Ενας παπάς, απλός, παπάς, που ’χε Θεού τη χάρη,
ούλες τσι Σφακιανές κορφές τσι ’χε προσκυνητάρι.
Οπου ξωκκλήσι έτρεχε κι όπου ναός λουτρούγα,
απ’ τση Μαδάρας τσι πλαγιές μέχρι την πίσω ρούγα.
Για χρόν’ απ’ τα ψηλά βουνά και μεσ’ απ’ τα λαγκάδια,
οι ψαλμωδίες έφταναν εις τους πιστούς σαν χάδια.
Αγιά Ρουμέλη, Σαμαριά ως τον Προφήτ’ Ηλία
στην Τρυπητή για ν’ ανεβεί δεν είχε δυσκολία.
Ανώπολη, Αράδαινα, Λιβανιανά, Άι Γιάννη,
ποτέ δεν είχε πρόβλημα ούτε σπερνό να κάνει.
Χαράματα τον έβλεπες να βγαίνει στσι Μαδάρες
συχνά πυκνά τον σκέπαζαν εκεί οι κατσιφάρες.
Μα δεν φοβήθηκε ποτέ το κρύο ή τη ζέστη
και πρόσμενε χαρούμενος να πει “Χριστός Ανέστη”.
Το ’λεγε μεσ’ απ’ την ψυχή κι από τα φυλλοκάρδια,
μέχρι και της Ανάληψης κι έδινε και φυλλάδια.
Με τσοι παπάδες των Σφακιών μηνύματ’ είχε στείλει,
σε ΝΑΤΟ και Αμερική κι ας είμαστε και φίλοι.
Κάποτ’ ένας καλόγερος ήρθε να τον γνωρίσει
και περπατήσανε μαζί μέσα στην άγρια φύση.
Κάποια στιγμή τον σήκωσε για λίγο εις την πλάτη
κι ένα ποτάμι πέρασε το φίλο ξενομπάτη.
Αγιο ανακήρυξε η Σύνοδος τον ξένο,
Πορφύριο στο όνομα, σε τούτα μόνο μένω.
Αλλοι ’χουν υποχρέωση βιβλία για να γράψουν,
στον παπα-Γιώργη απ’ το Βουβά ένα κερί ν’ ανάψουν.
Που έφυγε απ’ τη ζωή δυο τρεις ημέρες τώρα
κι απολαμβάνει σήμερα τσ’ άλλης ζωής τα δώρα.
Χαράς εκείνους που κρατούν γερά στο μετερίζι,
που ο Θεός τους όρισε κι η σφαίρα που γυρίζει.