Πρωταρχικός στόχος κάθε κράτους είναι η επιβίωση, γιατί αν ένα κράτος δεν επιβιώσει, δεν µπορεί να επιδιώξει κανέναν άλλο στόχο. Η παραγωγή πλούτου ή η διάδοση µιας ιδεολογίας µπορεί να του φαίνεται προτεραιότητα, αλλά µόνο υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί οι στόχοι δεν επηρεάζουν τις πιθανότητές του για επιβίωση. Οµοίως, οι µεγάλες δυνάµεις µπορούν να συνεργαστούν εάν µοιράζονται κοινά συµφέροντα και η συµµαχία τους δεν αποδυναµώνει τις αντοίστοιχες θέσεις τους στην ισορροπία δυνάµεων.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου για παράδειγµα, οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση και το Ηνωµένο Βασίλειο συνεργάστηκαν υπογράφοντας τη Συνθήκη για τη Μη ∆ιάδοση των Πυρηνικών Όπλων (1968), παρόλο που οι σχέσεις ΗΠΑ- Σοβιετικής Ένωσης παρέµεναν εγγενώς συγκρουσιακές. Και, τις παραµονές του Πρώτου Παγκόσµιου Πολέµου, οι µεγάλες ευρωπαϊκές δυνάµεις συνδέθηκαν µεταξύ τους από ισχυρά οικονοµικά συµφέροντα, ενώ εµπλέκονταν σε σκληρό ανταγωνισµό ασφαλείας, ο οποίος τελικά υπερίσχυσε της οικονοµικής συνεργασίας και τις οδήγησε σε πόλεµο.
Ρεαλισµός στις διεθνείς σχέσεις
Οι αλλαγές στη διεθνή πολιτική τα τελευταία χρόνια σηµείωσαν επιδείνωση στη θέση της ∆ύσης.
Η θεωρία των διεθνών σχέσεων δίνει νόηµα σε ένα χαοτικό και αβέβαιο κόσµο, ένα γενικό πλαίσιο για να εξηγήσει γιατί τα κράτη ενεργούν µε τον τρόπο αυτό.
Τα κράτη συνυπάρχουν σε ένα κόσµο χωρίς µια ανώτερη υπερδύναµη ικανή να τα προστατεύει το ένα από τα άλλα. Αυτή η κατάσταση τους αναγκάζει να προσέχουν την εξέλιξη των σχέσεων εξουσίας γιατί η παραµικρή αδυναµία µπορεί να τους κάνει ευάλωτους.
Πριν από τριάντα χρόνια, πολλοί ειδικοί υποστήριζαν ότι η αντιπαράθεση µεταξύ µεγάλων δυνάµεων ανήκει στο παρελθόν. Σήµερα, δύο από τις συγκρούσεις µεταξύ των µεγάλων δυνάµεων απειλούν να µετατραπούν σε ανοιχτό πόλεµο: οι ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη για την Ουκρανία, οι ΗΠΑ εναντίον της Κίνας στην Ανατολική Ασία για την Ταιβάν.
Ωστόσο, γενικά, οι σχέσεις µεταξύ κρατών — και ειδικότερα µεταξύ µεγάλων δυνάµεων – υπόκεινται θεµελιωδώς στην αρχή του ανταγωνισµού. Στη θεωρία του ρεαλισµού, ο πόλεµος αντιπροσωπεύει ένα µέσο διακυβέρνησης µεταξύ άλλων, στο οποίο τα κράτη καταφεύγουν για να εδραιώσουν τη στρατηγική τους θέση.
Ο ρεαλισµός στη ∆ύση δείχνει ότι ο πόλεµος θεωρείται γενικά ως έσχατη λύση, που δικαιολογείται µόνο σε περίπτωση αυτοάµυνας, κάτι που αντιστοιχεί και στο Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών.
Οι φιλελεύθερες δηµοκρατίες θα ήταν από τη φύση τους διατεθειµένες να διατηρήσουν την ειρήνη, ενώ τα αυταρχικά καθεστώτα θα ήταν οι κύριοι υποκινητές του πολέµου.
Συµπερασµατικά, πρέπει να θυµόµαστε ότι οι µεγάλες δυνάµεις λειτουργούν µέσα σε ένα σύστηµα όπου δεν υπάρχει προστάτης στον οποίον να απευθυνθούν σε περίπτωση απειλής από ένα αντίπαλο κράτος. Ο καθένας πρέπει εποµένως να φροντίσει τον εαυτό του σε έναν κόσµο που διέπεται από αυτοάµυνα. Αυτός ο περιορισµός γίνεται ακόµη πιο βαρύς από δύο άλλες πτυχές του διεθνούς συστήµατος. Όλες οι µεγάλες δυνάµεις διαθέτουν τεράστιες επιθετικές στρατιωτικές δυνατότητες, αν και ορισµένες διαθέτουν περισσότερες από άλλες, πράγµα που σηµαίνει ότι µπορούν να προκαλέσουν σηµαντική ζηµιά σε ένα δεδοµένο κράτος. Είναι επίσης δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διασφαλιστεί ότι επιδιώκουν ειρηνικές προθέσεις, καθώς οι προθέσεις σε αντίθεση µε τις στρατιωτικές δυνατότητες, βρίσκονται στο µυαλό των ηγετών και δεν µπορούν να αποκρυπτογραφηθούν πλήρως.
Τελικά, η πρόβλεψη του τι θα κάνει ένα συγκεκριµένο κράτος σε µια µελλοντική στιγµή είναι ακόµη πιο επικίνδυνο γιατί κανείς δεν µπορεί να προβλέψει ποιοι θα είναι οι υπεύθυνοι γι’ αυτό ή ποιες θα είναι οι προθέσεις του εάν αλλάξουν οι συνθήκες.
* O Καθηγητής
Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης
είναι Ακαδηµαϊκός