Σε συνάντηση με την Υφυπουργό Υγείας και αρμόδια για θέματα Ψυχικής Υγείας, κα Ζωή Ράπτη, βρέθηκαν από κοινού οι πρόεδροι των Ενώσεων Αστυνομικών Υπαλλήλων των Νομών Ηρακλείου και Λασιθίου, Πικράκης Γεώργιος και Καρτσάκης Γεώργιος.
Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση των Αστυνομικών Ηρακλείου – Λασιθίου «μέσα από έναν εποικοδομητικό διάλογο συζητήθηκαν θέματα, τέθηκαν προβληματισμοί που ταλανίζουν το χώρο της Ελληνικής Αστυνομίας, τόσο των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου, μα συνακόλουθα και των Αστυνομικών Ενώσεων όλης της χώρας, με το πλέον συχνό και σημαντικό πρόβλημα εμπλοκής της Αστυνομίας στην «ακούσια νοσηλεία, τη μεταφορά και φύλαξη ψυχικά πασχόντων».
Η ραγδαία αύξηση των περιστατικών μεταγωγής ψυχικά ασθενών που παρατηρούνται στις Διευθύνσεις μας τον τελευταίο καιρό, οι οποίες χρήζουν ακούσιας νοσηλείας και οι ανησυχίες των συναδέλφων μας, αναφορικά με τα πρωτόκολλα και τις διαδικασίες μεταγωγή τους, οι ενώσεις μας κρίνουν επιτακτική την ανάγκη να εκθέσουν τα προβλήματα που ανακύπτουν εξ αυτών.
Το απαρχαιωμένο νομικό πλαίσιο για την ακούσια νοσηλεία, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 98 του ν. 2071/1992 σχετικά με τις συνθήκες νοσηλείας, αλλά και του άρθρου 96 παρ. 2, εδ. 2, του ιδίου νόμου, σχετικά με τις συνθήκες μεταφοράς, εντάσσει το λεπτό αυτό ζήτημα, ως μία καθημερινή συνηθισμένη πραγματικότητα εκτέλεσης απλού αστυνομικού έργου, ενώ στην ουσία του πραγματεύεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ψυχική νόσο, η οποία απαιτεί την ανάλογη προσοχή, τον σεβασμό και λεπτούς χειρισμούς, από εξειδικευμένους και μόνον ανθρώπους.
Το γεγονός ότι η μεταφορά ψυχικά πασχόντων λαμβάνει χώρα κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας και χρησιμοποιώντας την πρόβλεψη που αναφέρεται στις διατάξεις της προστατευτικής φύλαξης και της προληπτικής ενέργειας της Αστυνομίας, δεν αφήνει άλλη επιλογή στους αστυνομικούς από το να αντιμετωπίζουν μια τέτοια περίπτωση, ως μεταγωγή κρατουμένου. Εν ολίγοις, οι ψυχικά πάσχοντες διακομίζονται στις δομές Ψυχικής Υγείας ως ποινικοί κρατούμενοι, με χειροπέδες, συνοδευόμενοι από αστυνομικά όργανα, επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, πρακτικές που καταστρατηγούν κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας και συνιστούν σοβαρή απόκλιση από τον σεβασμό της προσωπικότητα του ψυχικά πάσχοντα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, πως το παρόν θέμα έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, τόσο από την Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδας, με υπόμνημα: «Με αφορμή την Γ3α/ΓΠ.οικ 96377/28-12-2017 πρόσκληση της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας για την ανταλλαγή απόψεων για το θεσμικό πλαίσιο για την ακούσια νοσηλεία», σύμφωνα με την οποία «αγνοείται από θεραπευτικής άποψης παντελώς το γεγονός ότι µόνο η θέα ένστολων της ΕΛ.ΑΣ. είναι δυνατόν να επιτείνει και να επιδεινώσει την ψυχική κατάσταση του ασθενούς.», και εισηγείται «τον περιορισμό του ρόλου της ΕΛΑΣ µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, της ειδικής εκπαίδευσης των αστυνομικών για την αντιμετώπιση των περιστατικών αυτών», όσο και στο άρθρο 16 της εμπεριστατωμένης έκθεσης του Συνηγόρου του Πολίτη, με τίτλο: «Αυτεπάγγελτη έρευνα του συνηγόρου του Πολίτη για την Ακούσια Νοσηλεία Ψυχικά Ασθενών, 2007», σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας η μεταγωγή των ψυχικά πασχόντων από αστυνομικούς με περιπολικά οχήματα αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων τους, ενώ στις πλείστες των περιπτώσεων η δέσμευση τους με χειροπέδες, επιδρούν αρνητικά και επιδεινώνουν τα προβλήματα υγείας που ήδη οι άνθρωποι αυτοί καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Εκ του αποτελέσματος ωστόσο, τίποτα δεν διορθώθηκε κι οι άνθρωποι αυτοί εξακολουθούν, να μετακινούνται ως κοινοί ποινικοί, με τα ήδη καταπονημένα και ακατάλληλα προς τούτο οχήματα, καθόσον ακριβολογώντας τα περιπολικά οχήματα της αστυνομίας δεν διαφέρουν από τα κοινά συμβατικά οικογενειακά οχήματα ιδιωτικής χρήσης του κοινού εμπορίου. Συνακόλουθα, δεν εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 παρ. 2 του Π.Δ. 45/2008, ώστε τα οχήματα αυτά με τις ανάλογες διαρρυθμίσεις και μετατροπές να αποτελούν επαγγελματικά οχήματα όπως θα έπρεπε. Σε όλη την διαδικασία αρμόδιοι για τα εισιτήρια, τις εξετάσεις, τις γνωματεύσεις και οτιδήποτε άλλο χρειαστεί είναι αποκλειστικά και μόνο οι Αστυνομικοί, οι οποίοι φτάνουν να αναλαμβάνουν το ρόλο συνοδών «συγγενικών προσώπων», ή ακόμα και νοσηλευτικού προσωπικού.
Επιπρόσθετα, τίθεται κι η πρακτική πλευρά του θέματος που εντοπίζεται στις ανάγκες αστυνόμευσης, αφού μια εισαγγελική παραγγελία για ακούσια νοσηλεία ασθενούς σημαίνει ότι ένα περιπολικό και δύο ένστολοι αστυνομικοί- που μάλιστα σε πολλά τμήματα δεν έχουν και αντικαταστάτες στη βάρδια- απασχολούνται μόνο σε αυτό στη βάρδια τους και με κανένα άλλο καθήκον.
Η θεραπευτική λογική και το κράτος δικαίου πρέπει να υπερισχύουν απέναντι στο άκριτο φυλακτικό πνεύµα. Θεωρούμε αδιανόητο και μεσαιωνικό, να αποδίδεται η Ψυχική Υγεία στις κατασταλτικές δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας, να αντιμετωπίζονται ασθενείς, ως ποινικοί κρατούμενοι και σιδηροδέσμιοι να διακομίζονται από το ένα νοσοκομείο στο άλλο, αλλά και να εκθέτει τους Αστυνομικούς σε διαδικασίες που δεν είναι αρμόδιοι και εκπαιδευμένοι να εκτελούν, με κίνδυνο να επιβαρύνουν και την ψυχική τους υγεία και να εκθέσουν και την σωματική τους ακεραιότητα.
Οι αστυνομικοί καθημερινά καλούνται να διαχειριστούν περιπτώσεις ανθρώπων με ψυχικές διαταραχές, χωρίς να έχουν ποτέ λάβει την απαιτούμενη εκπαίδευση και δεν είναι αυτή η δουλειά τους! Έχει άραγε αναλογισθεί ποτέ κανείς τι θα μπορούσε, να συμβεί, αν κατά τη διάρκεια μεταγωγής ενός ψυχικά πάσχοντα, όντας σε έξαρση ψυχωσικού επεισοδίου από τα πίσω καθίσματα του αστυνομικού οχήματος?! Μήπως τελικά μιλάμε για μία «ωρολογιακή βόμβα» που απλά ακόμα δεν έχει εκραγεί από θέμα «τύχης».?!
Στα πλαίσια της νομιμότητας, του επαγγελματισμού και με το υψηλό αίσθημα ευθύνης που χαρακτηρίζει το Σώμα της Ελληνικής αστυνομίας, ζητούμε ακριβείς οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές, που θα επιδεικνύουν τις ενέργειες που οφείλουν να ακολουθούν οι συνάδελφοι αστυνομικοί, για τον ομοιόμορφο και ασφαλή χειρισμό ανάλογων περιστατικών. Είναι καιρός, να αποσαφηνιστεί επακριβώς ο ρόλος μας και ο ρόλος των υπολοίπων υπηρεσιών, όπως προβλέπεται να συμμετέχουν στον χειρισμό τους.
Η Υφυπουργός απέδειξε έμπρακτα το ενδιαφέρον της, ακούγοντας με προσοχή τα προβλήματα που τέθηκαν, από τις Ενώσεις μας, ενώ επίσης κατέγραψε όλες τις πτυχές των ζητημάτων και συμπλήρωσε, ότι «ως Υπουργείο θα σταθούμε δίπλα στον Έλληνα Αστυνομικό και θα παρέχουμε κάθε μορφής στήριξη για την επίλυση των ζητημάτων, που απασχολούν το Αστυνομικό Σώμα και προσβλέπουμε σε μία στενή συνεργασία για το μέλλον.»