Στους καιρούς της σιωπής σκοτώθηκαν όλοι οι μύθοι. Αυτοί που έπλασαν προσωρινές παρουσίες. Και ατέλειωτες απουσίες. Στους καιρούς της σιωπής, έρχονταν και φεύγαν τ’ αγριοπούλια της αιώνιας νύχτας. Στους καιρούς της σιωπής σε γνώρισα. Μοναχικό νυχτολούλουδο. Που σκορπιόσουν γεναιόδωρα. Εκτός εποχής. Και εκτός ενοχής. Μετά άνθισε μιά φευγαλέα ζεστασιά. Προσωρινή διανυχτέρευση. Σε απόντες ήχους. Σε απόντες στίχους. Στους απόντες γενικώς. Είχες το χαμόγελο του κυκλάμινου. Μέσα στο χιόνι. Μέσα στο καμιόνι του σκοταδιού. Άρωμα από σβησμένα δειλινά. Στις ακροστοιχίδες των ερήμων. Στο υστερόγραφο των βρεγμένων διαδρομών. Με λα’ι’κά τραγούδια στη διαπασών σε θλιμένες εθνικές οδούς. Κι όμως, είχες μιά παράταιρη ομορφιά. Σε σχέση με τα σκοτάδια μου. Μιά αναρχική ζεστασιά. Ανατρεπτική για τα ειωθότα μου. Γλυκό κουταλιού στο πικραμύγδαλο της σκέψης. Σα το άπιαστο του ταξιδιού. Σα τη θαλπωρή της διαδρομής. Με αταίριαστες και βέβηλες σκέψεις. Σα συνουσία του σκοταδιού με περασμένους εφιάλτες. Μελωδία που δε θες να τελειώσει. Κι είναι λες, η εφήμερη ζεστασιά, η μόνη αλήθεια σου.