Μα πιο πολύ κι απ’ τους αγγέλους μου, αγάπησα τους πειρασμούς μου. Γι’ αυτό τους έδιωξα.
Και έφυγαν. Και τώρα τους νοσταλγώ. Και διψώ. Για το σύθαμπο νερό τους. Αχ… Οι παλιοί φίλοι.. Σαν ένα ποτηράκι κοκκινέλι. Περιμένοντας ένα αστέρι. Που περνά κάθε χίλια χρόνια…. Ακόμα ένα ποτηράκι. Ακόμα ένα τραγουδάκι… Κάποιες φορές οι πειρασμοί, έχουν το πρόσωπο του δειλινού. Στο σύθαμπο έρχονται. Φοβούνται πάντα την αυγή. Γιατί τότε.
Φεύγουν οι Σειρίνες. Κι η γη είναι φρεσκοπλυμένη. Από των αγγέλων το τραγούδι. Κι οι έκπτωτοι Έρωντες, φεύγουν κι αυτοί. Με το πρώτο φως. Αυτό το βαθύ μπλε του μισεμού.
Που σιγά και απαλά. Εκρήγνυται στο νου. Και στις αισθήσεις. Μα δεν ξέρεις πότε θα φανούν οι δράκοι. Για πολλούς οι δράκοι, είναι σοφοί. Για άλλους, είναι δαίμονες. Έκπτωτοι και προδότες άγγελοι. Περιέργως πως κι οι δαίμονες απο τους αγγέλους προέρχονται. Μα έχουν χάσει πια. Το εγκάρδιο μειδίαμα του φωτός. Που το πρόδωσαν. Για του σκοταδιού τις ηδονές. Πάντα πέφτεις, οντε απο το φως απομακρύνεσαι. Κι είναι αυτό το φως ο κανόνας.
Και τότε γεμίζει ο νους ασκιανούς. Στους ασκιανούς ζουν οι δράκοι. Μα και στους ασκιανούς τρέχεις και ‘συ να κρυφτείς. Όντε το φως γίνεται αδέκαστο. Κάθε που ξέρεις. Ότι σκοτεινά σκέφτηκες. Και σκοτεινά έπραξες. Δεν είναι ποτέ ο καιρός μακρινός. Πάντα κοντινός είναι.
Σα ρέμπελο νέφελο. Που έκανε την επανάστασή του. Απέναντι σ’ ότι έπρεπε. Κι ότι δεν έπρεπε συνάμα. Κι έφερε κεραυνούς και καταιγίδα και αέρηδες. Έφερε και όλα τα τάγματα των αγγέλων. Σα μυστικός εξιλασμός. Με λόγια παλιά. Που ακόμα και ο Μύστης δεν τα ξέρει καλά καλά. Είπες πως κάποιες φορές νοστάλγησες τους πειρασμούς σου. Αυτούς που έδιωξες. Όμως.. Μη ξεχνάς να θυμάσαι. Διότι το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού… Και να ήταν μόνο δυό φορές, θα πεις… Ναι. Συνήθεια είναι των σκοταδιών, να επαναλαμβάνονται.
Μα και του φωτός να τα σκοτώνει. Κάθε που γεννιέται. Και γεννιέσαι και ‘συ μαζί του. Στου ρέμπελου νέφελου, το συναπάντημα..