Πάνω στὸ τσάκισμα τῆς μέρας μία πομπὴ ξεκίναγε ἀπ’ τὴ μεγάλη λεωφόρο ποὺ ὁδηγοῦσε ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη, στὴ θέση Πύκνα. Μπροστὰ πηγαίνανε οἱ δύο ὕπατοι κι οἱ ῥασοτυλιγμένοι κι ἀκολουθοῦσε ἡ σύγκλητος λυσίκομη κι οἱ κοτζαμπάσηδες, συνοδευόμενοι ἀπὸ ἀνθρωπογλεῖφτες.
Σὰν φτάσανε ἀνάμεσα στὰ δυὸ ὑψώματα μπουζιάστηκαν στὸ Σαραπίδειο, ἐκεῖ ὅπου ἧταν ὁ βωμός, καὶ σκύψαν τὸ κεφάλι. Μέχρι οἱ ὕπατοι νὰ πάρουν θέση, οἱ κοτζαμπάσηδες λιβάνιζαν τὴ σύγκλητο κι ὅλοι μαζὶ τὰ σμήνη ἀργυραμοιβῶν καὶ ἀκαμάτηδων.
Οἱ δύο ὕπατοι, αἰώνιοι καὶ ὁρκισμένοι ἀντίπαλοι, εἶχαν τὴ φήμη τῶν σοβαροβλέφαρων ἐκείνων ποὺ εἶναι εὐλαβεῖς στὴν οἰκογένεια καὶ τὴ θρησκεία τους· τηροῦντες πάντα τὶς ἀρχὲς τῆς πολιτείας καὶ τοὺς τύπους, χωρὶς διάθεση γιὰ ξεστρατίσματα καὶ ἄλλα τέτοια. Κι ἀφοῦ εἴχανε αὐτὴ τὴ φήμη, ἔτσι τοὺς νόμιζε κι ὁ ὄχλος.
Μόλις ἀρχίσανε οἱ ἀγορεύσεις κι ἀπ’ τὶς δυὸ μεριές, ἄλλοι ζαρώνανε τὴ μύτη τους κι ἄλλοι ἀκοῦγαν χάσκοντας – πότε τυλίγοντας τὴ γλῶσσα τους σὰ σκύλοι διψασμένοι, πότε στριφογυρίζοντας μέσα στὴ βουερὴ ἀνοησία τους. Μὰ ὅταν ἀκούστηκε ἐκεῖνο τό· «θὰ βάνω ἐγὼ ἐσένα ἐξεταστὴ τί κάνω;», πιάσανε πόλεμο οἱ δύο ὕπατοι, μαζὶ κι ὁ ὄχλος νὰ σουρομαδιέται!
Στὰ ὑστερνὰ κατὰ τὸ δείλι ὅλος αὐτὸς ὁ συρφετός, μὴν ἔχοντας βγάλει οὔτε μιὰ βουλή, ἐπέστρεψε στὴν τρῦπα του ἀκολουθῶντας τὸν ἄνεμο, ἐνῷ οἱ δύο ὕπατοι, χωρίς νὰ κατεβοῦν ἀπ’ τὸ καλάμι, σκεπάστηκαν ἀπ’ τὰ φτερὰ τῶν ἐρινύων καὶ χάθηκαν μὲς στὸ σκοτάδι βλαστημῶντας.
Τὴν ἑπομένη ἕνας κουρελὴς διδάσκαλος, ξυπόλητος καὶ πληγιασμένος στὸ κορμὶ ἀπ’ τὸ φραγγέλωμα, διέδιδε πὼς εἶδε μὲς στὴ νύχτα τοὺς δυὸ ὕπατους νὰ χαριεντίζονται, κρατῶντας ἀγκαλιὰ μιὰ καλντεριμιτζού, καὶ νὰ περνᾶν τὸ μισοσκότεινο κατώφλι μιᾶς ταβέρνας ποὺ κάθε της γωνιὰ τὴ ζέσταινε τὸ κρῖμα.