Στροφή των Ελλήνων καλλιεργητών σε αρωματικά φυτά αλλά και σε κτηνοτροφικά και βιομηχανικά (όπως το βαμβάκι) καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με τα Χανιά να μην αποτελούν εξαίρεση.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της Γεωργικής Έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για το 2017, τα οποία δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα. Η συγκεκριμένη μελέτη διενεργείται από την ΕΛΣΤΑΤ σε ετήσια βάση με στόχο τη συγκέντρωση βασικών χαρακτηριστικών για τη γεωργία και την κτηνοτροφία σε πανελλαδικό επίπεδο. Τα στοιχεία της αποτελούν πολλές φορές βάση για τη διαμόρφωση της αγροτικής πολιτικής της χώρας αλλά και για τις πολιτικές κάλυψης βασικών εθνικών αναγκών.
ΟΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΣΙΜΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ
Πρώτη παρατήρηση είναι η ελαφρά μείωση κατά 0,1% της συνολικής καλλιεργούμενης γεωργικής γης σε σχέση με το 2016, η οποία το 2017 διαμορφώνεται στα 32.209 χιλιάδες στρέμματα. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο σύνολο των αροτραίων γαιών (17.201,3 χιλιάδες στρέμματα), των μονίμων καλλιεργειών (10.826,9 χιλιάδες στρέμματα), των κηπευτικών εκτάσεων (633,1 χιλιάδες στρέμματα) καθώς και των αγραναπαύσεων (3.547,6 χιλιάδες στρέμματα).
Τα σιτηρά, οι ελαιώνες, τα κτηνοτροφικά φυτά, το βαμβάκι , τα οπωροφόρα και τα αμπέλια εξακολουθούν να αποτελούν τις μεγαλύτερες σε συνολική έκταση καλλιέργειες. Εντούτοις σημειώνονται μικρές μεταβολές στις εκτάσεις μεταξύ 2016 και 2017, με μία πτωτική τάση να αποτυπώνεται κατά κύριο λόγο στις καλλιέργειες σιτηρών, αμπελιών, ελαιώνων, πεπονοειδών και πατάτας, ενώ από την άλλη παρατηρείται μια μικρή επέκταση καλλιεργειών σε οπωροφόρα (+1,1%), δενδροκαλλιέργειες ξηρών καρπών (+7,6%), κτηνοτροφικά φυτά (+16,8%), βαμβάκι (+5,6%) και κυρίως αρωματικά φυτά. Τα τελευταία σημειώνουν αισθητή αύξηση της τάξεως του 51,3%.
Η μελέτη αναφέρεται επίσης αναλυτικά και στα χρησιμοποιούμενα γεωργικά μηχανήματα (ψεκαστικά ,αρδευτικά και ελκυστήρες), ο αριθμός των οποίων δε δείχνει να μεταβάλλεται ουσιαστικά σε σχέση με την προηγούμενη καταγραφή.
ΟΙ “ΜΕΓΑΛΕΣ” ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ
Ανάλογη εικόνα δίνουν και τα στοιχεία για την παραγωγή, μετρούμενα σε χιλιάδες τόνους. Αναλυτικά οι ελιές, τα σιτηρά, τα σταφύλια, το βαμβάκι, οι τομάτες, τα πορτοκάλια και τα ροδάκινα αποτελούν τον κύριο όγκο της ελληνικής παραγωγής.
Συγκρίνοντας με την αμέσως προηγούμενη χρονιά, η παραγωγή του 2017 σε σιτηρά, σταφύλια, ελαιόλαδο, τομάτες και πατάτες φαίνεται να ωχριά, με τη σημαντικότερη πτώση να σημειώνεται στις τομάτες και το σιτάρι, ενώ αύξηση της παραγωγής παρατηρούμε στο βαμβάκι (+9,4%), τις ελιές (+3%) καθώς και τα ροδάκινα με μια αύξηση κατά 21,2%.
Και οι αγρότες στα Χανιά αναζητούν πιο προσοδοφόρες καλλιέργειες
Αντίστοιχη έκθεση του ΜΑΙΧ αποτυπώνει τη στροφή των ντόπιων αγροτών σε πιο προσοδοφόρες καλλιέργειες.
Σχετική έρευνα που διεξήχθη μεταξύ 2014 και 2018 για το ‘’Πιλοτικό πρόγραμμα μακροχρόνιας παρακολούθησης Αυτοφυών Αρωματικών και Φαρμακευτικών Φυτών στο Νομό Χανίων και αξιολόγησης των φυσικών πληθυσμών τους’’,επικεντρώθηκε σε 4 Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά του νησιού μας: τη Ρίγανη, το Φασκόμηλο, τη Μαλοτήρα και τη Ματζουράνα. .
Το συγκεκριμένο έργο διενεργήθηκε από το Μ.Α.Ι.Χ. σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Δασών Χανίων (Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κρήτης).
Τα στοιχεία της έκθεσης παραχώρησε στα “Χ.ν.” η κοινωνιολόγος Ελένη Σταματάκη (Ερευνήτρια, Τμ. Οικονομίας και Διοίκησης Μ.Α.Ι.Χ.), μέλος της ομάδας που υλοποίησε το έργο, υπό τον Επιστημονικό Υπεύθυνο Δρ. Γεώργιο Μπαουράκη (Διευθυντής Μ.Α.Ι.Χ.).
Αναλυτικά στο νομό μας, η συνολική παραγωγή των καλλιεργούμενων αρωματικών φυτών (μαλοτήρα, ματζουράνα, ρίγανη, φασκόμηλο, δίκταμο) αυξήθηκε θεαματικά από τους 3,82 τόνους στους 6,36 τόνους μέσα σε τρία χρόνια (2014-2017).
Σύμφωνα με την έκθεση, «τα περισσότερα αρωματικά φυτά καλλιεργούνται στον Δήμο Πλατανιά με κυρίαρχα είδη τη Ρίγανη (σε διάφορες περιοχές) και τη Μαλοτήτρα στο οροπέδιο του Ομαλού. Στους Δήμους Αποκορώνου και Χανίων καλλιεργούνται επίσης σημαντικές ποσότητες Ρίγανης».
Η εικόνα της παραγωγής στον κλάδο της κτηνοτροφίας
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, γύρω στους 250 χιλιάδες τόνους κρέατος πουλερικών παρήχθησαν το 2017 σύμφωνα με τα στοιχεία, με το συγκεκριμένο είδος να αποτελεί τη βάση της ελληνικής παραγωγής κρεάτων.
Ακολουθούν με αρκετά μικρότερο όγκο το χοιρινό κρέας (77,3 χιλιάδες τόνοι), το πρόβειο (53,9 χιλιάδες τόνοι), τα βοοειδή, το κατσικίσιο και στην τελευταία θέση έρχεται το κρέας από κονικλοειδή. Οι μεταβολές σε σχέση με το 2016 είναι μικρές, με μια αυξητική τάση να διακρίνεται κυρίως όσον αφορά το κρέας από βοοειδή (+6,6%). Να σημειωθεί ότι το ζωικό κεφάλαιο σε αριθμό ζώων ανά είδος παραμένει σχετικά σταθερό, με κάποιες μικρές αυξομειώσεις.
Οι 1921,2 τόνοι γάλακτος που παρήχθησαν το 2017 το αναδεικνύουν ως το σημαντικότερο προϊόν της ελληνικής κτηνοτροφίας, με τη συνολική παραγωγή να έχει αυξηθεί κατά 0,6% σε σχέση με το 2017.
Αυξανόμενος βαίνει επίσης ο παραγόμενος όγκος μαλακού τυριού, μελιού, μυζήθρας και αυγών, ενώ μικρή μείωση παρουσιάζουν τα σκληρά τυριά και το βούτυρο.