Eγώ σε σκέπαζα αγγελέ μου, σεντόνι με αρκουδάκια ζωγραφιές, απάνου ψηλά ως το λαιμουδάκι σου, γλυκός ο ύπνος τον θωρώ κάτoυ απ’ τα βλέφαρά σου, χαμογελάκι στο χειλάκι σου· μακριά σου ο πόλεμος!
Σε φιλώ γλυκά στο μέτωπο, ίσα-ίσα μη μου ξυπνήσεις κοριτσάκι μου, μαίνονται ακόμη οι μάχες στη μακρινή εκείνη χώρα της Ανατολής που τηνε λέν Συρία…
…Μια μάνα, την είδα να ταρακουνά τ’ άψυχο σωματάκι, νεκρό το κοριτσάκι της παιδί μου!
Τ’ ανακουνά, δεν έχει πια δάκρυα, μόνο φωνή, της σκότωσαν οι φονιάδες το παιδί, το κραδαίνει μπρος στις κάμερες άψυχο κορμάκι με φόρμα αθλητική όπως κι αυτή που σου πήραμε τις προάλλες ίδια, και μέσα στη φόρμα αυτήν βρίσκεται τ’ άψυχο παιδάκι· παιδί μου!
…Ποια λογική; Ποια λογική φωνή, και ποιος ο λόγος να γραφούν τούτα μου τα λόγια σε σένανε τώρα;
Αψυχα τα λόγια, ποιος ο λόγος;
Τούτη την ώρα, τούτες τις ώρες που συ κοιμάσαι μέσα στην κούνια σου, τούτες τις ώρες που άλλα παιδάκια κοίτουνται νεκρά πάνω στη γης, τα φάβουνε οι γιαγιάδες και παππούδες τους, τα κλαιν και τα μοιρολογούν γονείς και αδέλφια… ποιος ο λόγος να γράφονται τα λόγια μου;
Τούτη την ώρα που ήσυχα συ κοιμάσαι, που ουρλιάζει η ανθρωποσύνη και κωφεύουν οι δυνατοί της γης, τούτη την παράλογη εποχή π’ αντίθετοι βίοι, παράλληλοι, κάθετα κι οριζόντια συναντιούνται, που μια ακόμη τραγωδία γράφεται πάνω στις τραγωδίες, εγώ σου λέω παραμύθια…!!!
Αλλόφρονη κι αλλόκοτη παρένθεση τούτος ο λόγος ο κενός· κενός αισθημάτων γι’ αυτό κι ανούσιος…
Συγχώρα με παιδί μου, μα να κοιτώ την εικόνα σου να ονειρεύεσαι δεν θα πάψω!
Συγχώρα με που δεν βρίσκομαι κι εγώ εκεί στα βάθη της Ανατολής να σφουγγίσω τα δάκρυα του κόσμου, να πάψω τις σφαίρες να τρυπούν τα ματάκια των παιδιών που σαν τις μύγες πέφτουνε νεκρά δίχως πνοή… παιδί μου!