ΠΟΙΗΜΑΤΑ: ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ – ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ: ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ
Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Και με αφορμή τη μεθαυριανή (30 Νοεμβρίου) πανσέληνο, η φιλοξενία στη στήλη κάποιων από τα ποιήματα της ανέκδοτης ποιητικής συλλογής “Στου φεγγαριού τα μονοπάτια”, της και καλής μου φίλης δασκάλας – ποιήτριας Ελένης Χωρεάνθη, διανθισμένα με τα ανάλογα “κοσμήματα” του αξέχαστου συζύγου της, δασκάλου – ποιητή Κώστα Χωρεάνθη. Ηταν να μη φτάσουν μέχρις εμένα τις προάλλες, με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, και να μην τα διαβάσω! Πάντα είναι ωραία η πανσέληνος, σκέφτομαι και ο… κύβος ερρίφθη!
“Στου φεγγαριού τα μονοπάτια”, λοιπόν, σήμερα, με ξεναγούς τη “χωρεάνθεια” ποίηση και την επίσης “χωρεάνθεια” διακοσμητική.
Εκεί ψηλά στον ουρανό και όπου αλλού φτάνει το φως του… Κατάπολλα τα ευχαριστώ μου καλή μου συναδέλφισσα!
Καλό σεργιάνι στου “φεγγαριού τα μονοπάτια” καλά μου παιδιά!
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης,
δάσκαλος
Ω, τι ωραίο φεγγάρι!
Ω, τι ωραίο που είναι το φεγγάρι
εκεί ψηλά στον ουρανό.
Σκορπάει απλόχερα -η ευχή να πάρει-
χρυσές αχτίδες κι ασημένιες και θαρρώ
σκάλα θα κάνω τη χαρά μου
ψηλά στα ουράνια απόψε ν’ ανεβώ,
με όσες προλάβω αχτίδες να μαζέψω
στεφάνι για να πλέξω στα μαλλιά σας,
παιδάκια, που στους δρόμους ολομόναχα γυρνάτε
κι αγρυπνάτε και πεινάτε και διψάτε
και πονάτε σκορπισμένα
στον αγριεμένο κι ανελέητο καιρό
Λογαριάζω, απόψε με τις αχτίδες του φεγγαριού
να στολίσω τον ύπνο σου, βρέφος στο λίκνο,
να ασημώσω τα μαύρα φτερά σου,
χελιδονάκι ξεστρατισμένο,
το ύστατο άσμα σου, λευκέ κύκνε της λίμνης,
τα μεταξένια σου φτερά, πεταλουδίτσα,
την κούρασή σου, άνθρωπε.
τον μόχθο σου, ποιητή.
Να σκεπάσω την ασχήμια της γης.
Έχει πανσέληνο απόψε.
Ω, τι μεγάλο φεγγάρι, Θεέ μου,
κρέμεται ολομόναχο στον ουρανό.
Πάμε να το χαρούμε απόψε το φεγγάρι, παιδάκια,
χαράζει δρόμους στον καιρό το φεγγάρι.
Πέφτουν στον δρόμο σκιές
κι εμείς βαδίζουμε ολομόναχοι,
πιασμένοι χέρι με χέρι,
η αγάπη μας διώχνει τους φόβους,
σαν περπατάμε όλοι μαζί μέσα στη νύχτα.
Έχει πολύ ωραίο φεγγάρι απόψε,
σκορπάει το χαμόγελό του στον κόσμο.
Η νύχτα μας είναι τρυφερή,
τα νυχτοπούλια αγρυπνούνε,
κρυμμένα στις φυλλωσιές στα λαγκάδια,
κελαηδούν γλυκά τ’ αηδονάκια,
γαληνεύει κι ομορφαίνει η φύση
καθώς ετοιμάζεται να υποδεχτεί
το χάραμα της καινούριας ημέρας.
Η νύχτα προχωράει προς τ’ άστρα,
όπου να ‘ναι θα φανεί
ψηλά στην κορυφογραμμή το χάραμα,
αποτραβιέται αργά το φεγγάρι,
τα φυτά ξαφνιασμένα
κοιτούν τον ουρανό που ακουμπάει στα βουνά,
ένα τριζόνι μάχεται τη σιωπή
τραγουδώντας τρι τριτρί τρι τριτ ριτρί τρι.
Οι ίσκιοι πληθαίνουν,
αλαργεύουν των ανθρώπων τα βήματα,
ολομόναχο περπατάει το φεγγάρι στον ουρανό.
Η μοναξιά του φεγγαριού πουθενά δεν τελειώνει.
Η Θάλασσα
Η θάλασσα με τα αρμυρά νερά της
είναι σαν τα πουλιά χωρίς πατρίδα
κατεβαίνει από τα σύννεφα με τη βροχή.
Η θάλασσα γεννιέται από τη θάλασσα,
με τις αχτίδες του ήλιου
ανεβαίνουν υδρατμοί στον ουρανό,
συλλαβίζοντας οι αύρες τις πνοές των υδρατμών,
πλέκουν τα νέφη με σταγόνες.
Χρειάζεται να τρέξουνε στο πρόσωπο της γης
εκατομμύρια σταγόνες,
για να γεμίσει ένας τόσο πλατύς ωκεανός.
Αυτή η θάλασσα, η μεγάλη και πλατιά,
με τα νησιά και τα καράβια της,
που γαληνεύει στο φως του φεγγαριού,
είναι η μοίρα των ανθρώπων.
Ο Αυγερινός κι η Πούλια
Μόλις αχνίσει το φεγγάρι,
βγαίνει πάνω από τη ράχη του βουνού
ο λαμπερός Αυγερινός, ο αδερφός της Πούλιας,
με τις γαλάζιες πεταλούδες και τα όνειρα,
της νύχτας η χαρά και υπόσχεση της μέρας.
Όταν πλαγιάζουν ήσυχα τα μάτια της αγάπης,
ακούμε τις πνοές των λουλουδιών
και την φωνή της μάνας Γης,
που ονειρεύεται τον ήλιο ν’ ανατέλλει.
Η Καρολίνα
Η Καρολίνα ήρθε από την Πόλη.
Εκείνο το χλωμό κορίτσι
που κρατούσε μια αγκαλιά λουλούδια μαραμένα.
Ήτανε ολόμαυρη απόξω η μικρούλα Καρολίνα.
Όμως στο φως του φεγγαριού
έλαμπε διάφανη στα μέσα η ψυχούλα της,
όλα της ήταν τρυφερά
κάτω από τα μαύρα που φορούσε.
Την ώρα του ύπνου,
όταν γυμνώνονται οι άνθρωποι
για να παραδοθούν
στου ονείρου την αρματωσιά,
φορούν το αληθινό τους πρόσωπο,
όλοι είναι ίδιοι στα μάτια του Θεού.
Η αγάπη ενώνει όλου του κόσμου τα παιδιά,
να φέρουν την ειρήνη το ξημέρωμα.
Τα αγάλματα
Τα αγάλματα να δείτε πώς φυραίνουν,
πώς τρυφεραίνουν τις νύχτες του καλοκαιριού
με του Αυγούστου την πανσέληνο.
Λάμπουν στο θείο φως που διαπερνά το μάρμαρο,
φτάνει το φως ως την καρδιά και την ψυχή τους.
Έχουν ψυχή τα αγάλματα
και μια καρδιά κρυμμένη στα κατάβαθά τους
και περιμένουν την καινούρια μέρα,
που θα ‘ρθει στο παραθύρι του καιρού,
να πει μια “Καλημέρα”
στα παιδιά του κόσμου που αγρυπνούν.
Να το θυμάστε.
(Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή της Ελάνης Χωρεάνθη “Στου φεγγαριού τα μονοπάτια”)