Μεταμεσονύχτι. Βυθός. Γεμάτος από τα θρύψαλα των καιρών. Αγρυπνοι πόθοι. Και ηδονές. Χαμένες στου ιβήσκου το άλικο. Κύκλοι στο γαλάζιο από πεπτοκώτα βότσαλα. Δροσιά. Μια δίψα που σβύνει, παραδόξως, με τη κρυμένη αλμύρα σου. Αγρυπνο λευκό στο μέλαν. Κι ένα ταγκό με όλες τις αθιβολές. Τις φερμένες από το άγριο μελτέμι του θέρους. Κι ένα τσιγάρο που τελειώνει.
Τόσο γρήγορα, όσο ένας ασκιανός μέσα στο νου. Και μια σιωπή που σου καίει, σα ρακή, τις σκέψεις. Επαναστατικό γέλιο μέσα στην απούσα ενθαλπία σου. Σα κρύο που σε ανατριχιάζει στο κατακαλόκαιρο. Ενα άστρο μοναχό από τη νύχτα του. Που μεγαλώνει ολοένα καθώς το θωρείς. Πίνεις μονορούφι το σκοτάδι. Χωρίς συνοδοιπόρο είναι ο δρόμος. Μόνο φευγαλέοι ασκιανοί. Πούθε να χάθηκε το φεγγάρι και δεν μπορώ να μετρήσω πια τους καιρούς. Κρυφή φλόγα – σύντροφος στο μέτρημα των πεπραγμένων. Που όλο βγαίνουν λειψά στο τέλος. Οταν είσαι μέσα στο σκοτάδι μπορείς να δεις καλύτερα το φως του δρόμου. Που αχνοφέγγει νυσταγμένα. Μέσα σε όλες τις λευκές νύχτες. Που καίγονται στο λυκαυγές σου. Η κάφτρα του τσιγάρου αναβοσβύνει σα καρδιά. Που αναστοράται τις αθιβολές. Χαμένη μέσα στους ασκιανούς μιας νύχτας χαΐνισσας. Φεύγει ο νους. Στην άκρα του πελάγου. Εκεί που έσβυσε το φως με μιαν τελευταία ανάσα. Τραγουδώντας. Με τη φωνή της ρίζας. Ανέ με δεις φεγγάρι μου, φέξε και πλάνεψέ με… Δως μου βοτάνι αστερισμέ. Και θα στο ξεπληρώσω. Καθώς θα χάνεται η σκέψη. Στου ιβήσκου το άλικο.