«Δεν μου πηγαίνει εμένα να κάθουμαι στην πολιτεία, να λέγω αδιαφόρετες κουβέντες με τον ένα και με τον άλλο χασομέρη. Σε ευχαριστώ Θεέ μου, που μ’ αξίωσες να ξαναχωθώ μέσα στη φωλιά μου, μέσα στο ζεστό καβούκι μου.
Γεια σας, μωρέ αγριόδεντρα, μαμούνια, καβούρια, γεια σου, αγέρα μπουρινιασμένε, κι έρμη μαυροβροχιά! Το νησί μου είναι χαμένο μέσα στο πέλαγο, λες και ταξιδεύει, σαν καράβι πο ’χει κόψει τις καδένες του και ξουριάζει στ’ ανοιχτά.
Τράβα μακριά απ’ τη στεριά, αλαργάρισε όσο μπορείς απ’ τους μυρμηγκοφάγους, κι από τις μυρμηγκοφωλιές, να μερέψει η καρδιά μου, να γαληνέψει ο νους μου.
Ξυπνώ πάντα την αυγή. Τρουπώνω μέσα στο ρουμάνι, ρουθουνίζω σαν αγρίμι στον ογρόν αγέρα. Είμαι μουσκεμένος ίσα με τα γόνατα από τ’ ανεδωμένα χορτάρια, μα τα ποδάρια μου όμως είναι ζεστά μέσα στ’ ακατέλυτα ποδήματά μου, π’ αχνίζουνε.
Δεν έχω ντέρτια, δεν έχω βάσανα, μηδέ παρεξηγήσεις. Μέσα μου έχω ένα πέλαγο από κέφι κι από ξενοιασιά. Μπορώ μάλιστα να δανείσω ευτυχία σ’ ούλους τους μαραζωμένους άρχοντες, που τους σεργιανάνε στις μεγάλες άμαξες, στις πολιτείες…
Παρακαλώ τον Θεό, όποτε πεθάνω, να μ’ αφήσει να πλανιέμαι απάνου σε τούτα τ’ αγαπημένα χώματα, στους αιώνες των αιώνων, μια που ξέρω πως είμαι άξιος για τον παράδεισο.
Μα κείνος, γνωρίζει καλύτερα. Δεν θα βαρεθώ ποτές, ίσαμε τη συντέλεια του κόσμου, να κάθουμαι στο καλύβι μου· τα μάτια μου δεν θα κουραστούνε.
Τ’ ανεμοβρόχι με θρέφει· η καρδιά μου είναι γερή σα βράχος, σα σιδερόπορτα. Ούλη η πλάση είναι δική μου, ο ήλιος, τ’ άστρα και το φεγγάρι γυρνάνε μόνο για μένα».
Υ.Γ.: Είναι απόσπασμα, του αγαπημένου μου Φώτη Κόντογλου…, από το βιβλίο του “Το Αϊβαλί η πατρίδα μου” περίφημος συγγραφέας, αγιογράφος, θαλασσογράφος, θερμός Χριστιανός και λάτρης του παραδοσιακού και αυθεντικού βίου, αυθόρμητος και ευγνώμων στον Υψιστο, για τις ανόθευτες χαρές της Ζωής, ο, ο ευαίσθητος Μικρασιάτης, παραχωρεί μικρή τρυφερή “σπουδή” για το πού, μπορεί ν’ αναζητηθεί η ευτυχία!!