Όταν τ’ αστέρια πέφτουνε τη νύχτα με μαγεύουν
και νοιώθω μες στα στήθια μου δέος γλυκό, ιερό
και τ’ αργαστήρι του θεού ορθάνοιχτα γυρεύουν
να δουν τα μάτια της ψυχής, σ’ αστέρι λαμπερό.
Κι όταν θωρώ τη θάλασσα ν’ απλώνεται μπροστά μου
πάλι τα μάτια της ψυχής τα βύθια της τηρούν,
να δούνε τ’ αργαστήρι του και νοιώθω την καρδιά μου
να τρέμει και τους χτύπους της άρρυθμα να χτυπούν.
Κι όταν ακούω το θρόισμα τ’ αγέρα ολόγυρά μου
και την ουράνια μουσική απ’ τις στάλες της βροχής
λέω τ’ αργαστήρι του θεού πως βρίσκεται κοντά μου
και πάλι ψάχνουν να το δουν τα μάτια της ψυχής.
Πολλές φορές με τα φτερά της σκέψης μου πετάω
να το βρω τ’ αργαστήρι του μες του ουρανού τα βύθια
μα δεν το βρίσκω κι άπραγος στη γη ξαναγυρνάω
και μια φωνή μου λέει γλυκιά, κρυφή μέσα απ’ τα στήθια:
«Σ’ ότι θωρείς κι όπου ακουμπάς εκεί ‘ναι τ’ αργαστήρι
του πλαστουργού σου άνθρωπε όμως για να το δεις
πρέπει ν’ ανοίξεις το κλειστό της πίστης το παραθύρι
και θα το δουν ξεκάθαρα τα μάτια της ψυχής».