Την 3η Σεπτεμβρίου του 1941, όταν οι Γερμανοί έφτασαν στην κορυφή του Γκίγκιλου με τη γερμανική σημαία και τις ίδιες ημέρες εισχώρησαν με επιφύλαξη στο φαράγγι Σαμαριάς, τότε σιγουρεύτηκαν πως κατέλαβαν πλέον την Κρήτη.
Μπήκαν στον οικισμό της Σαμαριάς πυροβολώντας και ο αντίλαλος από τις μπαλωθιές έκανε το φαράγγι να τραντάζει και να βρυχάται. Στο χωριό βρήκαν μόνο ένα, γερό ανήμπορο να κινηθεί, που μια Σαμαριανή, η Κυριακή Σπερελάκη, του έδιδε φαγητό στο σπίτι που τον πήγαν σηκωτό.
Ολοι οι άλλοι είχαν κρυφτεί στις γύρω σπηλιές και στα γκρεμνά. Οι Καλογεράκηδες στο σπήλιο του Σιδερόπουλου, σε έναν ιλιγγιώδη γκρεμνό, μέσα από τη Χώρα.
Ο Δαμουλής Καλογεράκης καθόταν πάνω από το σπήλιο με το όπλο έτοιμο ώστε, από την πλεονεκτική αυτή θέση, αν επιχειρούσαν οι Γερμανοί να ανέβουν ως εκεί μιας και ήταν και καλός σκοπευτής πιθανόν να μην γλύτωνε κανείς.
Στο χωριό έμειναν οι Γερμανοί για 4-5 ημέρες και δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Λεηλάτησαν τα πάντα σκότωσαν ό,τι ζωντανό, κατσίκια, κοτόπουλα κ.λπ. Εναν χοίρο, κοντά 100 κιλά, που είχαν οι Καλογεράκηδες τον τρώγανε δυο-τρεις μέρες κι ότι περίσσεψε το πέταξαν.
Το σκοτεινό κατώι στο σπίτι του Καλογεράκη, ευτυχώς δεν το βρήκαν να μπουν, όπου ήταν λάδι, τρόφιμα άλλα κ.λπ
Σε ένα όμως πολύ μεγάλο καζάνι πέταξαν μια χειροβομβίδα και τα κομμάτια του εκτινάχθηκαν σε απόσταση.
Από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου αυτές τις ημέρες έριχναν με τα όπλα και με τον φοβερό αντίλαλο οι γυναίκες, κρυμμένες με τις οικογένειές τους, είχαν πανικοβληθεί και χτυπιόνταν κλαίγοντας.
Ενας Σταύρος Βίγλης, γύρω στα 20 χρόνια του, είχε πεινάσει και κατέβηκε να μαζέψει σύκα, νομίζοντας προς στιγμή ότι στο σημείο που πήγε ήταν Αγγλοι, που και αυτοί είχαν ξεμείνει στο φαράγγι, αλλά ήταν Γερμανοί και τον εκτέλεσαν επί τόπου.
Ζήτω η Κρήτη μας