Σάββατο, 9 Νοεμβρίου, 2024

Στον καφενέ ξαποσταίνανε τσοι καματερές και χαροκοπούσανε στσ’ αργίες

Ως κι ο Φλεβάρης μας εκόπιασε τη φετινή χρονιά, σαν επίδοξος πολιτικάντης κι εκείνος κι εσκόρπισε στην αρχή τα πρωτομηνιάτικά ντου γελακάκια, κι απόις έδειξε τσ’ αληθινές του προθέσεις. Κι αντί για να μυρίζει καλοκαίρι, όπως τονε θέλει ο λαός, μυρίζει βροχές, καταιγίδες και χιόνια.
Ετσα δεν είναι και το πολιτικό πνεύμα τσ’ εποχής; Αλλα γροικούμε από τα μπαλκόνια κι άλλα ‘ναι τ’ αποτελέσματα π’ αποφτάνουν στα πορτοφόλια. Κι είναι η γι αλήθεια του Θεού πως τουτηνά η πολιτική είναι μια αγιάτρευτη πληγή. Ο μεγάλος Γ. Ξενουδάκης τηνε χαραχτήριζε ψευτιά καλλωπισμένη. Ο δε Ελευθέριος Βενιζέλος ως πόρνη που είναι αδύνατον κάποιος να τη συνδιαλλαχθεί και να μη διαφθαρεί. Ο δε, επίσης, μεγάλος Παπαδιαμάνης, ύστερα από μια σειρά συλλογισμών καταλήγει: Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσία, η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν, η ληστείαν εγέννησε την πολιτικήν. Και τέλος, κάποιος Πολωνός συγγραφέας λέει: πολιτική, είναι η τέχνη να πείθει τους ανθρώπους να πληρώσουν γι’ αυτά που τους κλέψανε.
Με τουτανά τα υλικά μαγερεύουνε και προσπαθούνε οι πολιτικοί να μας σε ταΐζουνε στσοι δημόσιες εμφανίσεις τωνε. Κι όσο καιρό κυβερνούνε, κόβουν και ράφτουνε ανεξέλεχτα, όπως εκείνοι γουστάρουνε. Οσο όμως γυροσιμώνει ο καιρός για εκλογές, ξεσκονίζουνε τσοι θειαφιστήρες τωνε κι αρχινούνε να θειαφίζουνε με στάχτη τ’ αμάθια τω ψηφοφόρω. Οσο δα για το Φλεβάρη, απου τη φετινή χρονιά αναντράνισε τη μισερή ντου κορμοστασιά κι αποφάσισε να επιβεβαιώσει τη διπλή ντου όψη: «Απου ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει καλοκαίρι θα μυρίσει, μα ‘χει φλέβες κι αν τσ’ ανοίξει, ποταμούς θε να κινήσει».
Κι ήτανε καλό παρατήρημα κείνονα το καιρό σαν οι γι αποκράδες ήτανε αποκλειστές, γιατί αναθαρρεύανε οι παλιοί μας τότεσας, πως η χρονιά θαν’ ήτανε καλή. Τούτεσας τσοι σκέψεις αναλιγάδιαζα με το νου μου, ύστερα π’ άναψε ο καφετζής το λουξ στο παλιό καφενέ απου φιλοξενώ στη φαντασία μου, κι ένας ένας ήρχουρντανε οι θαμώνες του και παραγγέλνανε το βαρύ γλυκό, γή γλυκύ βραστό γή όποιας άλλης λοής καφέ ήθελε ο καθένας, για να περάσει η γι ώρα ντου. Κι άλλοι πάλι επαραγγέλνανε μια τσικουδιά γιατί ‘τανε δρωμένοι, και ‘μεις οι ντελικανήδες επαίρναμε από ένα ποτηράκι πασατέμπο απου τσοι μασουλούσαμε την ώρα απου γροικούσαμε με το στόμα ανοιχτό τσοι μεγάλους, να μας αναθιβάνουνε τα βάσανα και τσοι δυσκολίες από τη ζωή, τσοι πολέμους, και τσοι ξεσηκωμούς. Ούλοι σε τούτεσας τσ’ αποσπερίδες εγούζιουντονε πως κάπου επονούσε καθένας.
Γιατί ‘τανε η γι εποχή που ήτανε στη φούρια ντωνε τ’ αμπελοσκάματα, δουλειά απού δεν άφηνε περιθώριο για χουζούρι. Αξημέρωτα αρχινούσανε τα ποδοβολητά στσοι στράτες απού επαιρνοδιαβαίναν οι βιαστικοί κι οι λιγόψυχοι, κι οι μανάδες μας σα τελευταίο νούμερο θαλαμοφύλακα εκάνανε εγερτήριο αξημέρωτα με τσοι φωνάρες τωνε, γιατί τούτεσας οι δουλειές δε γίνονται με το ραχάτι. Οπως κι ούλες οι γι’ άλλες αγροτικές εποχιακές δουλειές, δε θέλουνε ξάργιτα. Σε τούτονα το κλίμα ανταμώνανε οι χωριανοί στσοι καφενέδες, σε σύντομες αποσπερίδες τσοι καματερές, κι απόις επχιαίνανε στο καφενέ σαν εσιάζανε τα ζούμπερά ντωνε, για να εφοδιαστούνε οι θεργιακλήδες του καπνού με τσιγάρα γή να πιούνε τα καϊμακλίδικα καφεδάκια ντωνε γή τη τσικουδιά ντωνε, όπως είπαμε παραπάνω, για να περάσει η γι ώρα ντωνε μα και να μάθουνε τα χαμπέρια του χωριού και κείνανα απούχανε φερμένα οι χωριανοί απου ήτανε παωμένοι στη χώρα. Κι απόις να πάνε να δειπνήσουνε ούλη η γι οικογένεια μαζί. Κι ύστερα ένας-ένας να πχιαίνει στο κρεβάτι ντου για ύπνο για να ξεκουραστεί κιόλας από το κάματο τση μέρας. Τούτονα το πρόγραμμα άλλασσε μόνο στσοι σκολάδες και τσοι βροχεράδες απου ξαργιούσανε ούλοι. Και σαν ήτανε και κιανένα εκκλησάκι απου εόρταζε εκειά κοντά, ανηφορίζανε τσοι κακοτοπιές του για να λουτρουιθούνε. Γιατί οι γι ιερομόναχοι κείνουνα του καιρού, επχιαίνανε και στσοι κακοτοπιές κι όι μόνο στσοι σιαδεράδες. Και κεια κοντά στην αμόλευτη φύση, π’ ανήμερα του πανηγυριού ντωνε μια φορά το χρόνο εξεταλάγιαζε τ’ αγριοπούλια η καμπάνα ντωνε με τσοι σειστρές τση κι ετρομάριαζε τα διάφορα άγρια ζώα απου φωλεύανε εκειά κοντά, μα και παραξένευε τα οζά απου εβόσκανε σε τουτουσάς τσοι τόπους. Εκειά απολαβάνανε οι προσκυνητές την ιερά πανηγυριώτικη Ακολουθία, κι ετσουγκρίζανε τα ποτήρια ντωνε απολούτουργα με μαρουβά κρασί και μεζέ τη σαρδέλα, με το μπόλικο λαδόξιδο και με το φρέσκο αγοραστό ψωμί, κι αλληλοεύχουντανε τα χρόνια πολλά. Τούτηνα την ίδια ώρα, οι κοπελιές και τα κοπέλια ευρίσκανε αραλίκι και σαϊτεύανε η μια πάρτη την άλλη με τσ’ αμαθιές τωνε. Κι έτσα εξεκινούσανε οι συμπάθειες κι οι γι αληθινοί έρωτες κείνονα το καιρό, κι αγάλια αγάλια εγίνουντανε η γι αγγουρίδα μέλι.
Τσοι βροχεράδες εδά άλλασσε το σκηνικό. Εγεμίζανε οι καφενέδες κι οι θεργιακλήδες του σκαμπιλίου εταιριάζανε σε ομάδες και παίζανε το σκαμπίλι, κι έτσι επέρνα η γι ώρα ντωνε.
Ητανε όμως κι άλλοι απού δεν την αντέχανε τη κλεισούρα και την εκάνανε τη βόλιτά ντωνε σαν η βροχή δεν ήταν πολλή γή ετσίκνιζε μόνο. Και πχαίνανε να δούνε τα σπαρμένα ντωνε, γή ανε των εκάμανε ζημιές οι βροχές στα χωράφια ντωνε, «γιατί τ’ αφεντικού τ’ αμάτι κοπρισια ‘ναι στο χωράφι». Σαν όμως η κρυγιότης ήτανε περίσσια και το χιονόνερο ετσιβίδιζε στα μούτρα ντωνε εταιριάζανε σε συντροφιές, για φίλου σπίτι, όπως ελέγανε, γή επαίρνανε τ’ ανάπλαγα κι πχιαίνανε στα κονάκια γή τα σπηλιαράκια απου εδιάνε οι βοσκοί γιατί εξεχειμωνιάζανε επαέ στα κατωμέρια τα κουράδια ντων, για να μη τα πλακώσει στα όρη το χιόνι.
Γι’ αυτό κι εξεκινούσανε με γεμάτα τα σακούλια ντωνε με κρασί, λάδι και ψωμί κι ανηφορίζανε όθεν εκειά κι αμέσως ο πλια καπάτσος βοσκός μ’ ένα σάλτο έπιανε κιανένα κοντεμένο οζό, όπως ελέγανε, και το κατάλυε και το ξεφλούδιζε στο λεφτό κι απόις το ρίχνανε στο καζάνι απου το νερό έβραζε κιόλας, κι άλλα κομμάθια ερίχνανε στα κάρβουνα για να τσιμπολογούνε και να σιγοπίνουνε. Γι’ αυτό και δεν αργιούσανε ν’ ακουστούνε οι γι αντίλαλοι τω τραγουδιώ στα γύρω πλάγια και φαράγγια του βουνού, απου τσοι ταξιδεύανε οι νεροβοριάδες κι οι μαϊστροτραμουντάνες με τσ’ επιθετικές τωνε φυσές. Δεν ήταν δα λίγες οι φορές απου τούτεσας οι συντροφιές εξανάρχουντανε στσοι καφενέδες και συνεχίζανε με χορό με τσοι πλάκες απου βάνανε στα γραμμόφωνα. Μα οι κοινωνικές σχέσεις των αθρώπω κείνουνα του καιρού δεν επεριορίζουντανε μόνο στη ψυχαγωγία, τη φαοπιοτούρα και τα γλέντια, που καθένα π’ αυτά είχε την ώρα ντου, και γίνουντανε όπως έπρεπε κι όντεν έπρεπε. Παρά εγνοιάζουντανε και για τσ’ ηθικές αξίες. Γι’ αυτό κι οι καφενέδες κατά καιρούς ελειτουργούσανε σα σπουδαχτήρια με δασκάλους τσοι σπουδαγμένους στο Πανεπιστήμιο τση ζωής, απου εκατέχανε από πρώτο χέρι τσοι δυσκολίες και τα βάσανά τους, μα και την ανεκτίμητη αξία απου ‘χανε οι γι αθρώπινες αρετές γι’ αυτό και τσοι βαγιοκλαδίζανε όπως το φιλότιμο, η γι αθρωπιά, η ντροπή κι ο σεβασμός. Γι’ αυτό και χαλιναγωγούσανε τσοι κοπελιές και τα κοπέλια με τσ’ ορμήνιες των και τσοι προτρέπανε να ζιούνε σα τσ’ αθρώπους.
Πολλά τα έτη σας αναγνώστριες κι αναγνώστες μου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Αναντρανίζω = Ανασηκώνομαι
Κοπιάζω = Ερχομαι
Κι απόις = Κι ύστερα
Γροικούμε = Ακούμε
Μισερή = Ανάπηρη
Αναλιγαδιάζω = Εκθέτω διάφορα γεγονότα
Λοής = Είδος, ποιότητα
Δρωμένος = Ιδρωμένος
Αναθιβάνω = Διηγούμαι
Γούζιομαι = Μεμψιμοιρώ
Ντελικανής = Νέος
Καματερή = Εργάσιμη
Ζούμπερα = Ζώα
Λουτρουιθούνε = Λειτουργηθούνε
Σιαδεράδα = Ισιάδα
Ξεταλαγιάζω = Ξεσηκώνω
Οζά = Πρόβατα, κοπάδι
Μαρουβάς = Παλιό κρασί
Η μια πάρτη = Η μια μεριά
Αμαθιές = Ματιές
Σκαμπίλι = Παιχνίδι της τράπουλας
Κρυγιότης = Κρύο
Τσικνίζει = Χιονόνερο
Τσιβιδίζει = Τσούζει
Ανάπλαγα = Στα πλάγια του βουνού
Κατέχανε = Ξέρανε
Κουράδια = Κοπάδια αιγοπροβάτων
Πλάκες = Δίσκοι πικ – απ
Γραμμόφωνο = Πικ – απ τσ’ εποχής
Βαγιοκλαδίζω = Περιποιούμαι πολύ
Κοντεμένο = Τραυματισμένο


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα