Οι ορμονικές διαταραχές που συντελούνται κατά τη διάρκεια της κύησης είναι πιθανό να προκαλέσουν σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα στη μέλλουσα μητέρα. Έχει διαπιστωθεί ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων το πρόβλημα επιλύεται μετά τον τοκετό και το μόνο που απαιτείται είναι συντηρητικές παρεμβάσεις ανακουφιστικού χαρακτήρα. Σε ένα ποσοστό γυναικών όμως τα συμπτώματα είναι έντονα και εμμένουν και μετά τον τοκετό, οπότε οι ασθενείς οδηγούνται συνήθως στο χειρουργείο.
«Ο καρπιαίος σωλήνας είναι ένα στενό κανάλι που περιβάλλεται από οστά και συνδέσμους στην πλευρά της παλάμης του χεριού. Όταν το μέσο νεύρο που περνά μέσα από αυτό πιέζεται, οδηγεί σε επιβραδυνόμενη ταχύτητα αγωγής λόγω δυσλειτουργίας του ελύτρου μυελίνης, η οποία μπορεί να μετρηθεί χρησιμοποιώντας ηλεκτροδιαγνωστικές εξετάσεις. Ο ασθενής παρουσιάζει συμπτώματα κυρίως στα τρία πρώτα δάκτυλα του χεριού (αντίχειρας, δείκτης, μέσος), τα οποία περιλαμβάνουν πόνο, μούδιασμα, μυρμήγκιασμα και αδυναμία σε όλο το μήκος του χεριού. Το σύνδρομο εμφανίζεται στο 4% του γενικού πληθυσμού και στο 10% του εργαζόμενου πληθυσμού, συχνότερα λόγω υπέρχρησης. Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η στενή ανατομία στην περιοχή, ο τραυματισμός στον καρπό, η φλεγμονή των τενόντων και μεταβολικά νοσήματα», μας εξηγεί ο ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, Διευθυντής Ορθοπαιδικής Κλινικής και Διευθυντής του Τμήματος Αναίμακτης Ορθοπαιδικής Χειρουργικής του Ιατρικού Ομίλου Αθηνών, Κλινική Περιστερίου. «Η ανάπτυξή του είναι επίσης συχνή κατά τους τελευταίους τρεις μήνες της εγκυμοσύνης και είναι συνήθως αμφίπλευρο. Ενώ η ακριβής αιτία του είναι άγνωστη, πιστεύεται ότι η κατακράτηση υγρών, η αύξηση βάρους και οι ορμόνες είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνισή του», διευκρινίζει.
Στις εγκύους τα αναφερόμενα ποσοστά επιπολασμού του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα κυμαίνονται μεταξύ 1% και 62%. Σύμφωνα με μια πρόσφατη ανασκόπηση, ο επιπολασμός βάσει κλινικών συμπτωμάτων κυμαίνεται μεταξύ 31 – 62%, ενώ οι ηλεκτροφυσιολογικά επιβεβαιωμένες περιπτώσεις κυμαίνονται μεταξύ 7 – 43%. Αυτή η διακύμανση εξηγείται εν μέρει από τους τρόπους αξιολόγησης του συνδρόμου, αλλά ο πιο σημαντικός λόγος είναι οι καθυστερήσεις τόσο των εγκύων να αναφέρουν τα συμπτώματά τους στον γιατρό τους, όσο και των γιατρών να ρωτήσουν τις ασθενείς τους για συμπτώματα που παραπέμπουν στο σύνδρομο. Παρόλο, δηλαδή, που η σοβαρότητα του συνδρόμου που εμφανίζεται στην εγκυμοσύνη είναι σχετικά ήπια, ο επιπολασμός των συμπτωμάτων είναι υψηλός. Σοβαρές λειτουργικές βλάβες δεν αναφέρονται συχνά, αλλά πολλές γυναίκες παρουσιάζουν μούδιασμα στα χέρια ή τους καρπούς τους, ειδικά τη νύχτα, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα ύπνου.
Τις περισσότερες φορές τα συμπτώματα υποχωρούν λίγες εβδομάδες μετά τον τοκετό. Σχετικά με το θέμα παρουσιάστηκε μια έρευνα στο περσινό Συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Ορθοπαιδικών Χειρουργών (AAOS). Οι ερευνητές μελέτησαν γυναίκες που παρουσίασαν σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης για να προσδιορίσουν πόσο ακριβώς καιρό χρειάζεται για να υποχωρήσει μετά τον τοκετό και πόσο συχνά επιμένουν τα συμπτώματα.
Μελετήθηκαν συνολικά 368 ασθενείς στο τρίτο τρίμηνό τους με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα οι οποίες δεν το είχαν πριν την εγκυμοσύνη. Αφού συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια την 2-6η εβδομάδα, καθώς και 3, 6 και 12 μήνες μετά από τον τοκετό ή μέχρι να επιλυθούν τα συμπτώματα ή να υποβληθούν σε χειρουργική θεραπεία, διαπιστώθηκε ότι περίπου το 28% των προηγουμένως ασυμπτωματικών ασθενών παρουσίασαν το σύνδρομο. Στη συντριπτική πλειονότητα των συμπτωματικών ασθενών (84,8%) τα συμπτώματα υποχώρησαν μέχρι την 6η εβδομάδα μετά την γέννηση του παιδιού. Το 15,2% εξακολουθούσε να έχει επίμονα συμπτώματα ένα μήνα μετά τον τοκετό. Σε όσες γυναίκες δεν επιλύθηκε το πρόβλημα 3 μήνες μετά τη γέννα, τα συμπτώματα παρέμειναν και επιδεινώθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Παρατηρήθηκε δε ότι αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης του συνδρόμου είχαν οι γυναίκες με υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος, ιστορικό καπνίσματος και προεκλαμψία.
«Ενώ τα αρχικά συμπτώματα είναι ο ήπιος πόνος και το μούδιασμα -που έχουν επιπτώσεις στην καθημερινότητα αφού η ασθενής αδυνατεί να συγκρατήσει αντικείμενα και να εκτελέσει λεπτές εργασίες, όπως να κουμπώσει κουμπιά- με την πάροδο του χρόνου χάνεται η αισθητικότητα στα δάκτυλα. Είναι δε ενδεχόμενο να ατροφήσει ο μυς του αντίχειρα.
Στις γυναίκες που τα συμπτώματα δεν υποχωρούν και επιδεινώνονται σταδιακά το πιθανότερο είναι ότι θα χρειαστεί να υποβληθούν σε χειρουργική αποσυμπίεση του μέσου νεύρου, αφού η συντηρητική θεραπεία είναι ανεπαρκής. Και αυτό διότι στοχεύει στην ανακούφιση του πόνου και του μουδιάσματος, χωρίς να διορθώνει το ανατομικό πρόβλημα.
Στις μέρες μας η επέμβαση αυτή γίνεται ενδοσκοπικά, με τη βοήθεια μιας κάμερας. Η μέθοδος υπερτερεί της ανοιχτής χειρουργικής προσέγγισης, καθώς η τελευταία ενέχει τον κίνδυνο αιμορραγίας, επιπλοκών, υπετροφικών ουλών, και άλλων προβλημάτων. Αντιθέτως, η ενδοσκοπική διάνοιξη του καρπιαίου σωλήνα εκτελείται μέσω μιας τομής 1 εκατοστού. Η χρήση των πλέον εξελιγμένων συστημάτων ενδοσκοπικής αποκατάστασης προστατεύει από τραυματισμό του μέσου νεύρου, μειώνει τον χειρουργικό χρόνο, τον χρόνο ανάρρωσης και επιστροφής στις καθημερινές δραστηριότητες. Η ταχύτητα αποκατάστασης όμως εξαρτάται και από το διάστημα που πιεζόταν το νεύρο – όσο μεγαλύτερη η αναμονή μέχρι το χειρουργείο τόσο μεγαλύτερη και περίοδος αποθεραπείας», καταλήγει ο Δρ. Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος.