Eπαιζε ξέγνοιαστος ο μικρός τετράχρονος μπόμπιρας μαζί με έναν άλλο συνομήλικό του στο γιούρτι του σπιτιού του, ξυπόλητος, κατακόκκινος σαν το φύλλο της παπαρούνας, ανακατώνοντας με χέρια και με πόδια πότε τα χώματα και πότε τις σκορπισμένες κοπριές των οικόσιτων ζώων της οικογένειας του.
Γιούρτι στα χωριά της Ρούμελης λένε το όποιο χωράφι μικρό σε μέγεθος ή μεγάλο, που απλωνότανε πέρα από τα όρια της αυλής. Τώρα, πως και γιατί του έδωσαν αυτό το όνομα δεν το γνωρίζω. Σε κείνο το χωράφι οι νοικοκυραίοι έστηναν την κούρνια για τις κότες, εκεί έφτιαχναν τον αχερώνα για την αποθήκευση του σανού δηλαδή την τροφή των ζώων, για να ξεχειμωνιάσουν τα ζώα κ.λπ. Εκεί, οι πιο προοδευτικοί κείνης της εποχής κάτοικοι των χωριών στις δεκαετίες του 40-50 έφτιαχναν την πρόχειρη τουαλέτα ανοίγοντας έναν αρκετά βαθύ λάκκο συνήθως με σανίδια στο εσωτερικό μέρος αφήνοντας μόνο μια μικρή οπή για να μην πέσουν πάνω οι άνθρωποι, κι απ’ έξω την τύλιγαν με σπαρτά, με διάφορους τσίγκους, με λινάτσες ή με κουρελούδες. Πολλές φορές όμως την άφηναν ξεσκέπαστη και αυτό βέβαια δεν τους ενοχλούσε πηγαίνοντας να κάνουν τις φυσικές τους ανάγκες. Εδώ πρέπει να πω ότι οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών δεν έμπαιναν μήτε σ’ αυτόν τον κόπο κι έκαναν τις ανάγκες τους διάσπαρτα στο γιούρτι, κοπρίζοντας το – έτσι έλεγαν – το χώμα τους. Τέλος πάντων…
Τώρα, ο μικρός μπόμπιρας παρέα με τον φίλο του και χωριανό του, ερχόμενοι καθημερινά σε επαφή με τα χώματα μάλλον είχε συνηθίσει ο οργανισμός τους και δεν πάθαιναν απολύτως τίποτα. Δεν αρρώσταιναν εύκολα κείνες τις εποχές τα παιδιά. Τώρα, μικρός όπως ήταν ο ήρωας της σημερινής μας ιστοριούλας σε διάφορα παιχνίδια δεν μπορούσε ή μάλλον δεν τον έπαιζαν τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά παρ’ όλες τις παρακλήσεις του που σχεδόν κλαίγοντας τους έκανε κάθε φορά. Για να τους πείσει όμως ότι κι εκείνος μπορούσε να ανταπεξέλθει στους όποιους κανόνες του παιχνιδιού στριφογύριζε ανάμεσά τους μιμούμενος τις όποιες κινήσεις τους, πότε κλαίγοντας και πότε γελώντας. Π.χ. αν έπαιζαν το παιχνίδι τα μεγαλύτερα παιδιά «τα σκλαβάκια», φώναζε και κείνος λέγοντας τα διάφορα λόγια που λέγονται και από τις δυο ομάδες των παιδιών που το παίζουν αυτό το παιχνίδι όπως: «σ’ έχου, σ’ έχου, δεν πήρες φωτιά, σκλάβος μου είσαι… κ.λπ.» τώρα, για να εξηγήσω ακριβώς τι σημαίνουν αυτά τα λόγια που λέγονται στο εν λόγω παιχνίδι θα απομακρυνόμουν πάρα πολύ από την σημερινή μου ιστοριούλα κάτι βέβαια που δεν το θέλω. Έχω να πω όμως ότι τα εκείνα τα παιχνίδια ήταν αθώα παιχνίδια γεμάτα ομορφιά και χάρη, δίχως βία και σκοτωμούς όπως είναι σήμερα πολλά ξενόφερτα όμως και ψυχοφθόρα παιχνίδια, που δυστυχώς έχουν πάρει τη θέση των δικών μας παιχνιδιών εκείνης της εποχής. Τέλος, πολλές φορές ο μικρός μας ήρωας ανακάτευε τα λόγια διαφόρων παιχνιδιών κάνοντας πολλά λάθη και στα λάθη του οι μεγαλύτεροι σε ηλικία απ’ αυτόν ξεκαρδίζονταν στα γέλια κάνοντας το μικρό μπόμπιρα να απογοητεύεται και πολλές φορές να φεύγει από κοντά τους κλαίγοντας. Δεν τον ένοιαζε όμως και πολύ αυτό, γιατί πάντα έβρισκε παρηγοριά στην θερμή αγκαλιά της μητέρας του. Τα γόνατα δε των ποδιών του και οι αγκώνες των χεριών του ήταν σχεδόν συνέχεια ματωμένα από τα πολλά πεσίματα πέφτοντας πάνω στις διάφορες πέτρες που διάσπαρτες ήταν σε όλο το χώρο του χωριού που έπαιζε. Κάτι βέβαια που ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Όταν όμως χτυπούσε αρκετά δυνατά ο μικρός και το αίμα δεν σταματούσε να τρέχει, πήγαινε πάλι στη μητέρα του να του προσφέρει εκείνη τις πρώτες βοήθειες ανακουφίζοντας τον και από τον πόνο και από την περιφρόνηση που του έδειχναν οι μεγαλύτεροι απ’ αυτόν σε ηλικία.
Μεγαλώνοντας όμως έμαθε κι αυτός ν’ αντιμετωπίζει μόνος του τα μικροατυχήματα του παιχνιδιού. Έβλεπε ότι όταν χτυπούσαν οι μεγαλύτεροι του στα γόνατα των ποδιών τους συνήθως, για να σταματήσει η ροή του αίματος, έπαιρναν λίγο χώμα, το έβαζαν πάνω στην πληγή, το κρατούσαν λίγο σφικτά πάνω της και έπειτα από λίγα λεπτά της ώρας το αίμα σταμάταγε να τρέχει.
Το ίδιο ακριβώς έκανε κι ο μικρός μπόμπιρας και με αυτόν τον τρόπο αφενός γλίτωνε την γκρίνια της μητέρας του που χαριτωμένα δήθεν τον μάλωνε κάποιες φορές αλλά και το σπουδαιότερο εξοικονομούσε χρόνο με αυτόν τον τρόπο για την συνέχεια του παιχνιδιού. Ειδικότερα δε, αν τύχαινε να χτυπήσει πότε στ’ αλώνια που ήταν λίγο έξω από το χωριό ή ψάχνοντας να βρει φωλιές διάφορων πουλιών στους αγρούς γύρω από το χωριό. Τώρα, όταν εντόπιζε κάποια φωλιά πουλιών πάνω σε κάποιο δέντρο, η χαρά του βέβαια δεν περιγράφεται με λόγια. Είχε ακούσει όμως ότι αν άγγιζε λίγο τα αυγά ή τα μικρά πουλάκια της όποιας φωλιάς την άλλη στιγμή ή μετά από λίγες ώρες θα πήγαινε κάποιο ερπετό και θα το έτρωγε. Λέγανε τότε οι μεγαλύτεροι ότι γκίζοντας τη φωλιά ή μάλλον μαλάζωντας τη φωλιά το ανθρώπινο χέρι αφήνει τ’ αποτυπώματα του πάνω της δείχνοντας με αυτό τον τρόπο το δρόμο στους εχθρούς τους, π.χ. στα φίδια, στις σαύρες κ.α.π. εχθρούς. Αυτό βέβαια ο μικρός μπόμπιρας δεν το ήθελε να συμβεί και δεν τις πλησίαζε τις όποιες φωλιές που έβρισκε ήταν όμως αφάνταστα ικανοποιημένος που τις εντόπιζε. Τώρα, μια καλοκαιρινή μέρα, Ιούλιος μήνας ήτανε, που πήγε να παίξει στ’ αλώνια με την παρέα του και κείνος, έτυχε να βρει στο χώρο που έπαιζε πάντα ξυπόλητος μια πορτοκαλόφλουδα. Δεν χάνει καιρό, την παίρνει από κάτω την σκουπίζει λίγο με τα βρώμικα χέρια του και την καταβροχθίζει λαίμαργα. Άλλωστε δεν ήταν και η πρώτη φορά που γινότανε αυτό, αλλά μήτε ο πρώτος ήτανε μήτε ο τελευταίος που προέβαινε στην παραπάνω ενέργεια. Μετά από λίγη ώρα όμως ο μικρός ένοιωσε κάτι ενοχλήσεις στο στοματάκι του και συγκεκριμένα ένοιωσε έναν έντονο πόνο στη μικρή του γλώσσα. Βέβαια δεν έδωσε και μεγάλη σημασία στο απρόοπτο αυτό γεγονός, αλλά όσο η ώρα περνούσε τόσο ο πόνος μεγάλωνε που στο τέλος μη μπορώντας να τον αντέξει αναγκάστηκε να ζητήσει παρηγοριά στην πάντα φιλόξενη ζεστή αγκαλιά της μανούλας του. Είπε το πρόβλημά του και η μητέρα του εντόπισε αμέσως την αιτία του κακού και του δίνει να ξεπλύνει το στοματάκι του με νερό, δυο με τρεις φορές και στο τέλος του δίνει και λίγο γάλα να γλυκάνει λίγο ο πόνος. Αυτή την ιατρική συνταγή ήξερε η μητέρα και αυτή έδωσε στον μικρό της γιο. Τώρα, πολλές φορές η παραπάνω συνταγή έφερνε ευχάριστα αποτελέσματα άλλες όμως όχι. Στην προκειμένη περίπτωση αν και είχαν περάσει δυο μέρες η εν λόγω φαρμακευτική συνταγή δεν έφερε το ποθητό αποτέλεσμα, ο πόνος εξακολουθούσε να ταλαιπωρεί τον μικρό αλλά και η πληγή στη γλώσσα του μικρού, η «φρουσκάλα» έτσι την έλεγαν στο χωριό, δεν έλεγε να κλείσει κι ο μικρός περισσότερο στεναχωριότανε γιατί δεν μπορούσε να φάει και να παίξει πιο άνετα γιατί πονούσε. Την τρίτη μέρα που εξακολουθούσε να πονάει το παιδί η μητέρα του ήξερε κάτι λόγια, γιτιά την λέγανε, που λεγότανε σε παρόμοιες περιπτώσεις την είχε μάθει από τις άλλες μανούλες του χωριού και από την πεθερά της και κατέφευγε σε ανάλογες περιπτώσεις στην έσχατη αυτή συνταγή. Το βράδυ της τρίτης επώδυνης μέρας για τον μικρό, όταν ο ουρανός είχε στολιστεί απ’ άκρη σ’ άκρη με τα μυριάδες φωτεινά αστέρια του βγάζει τον μικρό τραυματία έξω στην αυλή, έτσι προστάζει η γιτιά, και του είπε τι ακριβώς να κάνει για να γιάνει η πληγή στη γλώσσα. «Θα κοιτάς τα αστέρια» του λέει «και θα μου λες τα λόγια που θα σου λέω εγώ κάθε φορά». «Εντάτσι, εντάτσι» είπε ο μικρός και η μητέρα του λέει να λέει τα πιο κάτω λόγια «έχω μια φρουσκάλα» κι επαναλάμβανε ο μπόμπιρας στη δική του βέβαια διάλεκτο: «έσω μια φουσκάλα» κι αμέσως η μητέρα έλεγε στη γνήσια ρουμελιώτικη προφορά «στ γρουνιού του γκώλου». Κι ο μικρός γελώντας τη δεύτερη φορά επαναλαμβάνει: «έσω μια φουσκάλα» κι απαντούσε η μητέρα «στ σκλιού του γκώλου» την τρίτη φορά η μητέρα έλεγε «να γιάνει ο Γιάννης μου» κι ο μικρός απαντούσε «να ζιάνει ο Γιάννης μου». Τα λόγια που έλεγε η μητέρα π.χ. «στ σκλιού του γκώλου» εννοούσε η φρουσκάλα να φύγει από τη γλώσσα του μικρού και να πάει εκεί που προστάζει εκείνη. Στο τέλος τον αγκαλιάζει η μανούλα τον μικρό και ο μικρός ασθενής αφάνταστα ικανοποιημένος πιστεύοντας ότι επιτέλους θα γιάνει, εφόσον πρώτα έπλυνε το στοματάκι του με αλατόνερο έπεσε για ύπνο. Αυτή η συνταγή επαναλαμβανότανε για τουλάχιστο τρία βράδια εάν δεν έγιανε η πληγή του γρηγορότερα. Την δεύτερη βραδιά όμως στην όλη διαδικασία της τελετής, να το πω έτσι, έτυχε να παραβρεθεί μια πρώτη ξαδέλφη του μικρού ασθενή που είχε γεννηθεί και κατοικούσε στην πρωτεύουσα. Όταν άκουσε τα λόγια που έλεγαν η μητέρα και ο μικρός ασθενής γέλασε κρυφά κι όταν τελείωσε η όλη διαδικασία πλησιάζει την μητέρα του μπόμπιρα και της λέει πολύ σοβαρά, σχεδόν ενδόμυχα: «θεία, δεν λένε έτσι την ευχή». «Και πως την λένε» αντιλοήθηκε η θεία της. «Να μωρέ θεία, πώς να σου το πω, ακούγεται άσχημα στου γουρουνιού του γκώλου» και συνέχισε «να λες στου γουρουνιού τον ποπό». Τότε η θεία την κοιτάει, την αγκαλιάζει περίπαθα την μορφωμένη ανιψούλα της και της λέει: «ου θιός κουρίτσιμ ου μεγαλουδύναμους ξέρει ούλες τσι γλώσσεις του κόσμου. Ούλις τσκαταλαβέν αυτός» και συνέχισε κάνοντας αυτή τη φορά το σταυρό της: «ο μηγαλοδύναμους κατάλαβε τι του ζήτησα, κι θα γιάν ο Γιάνν ο ξαδελφό σου». Αν τώρα η θεία της μικρής πρωτευουσιάνας συνέχισε να λέει τη γιτιά όπως την ήξερε ή άλλαξε και την έλεγε όπως της είπε να την λέει η ανιψούλα της μορφωμένα αυτό δεν το ξέρω.