Εκεί που η μαστοριά συναντούσε τον κάματο
Χέρια σκαμμένα, ρούχα μπαλωμένα, ατέλειωτες ώρες στο κτίσιμο, ακόμα περισσότερες στο να τροφοδοτηθεί το καμίνι με ξύλα… «Βασανιστική, μαρτυρική δουλειά…» μας λένε παλιοί ασβεστοκαμινάδες του Ακρωτηρίου και άνθρωποι που μεγάλωσαν δίπλα στα καμίνια των πατεράδων τους. Κανείς τους δεν αναζητεί την εποχή εκείνη… δεκαετίες ’50 – ’60 όταν όλο σχεδόν το Ακρωτήρι ήταν γεμάτο καμίνια.
«Από εκεί βγήκε και το “ασβεστόκωλοι” για τους Ακρωτηριανούς όπως τους έλεγαν περιπαιχτικά οι καμπίσιοι» αναφέρει ο κ. Μανώλης Χαρκοφτάκης, κάτοικος της περιοχής.
Παλιός ασβεστοκαμινάς ο κ. Γιάννης Ανδρεαδάκης, τον συναντάμε στον παραδοσιακό καφενείο στα Καθιανά, του Βαγγέλη Ανδρεαδάκη που μας έδωσε και την ιδέα για το ρεπορτάζ αυτό. «Δεν υπήρχε άλλο εισόδημα για την περιοχή την περίοδο από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο. Τελείωνε το θέρισμα και όλοι έφτιαχναν καμίνια. Για να βγάλεις λεφτά; Τι να βγάλεις, ένα μεροκάματο και αυτό μισό αν τύχαινε να “χάσεις” το καμίνι. Και δουλειά σκληρή, η πιο σκληρή δουλειά που υπήρχε. Δέκα ώρες την ημέρα, όλο το καλοκαίρι από το πρωί μέχρι το βράδυ» μας αναφέρει.
Ο κ. Βασίλης Ανδρεαδάκης μας εξηγεί τη διαδικασία προετοιμασίας. «Έπρεπε να πας στο δασαρχείο να πεις ότι έχω ένα καμίνι και θα κάμω 300 οκάδες ασβέστη και σου έδιναν την άδεια να κόψεις συγκεκριμένα στρέμματα με χαμηλή βλάστηση (συνήθως αχινοπόδια, θύμους και σκίνους). Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά, έπρεπε να τα κόψεις, να τα κάνεις δεμάτια να τα φέρεις στο καμίνι για να τροφοδοτείς τη φωτιά» τονίζει.
H ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Πώς όμως κατασκευαζόταν το ασβεστοκάμινο; Ο κ. Γιάννης Ανδρεαδάκης έχοντας κτίσει πάνω από 10 στην περιοχή των Καθιανών μας εξηγεί. «Με λοστάρια και βαριές βγάζαμε τις πέτρες για το κτίσιμο του καμινιού. Ασβεστόπετρες! Έπρεπε να φτιάξεις πρώτα το καζάνι, μετά το κτίσμα με χώμα, να το σοβατίσεις με λάσπη και εκεί πάνω να “κτίσεις” τις πέτρες. Να το “σηκώσεις” δύο- τρία μέτρα, να κάμεις τον πρώτο κύκλο, το δεύτερο κύκλο και ανάμεσα χώμα για να μην φεύγει η φωτιά. Και στην κορυφή τρεις μεγάλες πέτρες τις “βρουλάδες” όπως τις λέγαμε! Με τη μεγάλη θερμοκρασία μέσα στο καμίνι φεύγει το νερό από την πέτρα και βγαίνει ο ασβέστης. Αυτό μπορεί να κρατούσε από δύο έως τρεις ημέρες μέρες και μετά ήταν το ξεκαμίνιασμα. Μαρτυρική δουλειά… Να κατέβεις μέσα στο λάκκο να βγάλεις τον ασβέστη με τα χέρια! Δεν άντεχες πάνω από 20-25 λεπτά, μάσκες – γάντια δεν υπήρχαν καίγονταν τα χέρια σου, έπεφτε η ασβεστόσκονη πάνω σου και σε έκαιγε και στο σώμα. Και όταν τελείωνες να ξανακτίσεις και πάλι για το επόμενο καμίνι».
Ο κ. Βαγγέλης Λειβαδιτάκης έχει ένα πλούσιο αρχείο. Μας δείχνει άδειες για λειτουργία καμινιών του πατέρα του από τη δεκαετία του ’20, ’30! Έγγραφα από το δασαρχείο να κόψει κλαδιά, εγκρίσεις από τη εφορία για το ασβεστοκάμινο, εμπορικές συνδιαλλαγές.
«Τους ανθρώπους που δούλευαν στα ασβεστοκάμινα τους αναγνώριζες από τα μπαλωμένα ρούχα, τα καμμένα χέρια… Ένας από το Καμπάνι ο Αρίστος φορούσε τις αρβύλες χωρίς σόλα, ίσα – ίσα για να σπρώχνει τα ξύλα στη φωτιά. Πραγματικά μαρτυρική, βασανιστική ζωή για όλους» επισημαίνει ο κ. Λειβαδιτάκης που μας αναφέρει και τη μεγάλη παράδοση των Ακρωτηριανών στα ασβεστοκάμινα. «Υπήρχαν παλαιότερα και στο “Τραχήλι” στη μύτη του Σταυρού, στο φαράγγι του Αγίου με τον ασβέστη να φεύγει με καΐκια» λέει.
ΝΑ ΔΕΣΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ
«Όλη η μαστοριά ήταν να δέσεις την πέτρα, εκεί φαίνονταν οι καλοί τεχνίτες!» υπογραμμίζει ο κ. Κωστής Καπετανάκης, ένας από τους τελευταίους που είχε καμίνι στην περιοχή και συνεχίζει «εκεί που είναι το σπίτι μου ήταν 8 καμίνια σε μια έκταση 500 μέτρων. Άλλα στον Αργουλιδέ, άλλα στα Χωραφάκια. Ο κόσμος την εποχή εκείνη προσπαθούσε να βγάλει ένα μεροκάματο που δεν ήταν σίγουρο. Γιατί υπήρχαν φορές που έχανε το καμίνι ή έπεφτες σε απατεώνα έμπορα που σε έκλεβε».
«Θυμάμαι να δίνουμε ασβέστη για μια εικοσάρα για να πάρεις τι; Από ένα καμίνι ένα σακί αλεύρι» συμπληρώνει ο κ. Βασίλης Ανδρεαδάκης.
Από τη μεριά του o κ. Ιάκωβος Καλλέργης θυμάται πως «όλοι οι πατεράδες μας ήταν στα καμίνια, άλλη δουλειά δεν είχαν το καλοκαίρι μετά το θέρισμα. Πόσες φορές δεν είχε βρέξει και δεν ψήθηκαν τα καμίνια; Είναι δύσκολο να το καταλάβει κάποιος σήμερα πόσο δύσκολη δουλειά ήταν αυτή και πόσο ταλαιπωρούνταν οι άνθρωποι που δούλευαν σε αυτά! Οι παλιοί φόρτωναν τα γαϊδούρια τους από το Καλόρουμα, το Ριζόσκλοκο, το Χορδάκι, τα Χωραφάκια με ασβέστες, πέτρες, κλαδιά να κατέβουν να τα πουλήσουν στα Χανιά και σε ένα ρέμα που ήταν εκεί που είναι το Πολυτεχνείο, έπεφταν οι γάιδαροι χάμες από τη κούραση. Από εκεί βγήκε και το όνομα στο ρέμα… “γαϊδουρόρεμα”. Αυτό είναι ένα κομμάτι της ιστορίας του Ακρωτηρίου».
Tα χρόνια πέρασαν κατασκευάστηκε το αεροδρόμιο στα Χανιά και μετά η Αμερικανική βάση που άρχισε να επεκτείνεται. «Αν ήθελαν να πειράξουν κάποιον έλεγαν “σκαλίδα – Αεροδρόμιο” γιατί όλοι τότε πήγαιναν εκεί για δουλειά. Τότε πετάχτηκαν οι βαριές, σταμάτησαν τα περισσότερα καμίνια και όλοι πήγαν να δουλέψουν εκεί» καταλήγει ο κ. Λειβαδιτάκης.
Kαι τα παλιά εργαλεία
Οι συνομιλητές μας δείχνουν μια σειρά από αυθεντικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί ασβεστοκαμινάδες. Τη “σκαλίδα” «με αυτήν κόβαμε όλα τα ξύλα. Αστοιβίδες θυμάρι και κανά σχοίνο» μας λέει ο κ. Bασίλης Ανδρεαδάκης και στη συνέχεια μας δείχνει τη τσουγκράνα. «Αυτή χρησιμοποιούνταν για να κάνεις τα κλαδιά ένα δεμάτι» λέει.
Σε κάθε 5 ανθρώπους και μια λαΐνα με νερό και μαζί και ο μαστραπάς. Όσο για φαγητό… «το φαγητό μας ήταν ένα κιβώτιο ρέγγες και τομάτες από τα διπλανά χωράφια. Ό,τι βρίσκαμε την εποχή εκείνη» καταλήγει ο κ. Γιάννης Ανδρεαδάκης.