Σε χόρτασα, με χόρτασες, χωρίσαμε στην άμμο, με τις γλωσσίτσες σου να με περγελούν.
Κι απόμεινα εκεί να σε καμαρώνω.
Ώσπου ’ρθε γρηγοροπόδαρος ο Στέλιος με μια βουρλιά κρεμασμένους στην πλάτη τους σαργούς, ανάψαμε χαρουπόξυλα, κάναμε κάρβουνα, ψήσαμε το μαξούλι μας και μεθύσαμε. Εσύ μας μέθυσες ώ Φαλασαρνιώτικη θάλασσα. Με τα γλυκοκεράσματά σου, την απλωμένη σου καρδιά και τη μουσική σου που έσμιγε με των προγόνων μας τα νικητήρια εμβατήρια κι αχοφτάνανε ως τ’ αυτιά μου. Και στα δικά σου τα αυτιά. Σώπασες τότες από σεβασμό στους λεβεντογονιούς μας.
Δεν άντεξα, ξανάπεσα στην αγκαλιά σου, να σβήσει ο σεβντάς.
Κι αποχωριστήκαμε δακρυσμένοι. Έτσι έσταζες απ’ τα ματοβλέφαρά μου. Το θυμάσαι;
Μισός αιώνας πέρασε, μα δεν σε ξέχασα.
Να. Η Ανδρομάχη, του Έκτορα η γυναίκα με έφερε. Δυσκολεύτηκα να σε γνωρίσω με τα φκιασίδια σου και τους πολλούς αγαπητικούς. Κι εσύ αναρωτήθηκες αν είμαι εκείνος, ο νιος, με τα στιβαρά τα μπράτσα.
Μας γεράσανε οι μπόρες, οι θαλασσοκαημοί κι η απληστία του αθρώπου. Μα κρατάμε ακόμα. Αντέχουμε στις κακοτοπιές. Σήμερα, για δες, ένα αλατοποτισμένο καπετανόπουλο μας έφερε, σαργούς πάλι. Μα δεν ανάψαμε χαρουπόξυλα. Το απαγορέψανε, πλανεύτρα μου αγαπητικιά. Ούτε ο Στέλιος φάνηκε απόψε. Βιάστηκε. Πολύ βιάστηκε το παλιόπαιδο. Μηδέ κι ο Σπύρος ο γιατρός ομόρφυνε τη συντροφιά μας.
Απόψε κάτσαμε, όχι στην άμμο, σε πολυθρόνες. Με τραπέζια γυαλιστερά μπροστά μας. Με μαχαιροπήρουνα, κρύσταλλα και μαρουβά Χανιώτικο. Με όμορφα πρόσωπα που σκεπάσανε μνήμες και γιόμισε η αγκαλιά σου μυρουδιές και γελαστούς αθρώπους. Ξύπνα. Γέλα. Σαν που γελάμε όλοι τριγύρω. Ο Θανάσης, η Μαίρη, ο Μίλτος, ο Αδάμ, η Αντρομάχη και πολλοί άλλοι.
1 Δεν μπορεί να περάσει κανείς και να μην ερωτευτεί τούτο τον τόπο.