Σάββατο, 19 Οκτωβρίου, 2024

Συνέντευξη: Δημ. Θεοδωρόπουλος «Ο κινηματογράφος είναι η τέχνη του χρόνου»

Πώς δίνεις εικόνα και ήχο στον χρόνο, τη φθορά και τη µνήµη; Πώς αποτυπώνεις κοινωνικές “πληγές” του σύγχρονου κόσµου και πως συνοµιλείς -χωρίς λέξεις- µε άλλα έργα και δηµιουργούς που “σφράγισαν” την εξέλιξη της τέχνης σου;

 

Αυτά τα ερωτήµατα µοιάζει να κυριαρχούν στην ταινία “Sinfonietta-πόλης, συνοµιλία µε τον Dziga Vertov” του ∆ηµήτρη Θεοδωρόπουλου, που θα προβληθεί την ερχόµενη Τρίτη 22 Οκτωβρίου στο Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Χανίων.

Μία ταινία όπου πρωταγωνιστούν η εικόνα και η µουσική, κλείνοντας συγχρόνως το µάτι στον εµβληµατικό σοβιετικό κινηµατογραφιστή Dziga Vertov.

Ενόψει της προβολής, οι “διαδροµές” µίλησαν µε τον σκηνοθέτη της ταινίας, καταξιωµένο διευθυντή φωτογραφίας, GSC και καθηγητή στο Τµήµα Κινηµατογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, ∆ηµήτρη Θεοδωρόπουλο, για την ιδέα πίσω από την ταινία, αλλά και το χθες και το σήµερα της τέχνης που αγαπά.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας;

Tο κόνσεπτ έχει να κάνει µε µια συνοµιλία µε τον περίφηµο Dziga Vertov, ο οποίος το 1929 γύρισε την ταινία “Ο άνθρωπος µε την κινηµατογραφική µηχανή”, όπου πρωταγωνιστούσε ένας κάµεραµαν, ο αδελφός του Μιχαήλ Κάουφµαν. Η ταινία αυτή ήταν επαναστατική για την εποχή της στο επίπεδο της ανάπτυξης της αφήγησης και του τρόπου που µονταρίστηκε το υλικό. Η κεντρική ιδέα ήταν η ιστορία µίας πόλης από το ξηµέρωµα µέχρι τη βαθιά νύχτα. Η πόλη αυτή στην πραγµατικότητα ήταν ένα µοντάζ από γυρίσµατα που είχαν γίνει σε 6-7 πόλεις, µεταξύ των οποίων η Οδησσός, Αγία Πετρούπολη κ.ά. Ωστόσο, η µαγεία του κινηµατογράφου έδινε στον θεατή την αίσθηση να πιστέψει ότι αυτό ήταν σε µία πόλη, µία πόλη που δεν υπάρχει.

Η ιδέα λοιπόν ξεκίνησε από εκεί αλλά και σε ένα άλλο επίπεδο: η ταινία του Dziga Vertov γυρίστηκε την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Μία εποχή όπου υπήρχε ανάπτυξη της τεχνολογίας, υπήρχε η πίστη ότι ο άνθρωπος έχει προοδεύσει, εδραιώνονταν ο σοσιαλισµός στη Σοβιετική Ένωση και επικρατούσε η αίσθηση ότι όλο το µέλλον είναι µπροστά µας. Εγώ, λοιπόν, κλείνοντας το µάτι σε αυτό, θέτω το ερώτηµα: Πόσο καλά τα καταφέραµε άραγε 100 χρόνια µετά; Μάλλον όχι και τόσο.

 

Στην ταινία δεν υπάρχει ο λόγος, δεν υπάρχει η κλασική αφήγηση…

Αυτό δεν είναι πρωτότυπο. Και σε αυτό το σηµείο βασίστηκα πάνω στην ταινία του Vertov. Το 1929 όταν παρουσιάστηκε η ταινία του ο κινηµατογράφος είχε περάσει στην περίοδο του οµιλούντα. Όµως η συγκεκριµένη ταινία κρατάει τη “γλώσσα” του βωβού κινηµατογράφου καταργώντας, ωστόσο, τους ένθετους τίτλους. Η ταινία του Dziga Vertov συνοδεύονταν κι από ένα µανιφέστο που έλεγε ότι δεν χρειάζονται λόγος και υπότιτλοι κι ότι όλα µπορούν να ειπωθούν µε την εικόνα και µε τον ρυθµό που θα επιβάλεις. Αυτό έκανα κι εγώ. Αυτό βέβαια έχει γίνει ξανά, όπως από τον Godfrey Reggio στην ταινία “Κογιανισκάτσι”. Το ενδιαφέρον µε αυτό τον τρόπο, δηλαδή χωρίς τη χρήση υποτίτλων, είναι ότι η ταινία µπορεί να µιλήσει οπουδήποτε, σε οποιαδήποτε γλώσσα και αντίληψη.

 

Η µουσική βέβαια στην ταινία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο δίπλα στην εικόνα και το εικαστικό κοµµάτι…

Σκεφτείτε ως προς αυτό ότι µέσα από την ταινία “Κογιανισκάτσι”, που σας ανέφερα νωρίτερα, έγινε γνωστός ο Φίλιπ Γκλας που έγραψε τη µουσική. Μιλάµε για έναν οπερατικό κινηµατογράφο µε στοιχεία ντοκιµαντέρ. Προσωπικά, µε πολύ πιο ταπεινό τρόπο ασφαλώς, γιατί δεν µπορώ να αγγίξω αυτούς τους γίγαντες του κινηµατογράφου, δούλεψα σε αυτό το µοτίβο. Εννοώ στο χτίσιµο της ηχητικής µπάντας η οποία περιλαµβάνει απόλυτα ρεαλιστικά στοιχεία τα οποία έχουν υποστεί µια δηµιουργική επεξεργασία. Πρόκειται για µια µοντερνιστική τεχνική στο µοντάζ που είχε υιοθετήσει και µια άλλη ταινία στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, το “Easy Rider” του Ντένις Χόπερ. Εποµένως, η ταινία δεν είναι µόνο µια συνοµιλία µε τον Vertov αλλά και µε άλλες ταινίες και δηµιουργούς που έχουν µεσολαβήσει στη “γλώσσα” του κινηµατογράφου από τότε µέχρι σήµερα.

 

Το κοµµάτι της µνήµης και της φθοράς που θίγεται στην ταινία, τι σηµαίνει για εσάς;

Ο κινηµατογράφος είναι καθαρά η τέχνη του χρόνου. Καταγράφεις τον χρόνο. Ωστόσο, αυτό είναι δύσκολο και είναι  λίγοι οι δηµιουργοί που πέτυχαν να κινηµατογραφήσουν πρωτότυπα τον χρόνο. Ένας από αυτούς για παράδειγµα είναι ο Hsiao-Hsien Hou που έκανε την ταινία “Millennium Mambo” το 2000. Πιστεύω ότι ο κινηµατογράφος έχει να κάνει ακριβώς µε το πως µανιπουλάρεις τον χρόνο.

 

Πρωτοτυπία υπάρχει πια στον κινηµατογράφο; Μπορούµε να µιλήσουµε για καινούρια πράγµατα ή κάθε φορά επανεφευρίσκουµε ό,τι ήδη έχει γίνει;

Η πιο πρωτότυπη περίοδος του κινηµατογράφου ήταν η νιότη του, δηλαδή µεταξύ των δεκαετιών ΄20 και ΄30. Εκεί βρέθηκαν όλες οι τεχνικές τις οποίες υιοθετούµε και τα τρικ που συνεχίζουµε να αντιγράφουµε, έστω κι αν σήµερα µε την ψηφιακή τεχνολογία αυτό γίνεται µε πολύ πιο “βατό” ο τρόπος. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, είναι ελάχιστοι οι δηµιουργοί που πρωτοτύπησαν στην ιστορία του κινηµατογράφου, όπως για παράδειγµα οι  Dziga Vertov, Γκοντάρ και Όρσον Ουέλς, και πάντα σε αυτούς επιστρέφουµε.

 

Ζούµε σε µια εποχή που η εικόνα είναι πολύ ισχυρή. Είµαστε ως κοινωνία να κατανοήσουµε τις εικόνες που µας κατακλύζουν;

Πρόσφατα είχα πάει σε µια µεγάλη εκδήλωση µε φωτογραφίες από όλο τον κόσµο. Οι περισσότερες εικόνες ήταν ασήµαντες. Όλες είχαν µια κατασκευαστική αρτιότητα αλλά δεν υπήρχε αισθητική και κυρίως σκέψη. Εποµένως, υπάρχει ένας καταιγισµός από εικόνες αλλά δεν υπάρχει ουσία. Αυτό δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται παιδεία, ταλέντο και εµβάθυνση στο αντικείµενο. Κάποιος µπορεί βέβαια να µην έχει την παιδεία, αλλά να έχει το ένστικτο το οποίο να έχει καλλιεργηθεί σε τέτοιο βαθµό που να µπορεί να ξεπεράσει την έλλειψη παιδείας.

 

Ο ελληνικός κινηµατογράφος έχει κάνει βήµατα τα τελευταία χρόνια;

Ήδη µετά τον πόλεµο ξεκίνησε να λάµπει ο ελληνικός κινηµατογράφος. Τη δεκαετία του ΄50 είχαµε τους Κακογιάννη, Κούνδουρο, Βασίλη Γεωργιάδη, Αλέκο Σακελλάριο κ.ά. Ο Κακογιάννης από µέσα σε µια δεκαετία από το 1954 έως το ΄64, όπου έφτασε έως τα Όσκαρ, είχε κάνει ήδη ένα έργο που είχε αναγνωριστεί οικουµενικά. Ακολούθησαν στη συνέχεια ο Ροβήρος Μανθούλης και άλλα πρόσωπα που δυστυχώς τα κατάπιε το φάσµα της δικτατορίας. Τη δεκαετία του ΄70 έχουµε τον Αγγελόπουλο, τον Παναγιωτόπουλο κ.ά. για να φτάσουµε σήµερα στον Λάνθιµο, που είναι σίγουρα ο πιο καταξιωµένος Έλληνας δηµιουργός. Βέβαια, πριν από τον Λάνθιµο, οικουµενικής αποδοχής ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αλλά και πριν από όλους ο Κακογιάννης.

 

Ανησυχείτε για το µέλλον του κινηµατογράφου από την ανάπτυξη της τεχνητής νοηµοσύνης;

Θα πρέπει καταρχάς να ξεκαθαρίσουµε για ποιο κινηµατογράφο µιλάµε. Μιλάµε για το Χόλιγουντ ή για τα χειροποίητα παιχνιδίσµατα που κάνω εγώ; Μήπως µιλάµε για τον Λάνθιµο που µπορεί να κάνει χειροποίητο κινηµατογράφο αλλά µπορεί να δουλέψει και µε τους κανόνες του Χόλιγουντ; Όταν µιλάµε λοιπόν για υπερµηχανισµούς όπως του Χόλιγουντ, διαθέτουν δικλίδες ασφαλείας. Υπάρχουν σωµατεία, υπάρχει ένα προϊόν που το περιφρουρούν όσο πιο καλά γίνεται κ.λπ. Από εκεί και πέρα, για εµάς που ασχολούµαστε µε τον κινηµατογράφο µε πολύ µεράκι κι ενίοτε και δηµιουργική διάθεση, µπορεί να πάρει κανείς το καλύτερο. Μπορεί δηλαδή η νέα τεχνολογία να βοηθήσει την ποιότητα του ήχου; Μπορεί να βοηθήσει την ποιότητα της εικόνας; Θεωρώ πως οτιδήποτε έχει να κάνει µε την πρωτότυπη δηµιουργία και βασίζεται σε συναρπαστικές ιδέες θα έχει πάντα ενδιαφέρον. Αν αυτές οι συναρπαστικές ιδέες έχουν και λίγη ψηφιακή υποβοήθηση αυτό δεν είναι κακό.

 

Κλείνοντας θα ήθελα και µία κουβέντα για το Φεστιβάλ των Χανίων; Ποια είναι η συνεισφορά τέτοιων διοργανώσεων;

Είµαι πολύ χαρούµενος και περήφανος που συµµετέχω σε αυτό. Τα Χανιά είναι η οµορφότερη πόλη της Ελλάδας και το Φεστιβάλ ξεχωρίζει από τα άλλα για τις επιµορφωτικές δράσεις και τα εκπαιδευτικά προγράµµατα που αναπτύσσει όλο τον χρόνο αλλά και τη διασύνδεσή του µε πανεπιστηµιακά ιδρύµατα. Επίσης, όλα αυτά τα χρόνια έχουν φιλοξενηθεί στο Φεστιβάλ µεγάλες προσωπικότητες, για παράδειγµα πέρυσι ήταν ο Γαβράς, ενώ έχει θεσµοθετήσει το βραβείο Γουόλτερ Λάσαλι, ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που αναµόρφωσε την εικόνα του κινηµατογράφου στην Ελλάδα και κέρδισε το τελευταίο ασπρόµαυρο Όσκαρ, µε τον Ζορµπά του Κακογιάννη. Με άλλα λόγια, θεωρώ ότι το Φεστιβάλ αυτό δεν περιαυτολογεί, αλλά προσεγγίζει τον κινηµατογράφο µε µια ευρύτερη µατιά όπως και την πολιτιστική µας κληρονοµιά. Κι αυτό είναι σηµαντικό και αξιέπαινο.

 

Η προβολή

 

Η ταινία “Sinfonietta-πόλης, συνοµιλία µε τον Dziga Vertov” θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Χανίων την Τρίτη 22 Οκτωβρίου στις 22:00 στο Πνευµατικό Κέντρο Χανίων.

Σκηνοθεσία: ∆ηµήτρης Θεοδωρόπουλος GSC

Σενάριο: ∆ηµήτρης Θεοδωρόπουλος GSC

∆ιεύθυνση Φωτογραφίας: ∆ηµήτρης Θεοδωρόπουλος GSC

Μοντάζ: Χρόνης Θεοχάρης

Μουσική: Αριστοµένης Θεοδωρόπουλος

Παραγωγή: Ιωάννα Σουλτάνη, SOUL PRODUCTIONS, AUTHORWAVE, CYANEA (µε την υποστήριξη των Ελληνικό Κέντρο Κινηµατογράφου Επιτροπή Έρευνας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης)

Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα

∆ιάρκεια: 80 min

Έτος Παραγωγής: 2023

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα