Αύξηση 11,8% κατέγραψαν οι τιμές των ακινήτων στο δ’ τρίμηνο του 2023, ενώ για το σύνολο του έτους οι τιμές σημείωσαν άνοδο της τάξεως του 13,4%, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Όπως μεταδίδει το capital.gr, με βάση την παλαιότητα ακινήτου, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των νέων διαμερισμάτων διαμορφώθηκε στο 11,0% και των παλαιών στο 12,4%. Με βάση τη γεωγραφική θέση, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων διαμορφώθηκε σε 10,8% στην Αθήνα, 14,6% στη Θεσσαλονίκη, 13,9% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 11,2% στις λοιπές περιοχές της χώρας. Για το 2023 οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,4%, έναντι αύξησης 11,9% το 2022.
Ράλι τιμών στο δ’ τρίμηνο
Η αύξηση των τιμών το δ’ τρίμηνο του 2023 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022 ήταν 11,0% για τα νέα διαμερίσματα, δηλαδή ηλικίας έως 5 ετών, και 12,4% για τα παλαιά, δηλαδή ηλικίας άνω των 5 ετών. Για το 2023 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών για τα νέα διαμερίσματα ήταν 12,4%, έναντι ρυθμού αύξησης 12,5% το 2022, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης για τα παλαιά διαμερίσματα ήταν 14,2% το 2023, έναντι αύξησης 11,6% το 2022.
Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει ότι η αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων το δ’ τρίμηνο του 2023 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022 ήταν 10,8% στην Αθήνα, 14,6% στη Θεσσαλονίκη, 13,9% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 11,2% στις λοιπές περιοχές της χώρας. Για το σύνολο του 2023 η αύξηση των τιμών στις ίδιες περιοχές σε σχέση με το 2022 ήταν 13,7%, 16,2%, 14,5% και 10,8%, αντίστοιχα. Τέλος, για το σύνολο των αστικών περιοχών της χώρας, το δ’ τρίμηνο του 2023 οι τιμές των διαμερισμάτων ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 12,1% σε σύγκριση με το δ’ τρίμηνο του 2022, ενώ για το 2023 η μέση ετήσια αύξηση διαμορφώθηκε στο 13,9%.
Λείπουν 212.000 κατοικίες από την αγορά
Η αλματώδης αύξηση των τιμών οφείλεται και στο σημαντικό έλλειμμα σπιτιών που καταγράφεται στη χώρα μας. Όπως προκύπτει από την οικονομική ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς με τίτλο “Ελληνική αγορά ακινήτων: Βαθιές και δομικές ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης”, 212.000 κατοικίες λείπουν από την αγορά, με αποτέλεσμα η σημαντικότερη πρόκληση στην αγορά ακινήτων να είναι η εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης, όταν την ίδια στιγμή όλοι “αναζητούν” το χρονικό σημείο όπου οι τιμές θα σταθεροποιηθούν και ενδεχομένως θα ακολουθήσουν μια μικρή διόρθωση.
Σύμφωνα με την οικονομική ανάλυση της τράπεζας, συσσωρευτικά από το 2016 έως το 2022 ο ρυθμός αύξησης των τιμών οικιστικών ακινήτων έχει αυξηθεί κατά 14% περισσότερο σε σχέση με τον ρυθμό αύξησης ο οποίος θα δικαιολογούνταν βάσει της εξέλιξης των θεμελιωδών μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας. Η αναζήτηση των παραγόντων που έχουν οδηγήσει σε αυτήν τη σημαντική απόκλιση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία τα χρόνια της κρίσης και της ύφεσης έχουν δημιουργήσει μια σημαντική ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης οικιστικών ακινήτων, η οποία δυστυχώς θα είναι δύσκολο να γεφυρωθεί σε βραχυχρόνιο ορίζοντα.
Παίρνοντας τα δεδομένα από την αρχή, βλέπουμε ότι η κατακόρυφη πτώση των τιμών ακινήτων αντανακλά πλήρως τόσο τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης των ελληνικών νοικοκυριών όσο και την απότομη και αντικυκλική αύξηση της φορολογίας των ακινήτων (δηλαδή την αύξηση της φορολογίας σε μια περίοδο πτώσης των τιμών και των αγοραπωλησιών). Αποτέλεσμα αυτών είναι ο τομέας των ακινήτων, από κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας, να μεταβληθεί σε ανασταλτικό παράγοντα οικονομικής δραστηριότητας και στη συνέχεια να περάσει στην πλήρη αφάνεια και ασημαντότητα. Ωστόσο οι δυνάμεις της αγοράς παραμένουν σε λειτουργία και η ανάκαμψη των τιμών, παράλληλα με τη βελτίωση των συνθηκών ζήτησης και την άρση των χρηματοδοτικών περιορισμών, έχουν οδηγήσει τόσο σε αύξηση των οικοδομικών αδειών όσο και στην αύξηση των νέων επενδύσεων αυτών καθαυτές.
Πώς, όμως, ποσοτικοποιείται η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης; Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μελέτης, η κατασκευαστική δραστηριότητα έφτασε στο απόγειό της το 2005 με την έκδοση 66.000 οικοδομικών αδειών, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε 195.000 κατοικίες. Έκτοτε η πτώση ήταν συνεχής, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα κατασκευαστικής δραστηριότητας την περίοδο 2012 και ύστερα, με ετήσια έκδοση αδειών που αντιστοιχεί σε 16.000 κατοικίες κατ’ έτος. Συνακόλουθα, μεταξύ της απογραφής 2001 και 2011 καταγράφεται αύξηση του αριθμού των κατοικιών κατά 917.000, ενώ την επόμενη δεκαετία, 2012-2022, υπολογίζουμε ότι προστέθηκαν μόνο 155.000. Ταυτόχρονα, από την πλευρά της ζήτησης, την περίοδο 2001-2011 καταγράφεται αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών κατά 582.000, ενώ από το 2012 έως το 2022 υπολογίζουμε τη δημιουργία μόνο 197.000 νοικοκυριών. Επιπρόσθετα, όμως, ένα νέο χαρακτηριστικό που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια είναι η αύξηση της ζήτησης κατοικιών λόγω βραχυχρόνιας μίσθωσης. Η ζήτηση αυτή, η οποία δρα προσθετικά στη ζήτηση για στέγαση στα εγχώρια νοικοκυριά, ανέρχεται πλέον σε 170.000 κατοικίες.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η ανισορροπία που εντοπίζει η μελέτη δεν είναι παρά προϊόν της απόστασης ανάμεσα στις 155.000 νέες κατοικίες που υπολογίζουμε ότι κατασκευάστηκαν τα τελευταία 10 χρόνια από τη μια και της συνολικής ζήτησης για 367.000 νέες κατοικίες από την άλλη (197.000 νέα νοικοκυριά συν 170.000 βραχυχρόνιες μισθώσεις). Αυτό, λοιπόν, το έλλειμα προσφοράς έναντι ζήτησης κατά περίπου 212.000 κατοικίες είναι που έχει δημιουργήσει μια συσσωρευτική αποτίμηση των τιμών κατοικιών 14% πέρα και πάνω από την αύξηση που δικαιολογεί το επίπεδο ανάπτυξης των εισοδημάτων. Δεδομένου δε του μεγέθους του χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, οι ρυθμοί αύξησης των τιμών των κατοικιών αναμένεται να μετριασθούν, αλλά όχι να περάσουν σε αρνητικό πρόσημο.
Συνέπεια όλων αυτών είναι η αγορά ακινήτων να βρίσκεται στο σημείο του οικονομικού κύκλου όπου οι δυνητικοί αγοραστές είναι ακόμη διατεθειμένοι να αποδεχθούν τις ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις των πωλητών, αλλά με εμφανή σημάδια κόπωσης, προετοιμάζοντάς μας για την είσοδο στην επόμενη φάση του κύκλου, όπου υψηλότερες τιμές θα συνοδεύονται από πτώση των συναλλαγών/αγοροπωλησιών.