Ξημερώματα Κυριακής, τρεις μέρες πριν τα Φώτα, η Περσεφόνη ονειρευόταν ένα ξεροπόταμο με πέτρες σωριασμένες σε ένα σημείο της όχθης. Εκεί θα ερχόταν κάποιος, φίλος από τα παλιά, για να σηκώσει τις πέτρες και να πάρει κάτι πολύ σημαντικό που είχε κρύψει κάτω από αυτές.
Ολόγυρα ο τόπος ήταν περίπου έρημος. Σε κάποιο σημείο απέναντι από τις πέτρες, στερεωμένο σε σιδερένιο τρίποδα, υπήρχε ένα κυπαρισσόκλαδο στολισμένο με λίγα κόκκινα τραντάφυλλα. Δυο κομμάτια σιδερένιας αλυσίδας κρέμονταν από ένα παρακλάδι σχηματίζοντας ένα κεφαλαίο λάμδα.
Σε μια στιγμή άκουσε μια φωνή : “Στον ποταμό, παπα Διομήδη, στον ποταμό!…”. Ύστερα της φάνηκε πως άκουσε κάποιες άλλες φωνές, βραχνές και στριγγλιάρικες, φωνές Μαινάδων, να επαναλαμβάνουν, εν χορώ: “Στον ποταμό! Στον ποταμό!”.
Όταν ξύπνησε και αναλογιζόταν το παράξενο όνειρο, θυμήθηκε την Ευλαμπία, που, πριν πολλά χρόνια, είχε προτείνει στον εφημέριο του χωριού να ρίξει το Σταυρό στα νερά του ποταμού, την ημέρα των Φώτων. “Θα είναι καλό και ωραίο, αφού το χωριό έχει πολλά νερά, να ευλογηθούν!” έλεγε.
Υπήρχαν, ωστόσο, βάσιμες αμφιβολίες, παρά την πρόθυμη ανταπόκριση του εφημέριου, για το αν θα ήταν δυνατό να υλοποιηθεί η πρόταση αυτή. Και αν είχε κακοκαιρία? Αν έβρεχε, αν τα νερά του ποταμού φούσκωναν και ξεχείλιζαν πάνω από το γεφύρι? Ύστερα, από τους (ηλικιωμένους, ως επί το πολύ) ενορίτες, πόσοι θα ήταν πρόθυμοι και ικανοί να βαδίσουν την απόσταση από την εκκλησία μέχρι τον ποταμό?
Έτσι ο ποταμός εξακολουθούσε, άλλοτε να μουγκρίζει ή να βρυχάται, άλλοτε να τραγουδά και να κατηφορίζει μέσα από το βαθύσκιωτο τοπίο, δίχως να γνωρίσει το βάπτισμα του Σταυρού στα κρυστάλλινα νερά του. Το καλοκαίρι δεν ήταν λίγοι οι επισκέπτες, κυρίως νέοι σε ηλικία και φίλοι της περιπέτειας, που διάλεγαν να βγάλουν αναμνηστικές φωτογραφίες καθισμένοι σε μια πελώρια, στρογγυλή ποταμίσια πέτρα, που βρισκόταν στην κοίτη του ποταμού. Μικρά και μεγαλύτερα καβούρια πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα ογκώδη βότσαλα , όπου τα παιδιά του χωριού, όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, επιδίδονταν στην προσπάθεια να τα πιάσουν και να τα βάλουν στο τηγάνι. Οι πιο επιδέξιοι αλιείς, είχαν τη δυνατότητα να πιάσουν και χέλια.
Ο Χρόνος και η ζωή κυλούσαν, μαζί με τον περίφημο ποταμό, τον οποίο συνέθεταν οι παραπόταμοι που κατηφόριζαν από τα Λευκά Όρη.
Αναμφίβολα δεν έφταιγε ο Φωτισμός (που δεν έγινε στον ποταμό) για όσα συνέβησαν στα χρόνια που ακολούθησαν. Γεγονός είναι ότι ο ποταμός σιγά-σιγά έχανε το πρώτο του μεγαλείο. Τα νερά του δεν ήταν πια τόσο ορμητικά (οι λόγοι πολλοί) και η αλλοτινή δύναμή του έμοιαζε να εξασθενεί. Το μουγκρητό, που σε καιρό χειμώνα θύμιζε αφηνιασμένο θηρίο του δάσους, είχε ατονήσει κατά πολύ και είχε μετατραπεί σε συριστικό ρέγχασμα. Οι παραπόταμοι είχαν αρχίσει να χάνονται και οι πηγές να στερεύουν.
Αλλά και τα σπίτια, εκείνα που κύκλωναν τον ποταμό πλάι στις όχθες του και πιο πάνω, στου βουνού το ρίζωμα, άρχισαν να ερημώνουν, καθώς ο καιρός έφευγε. Άνθρωποι μετοικούσαν, σχολεία έκλειναν, περιουσίες εγκαταλείπονταν, ταράτσες βούλιαζαν και πατητήρια γκρεμίζονταν, αλώνια μπαζώνονταν και μονοπάτια δάσωναν, καθώς οι βάτοι έβρισκαν τόπο να απλώνουν. Το χωριό μέρα τη μέρα έχανε την αλλοτινή του φυσιογνωμία, αργά αλλά σταθερά, πάντως όχι ανώδυνα. Τα λιόφυτα έμεναν παραπονεμένα, δίχως φωνές ζωής, τα αμπέλια συρρικνώνονταν, οι κήποι σπάνιζαν πια. Τα περιστέρια έβρισκαν καταφύγιο στις δασωμένες ερημιές, τα αηδόνια αναζητούσαν τις κερασιές που χάθηκαν, τα κοτσίφια τους πλατάνους που ξεραίνονταν. Ο υδάτινος κορμός του χωριού ήταν πια περισσότερο θρύλος παρά πραγματικότητα.
Όχι, δεν έφταιγε ο Φωτισμός που δεν έγινε στον ποταμό. Κι αν τα τελώνια και τα κρούσματα, οι καλλικάντζαροι και οι καταχανάδες, τα ξωτικά και οι νεράιδες παραμόνευαν τους διαβάτες που όλο και λιγόστευαν, ασφαλώς όλα αυτά δεν ήταν η αιτία του μαρασμού του χωριού, του μαρασμού κάθε χωριού της ορεινής υπαίθρου.
Αυτά σκεφτόταν η Περσεφόνη εκείνο το πρωινό, δυο μέρες πριν τα Φώτα. Ωστόσο, στο μυαλό της ακόμα στριφογύριζε η φωνή της Ευλαμπίας, μελωδική σαν κελάρυσμα νερού, να λέει:” Στον ποταμό, παπα Διομήδη! Στον ποταμό να ρίξετε το Σταυρό!”.