ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ
Ο ήλιος έδυε, λούζοντας με μύρια, φανταστικά χρώματα το ακρωτήρι της Μυκάλης στο βάθος, καθώς η βάρκα μας έσκιζε μ’ έναν ελαφρό παφλασμό τη γαλήνια επιφάνεια της βαθιάς θάλασσας του κόλπου του Ηραίου…
Ετούτο το καλοκαίρι ήταν ήσυχο! Δεν είχαμε περιπολίες πολεμικών μας πλοίων και διασταυρώσεις σε απόσταση αναπνοής με τα Τουρκικά. Τραγούδια και χαρές λοιπόν, κι εκεί που βλέπαμε τη Μικρά Ασία να πλησιάζει, ο πατέρας με μια γρήγορη κίνηση έστριψε το τιμόνι κι έβαλε ρότα προς τη θρυλική «Καραβόπετρα»!
Σύντομα έσβησε τη μηχανή, έφερε το πλεούμενό μας όσο γινόταν πιο κοντά στη νησίδα κι έριξε άγκυρα!
Θα μας ανέβαζε αλήθεια, στο ξερονήσι;
Τι τύχη!!
Λίγο μετά ένας-ένας και με προσοχή ανηφορίζαμε στη σκληροτράχηλη πλαγιά του. Από εκεί πάνω είχες πανοραμική θέα του Ηραίου και της μοναδικής Κολώνας του αρχαίου ναού της θεάς Ήρας που ξεφύτρωνε λες, μες απ’ το πράσινο των αμπελιών.
Είχα ακούσει να λεν οι παλιοί πως κάποτε η «Καραβόπετρα», ήταν πλοίο πειρατικό που ερχόταν να «συλήσει» τους θησαυρούς του ναού. Όπως επίσης και το περίφημο…ξόανο της θέας, το στολισμένο με αμέτρητα, πολύτιμα πετράδια! Το είδε λέει, η θεά, το μεταμόρφωσε σε νησάκι κι αιώνες τώρα στέκει εκεί πετρωμένο…
Και που να βρίσκεται άραγε το «ξόανο», που είχαν…κρύψει οι ιερείς, για να μην το αρπάξουν οι πειρατές; Να το είχαν θάψει κάπου βαθιά στη γη των παππούδων, και να ξεπροβάλλει λαμπερό, κάποια μέρα απ’ το κοντινό στον αρχαιολογικό χώρο…αμπέλι μας;
Αυτά σκεφτόμουν εκστασιασμένη κι η φαντασία κάλπαζε…
Κι όχι μόνο στα αρχαία ευρήματα, μα και στους άλλους θησαυρούς -λίρες, φλουριά και πολύτιμα πετράδια – που ασφυκτιούσαν μέσα σε πήλινα κιούπια κάτω απ’ το γόνιμο χώμα της πεδιάδας. Αυτούς τους φύλαγαν χρυσοστόλιστοι φύλακες που ερχόταν στον ύπνο σου και σου έλεγαν που θα τους βρεις! Αν φυσικά έκανες ό,τι σου έλεγαν! Βλέπεις, αν δεν υπάκουες σε ότι σου ζητούσαν, θα εύρισκες το κιούπι, αλλά γεμάτο…κάρβουνα! Και θ’ αποδεικνυόταν τότε …«Άνθρακες ο θησαυρός!» καθώς έλεγαν συχνά οι γιαγιάδες!
Απολάμβανα τη δύση και χαμογελούσα όλο προσδοκίες, αποφεύγοντας να κοιτάξω προς το κοντινό Κακόρεμα, γιατί εκεί ζουν οι «ξωθιές»! Που βγαίνουν μόλις βραδιάσει και δεν το έχουν σε τίποτα -αν τις ενοχλήσεις!- να σου πάρουν τη λαλιά!
Με γύρισε στην πραγματικότητα η φωνή του πατέρα: «Ελάτε…Φεύγουμε! Μην νυχτωθούμε εδώ πάνω…»
Λίγο μετά η «Ήρα» μας έπλεε γοργά προς την ακτή, συνοδευόμενη από ένα ελαφρό αεράκι γεμάτο μυρωδιές. Με θλίψη αφήναμε πίσω μας την «Καραβόπετρα», που όλο απομακρυνόταν και μίκραινε, μέχρι που έγινε ένα σκούρο σημάδι -ίδιο καβούκι χελώνας- πάνω στο απέραντο γαλάζιο του κόλπου.
Κι όλ΄ αυτά στην όμορφη Σάμος μας, που ανέκαθεν φημιζόταν σαν πολύ πλούσιος τόπος! Όχι μόνο για τα περίφημα κρασιά της, μα και για το λάδι, το καπνό και την ελαφρά ξυλεία από πεύκο που κατέταξε τον αρχαίο στόλο της στους καλυτέρους.
Πλούσιο το νησί και σε θρύλους, μύθους και παραδόσεις.
Ποιος ξεχνά εκείνο το «παραμύθι» που μας μάγευε στα «Εικονογραφημένα Κλασσικά» της εποχής με τον φημισμένο Σάμιο βασιλιά, τον λεγόμενο Πολυκράτη;
Και ήταν ο Πολυκράτης ένας τρανός βασιλιάς -Τύραννος καθώς λεγόταν τότε κάποιοι πανίσχυροι άνδρες της εποχής- που είχε τα πάντα! Μια φημισμένη πόλη που αναδύεται κομμάτι-κομμάτι κάτω απ’ τη γη του σημερινού Πυθαγορείου. Κι είχε και καλούς φίλους, όπως το σοφό Φαραώ Άμαση, που τον συμβούλεψε -επειδή όλα του πήγαιναν καλά!- να κάνει κάτι που να του δώσει…λύπη! Για να…«εξευμενιστούν» βεβαίως οι θεοί, που δύσκολα επέτρεπαν σε θνητό τόση καλοτυχία! Μπήκε λοιπόν μια μέρα ο Πολυκράτης σε μια «Σάμαινα», ανοίχτηκε στο πέλαγος, και μπρος σ’ όλο το πλήρωμα έριξε στα βαθιά νερά το αγαπημένο του δαχτυλίδι με τον σμαραγδένιο σφραγιδόλιθο! Λύπησε τον εαυτό του για τα καλά! Μα δεν πρόλαβε να χαρεί, γιατί λίγο μετά ένας ψαράς έφερε στην κουζίνα του παλατιού ψάρι μεγάλο, στην κοιλιά του οποίου βρέθηκε το…πεταμένο…δαχτυλίδι! Είχε βλέπεις, επιστρέψει στον κάτοχό του! Και του έφερε…γρουσουζιά! Διότι σύντομα χάθηκαν οι καλές συμμαχίες, τον έβαλε στο μάτι κι ο Πέρσης Σατράπης Οροίτης, του έστησε παγίδα, τον συνέλαβε, και βρήκε ο Πολυκράτης θάνατο φρικτό…
Άλλος ένας γνωστός θρύλος του πατρικού νησιού;
Όχι απόλυτα, αφού ο βίος κι η πολιτεία -καθώς και ο θάνατος του Πολυκράτη- έχουν καταγραφεί από ιστορικούς των καιρών του και συγκεκριμένα απ’ τον Ηρόδοτο.
Κι όλ’ αυτά που ακούγονται αιώνες τώρα για το «ξόανο»;
Είναι μήπως μια αληθινή ιστορία που δεν έχει ακόμα τελειώσει;
Που να ξέρω τότε, πως στα κατοπινά χρόνια θα βρεθεί στην «Ιερά Οδό» που συνέδεε το κοντινό Πυθαγόρειο -το «Τηγάνι» των παιδικών μου χρόνων- με τον ναό του Ηραίου, θα βρισκόταν ένας πελώριος Κούρος, πράγμα που αποδείκνυε πως υπήρχαν μεγάλων διαστάσεων αγάλματα στη περιοχή.
Τι μας λέει πως το «ξόανο» δεν βρίσκεται…κάπου εκεί γύρω;
Εκείνο το απογευματάκι του 1960 τόσο, ήμουν ένα μικρό κορίτσι 8-9 χρονών και καθώς πλησιάζαμε την ακτή και το κοντινό Τηγάνι χανόταν μέσα στην αχλή ενός ήλιου που όλο αποδυναμωνόταν, δεν χόρταινα να συλλέγω εικόνες, ν’ αναδεύω στο μυαλό αλήθειες και ψέματα του τόπου, και να πλάθω ιστορίες κι ιστορίες…
Σύντομα η βάρκα μας έκοψε ταχύτητα, πλησίασε κοντά στη σκαλωσιά, ο πατέρας βγήκε πρώτα, έδωσε ένα χεράκι σ’ εμάς τα μικρά, πατήσαμε πάνω στα σανίδια της και πηδήσαμε στην άμμο πλήρεις και χορτάτοι…
Τι ανάμνηση γλυκεία κι αυτή…
Και τι περιπέτεια καλοκαιρινή, του νου και της ψυχής!