ΣΤΙΣ δεκαετίες του ’40, ’50, ’60 και ’70 του περασμένου αιώνα, σε μια σκοτεινή μεταπολεμική Ελλάδα, το ψωμί δεν ήταν για όλους αυτονόητο· ούτε τα μεροκάματα ήταν εύκολα. Κι εμείς, η πρώτη μετεμφυλιακή γενιά, μαθητές ή φοιτητές, αγωνιζόμασταν για “Ψωμί, Δημοκρατία, Ελευθερία” μεταλαμπαδεύοντας τους αγώνες μας στις επόμενες γενιές. Η ποίηση και τα τραγούδια μας εξυμνούσαν το “ακριβό” ψωμί.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ, οι εργασίες για το ψωμί συμπυκνώνονται στη θαυμάσια πραγματεία που είχε παρουσιάσει στα “Χ.ν.”(1), ο σπουδαίος δάσκαλος Δημήτρης Κ. Σειραδάκης: «Το ψωμί είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς και κοπιαστικής προσπάθειας που αρχίζει από τη σπορά του σιταριού στο χωράφι, προχωρεί στο θέρισμα, το αλώνισμα, το λίχνισμα και το άλεσμά του και καταλήγει στο αποκορύφωμα όλης αυτής της διαδικασίας που είναι το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού στο φούρνο».
ΑΛΗΘΕΙΑ! Τι μόχθο και “πόσους καημούς” να κρύβουν τα κουβούκλια των παλιών ξυλόφουρνων των μακεδονίτικων, ηπειρώτικων ή κρητικών χωριών; Ξαναθωρώ την, πάντα μαυροφορεμένη μάνα μου είτε να αλέθει στις μυλόπετρες το στάρι, εικόνα που έζησα και στην Κρήτη (2), είτε να ζυμώνει επίμονα στην ξύλινη σκάφη το ολόφρεσκο αλεύρι που φέρναμε με την αδελφή μου απ’ το νερόμυλο του γειτονικού χωριού… Έπειτα, άναβε το φούρνο με “τσαλία” (ξερόκλαδα), έβαζει κάτι “χοντροκούτσουρα”, τριπλοσταύρωνε το ζυμάρι και γέμιζε μ’ αυτό τις μαύρες λαμαρινένιες “φόρμες”. Τις τοποθετούσε μετά, με ένα πλατύ ξύλινο φτυάρι, πάνω στα πυρωμένα κάρβουνα του φούρνου… Η μεθυστική μυρωδιά από τα ψημένα ψωμιά της μας ξεσήκωνε, όπου κι αν βρισκόμασταν. Αισθανόμουν ευτυχισμένος, όταν με τα μαυρισμένα χέρια της έκοβε στα τέσσερα ένα κομμάτι ψωμί και μας το μοίραζε. Το πασπάλιζε με λίγο λάδι ή άλλοτε με νερό, ζάχαρη ή αλάτι, όταν δεν είχαμε λάδι. Τότε η ζωή, όπως λέει κάπου ο Τάσος Λειβαδίτης, ήταν “λίγο ψωμί, ένα ενθύμημα…”, δροσερό νερό στη στάμνα και μια απέραντη αγάπη για τον κόσμο! Κάναμε μπόλικα όνειρα κι ας ήτανε γύρω μας “βασίλισσα” η μιζέρια. Κι ας ήταν η ζωή μας μια χαμοζωή…
…Ο ΦΕΤΙΝΟΣ ΙΟΥΝΗΣ που τελειώνει, πιο παλιά ήταν “γιορτή”: η γιορτή του θέρους, του ιδρώτα, του θερινού ύπνου στις θημωνιές, του αλωνίσματος, του φρέσκου ψωμιού της χρονιάς. Οι κόποι και τα βάσανα του σταριού τέλειωναν με την πρώτη μπουκιά κι ένα “δόξα τω Θεώ”. Το ψωμί είχε μια “γλύκα”, γιατί το δουλεύαμε σκληρά σε όλα τα στάδιά του, κι ας ήταν άγονοι οι τόποι μας.
ΤΗ ΣΚΛΗΡΑΔΑ των κακοτρόχαλων χωραφιών με τα σπαρτά και τον άφθονο ιδρώτα, ώσπου να δούμε το καρβέλι “πάνω στο τραπέζι”, την περιγράφει -για την Κρήτη, μα όμοια παντού- ο σπουδαίος Ηρακλειώτης ποιητής και πεζογράφος Κωστής Φραγκούλης (1905-2005), στη συλλογή διηγημάτων του “Οργισμένα στάχυα” (1999). Ο άνισος αγώνας μιας όμορφης χήρας, της Περσεφόνης (Ζαρίφαινας), να θερίσει ένα κομμάτι γης πεταμένου στην “άγρια ριζοβουνιά” του Ψηλορείτη, όχι σαν χρέος προς τον “άρτον ημών…”, μα σαν “χρέος” στο μακαρίτη άντρα της και το μικρό της γιο, περιγράφεται καθηλωτικά, σχεδόν με “παπαδιαμάντειο” τρόπο:
“… Βουνά και λαγκάδια ήταν τριγύρω, βραχότοποι, βαθειά συλλάγκαδα με κλαδιά και μια λουρίδα, μια χούφτα χώμα σα να την πέταξε λες ο Θεός ανάμεσα στα χαράκια, ξεχερσωμένη γης, δική της και τίποτε άλλο. Πουλί πετάμενο που λέει ο λόγος κι ανθρώπου λαλιά δεν ακουγότανε κει πάνω. Κι απόμερος ο τόπος – κρυφός που και να φωνάξεις και μπαλωτιά να παίξεις μηδ’ ο Θεός δε σ’ ακούει… Βάραινε λοιπόν στην ψυχή της η ερημιά σαν την αρφανιά της. Τι να κάνει όμως, που το χρειαζόταν το σπαρμένο κι ας ήταν κοντό, μιαν απιθαμή όλη κι όλη και δεν το ‘πιανε καλά – καλά το δρεπάνι. Το πιο πολύ τό ‘βγάζε ξερριζωτό με το χέρι της. Έπρεπε όμως να ζήσει το παιδί που της αφήκε ο μακαρίτης, κι ίδια, κι άλλο δεν είχε να θερίσει. Ψηνόταν λοιπόν στον καψερό ήλιο, πονούσαν τα μάτια στο πολύ φως, η μέση να σκύβει και τα χέρια να το μαζώνει. Κι έτρεμε κι η ψυχή της από πάνω καθώς την πλάκωνε η αμοναξιά κι η γεμάτη φοβέρα ερημιά. Ήταν ώρες που μέσα στην κούραση και στον ιδρώτα του θέρου βαρυγκομούσε για τον άντρα της γιατί να σπείρει τόσο μακρυνό χωράφι και δεν τ’ άφηνε χερσωμένο σαν και την επίλοιπη πλαγιά, νά ‘ναι βοσκότοπος για τα οζά και τ’ αγρίμια της οξοχής.”
… ΣΗΜΕΡΑ, με τον ανελέητο πόλεμο στην Ουκρανία, το ψωμί είναι στην επικαιρότητα. Ήδη το ακριβοπληρώνουμε, επειδή η Ρωσία, μη έχοντας καταφέρει να πραγματοποιήσει τους στόχους της, προσπαθεί, ως αντίποινα στις διεθνείς κυρώσεις εναντίον της, να προκαλέσει παγκόσμια “επισιτιστική κρίση”. Έτσι, σύμφωνα με το CNN.gr, (16/6/22) «Εκτιμάται ότι 20 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών έχουν παγιδευτεί στην Ουκρανία, τον πέμπτο μεγαλύτερο εξαγωγέα σιταριού στον κόσμο, από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στα τέλη Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα να υπάρχουν φόβοι λιμού σε ορισμένες χώρες». Οι εξαγωγές σιτηρών της Ουκρανίας έχουν σταματήσει, επειδή η Ρωσία έχει αποκλείσει τα λιμάνια της στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά η Μόσχα αποδίδει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην αποτυχία της Ουκρανίας να αποναρκοθετήσει τα λιμάνια της!
ΣΕ ΚΑΘΕ πόλεμο, τα δημητριακά έπαιζαν-και παίζουν- σημαντικό ρόλο. Από τον Πελοποννησιακό πόλεμο μέχρι την Ελληνική Επανάσταση κι απ’ τους δυο Παγκόσμιους Πολέμους μέχρι σήμερα, η σιτοδεία (στέρηση δημητριακών) αποτελεί ισχυρότατο όπλο καταναγκασμού του άλλου. Από την άλλη, σε απόλεμους καιρούς, το σιτάρι αποτελεί σύμβολο οικογενειακής γαλήνης και ειρήνης. Ταυτόχρονα, είναι ένα πολιτιστικό στοιχείο που διαπερνά όλες τις τέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι θρησκείες και γλώσσες εκθειάζουν “τον ευλογημένο καρπό” με διάσπαρτες αναφορές σ’ αυτό. Όσο για την καθημερινότητα των ανθρώπων είναι γεμάτη από σχετικές λέξεις: Από τους σιταρότοπους, τις σιταγορές, τα σιτάλευρα, τις σιταποθήκες, τους σταρέμπορους, τη σιτοκαλλιέργεια και τη σιτοπαραγωγή, μεχρι το σιτηρέσιο και το σιτιστή (στρατός), για να περάσουμε στη σταρένια επιδερμίδα, τη σιτάρκεια (επάρκεια σε σιτηρά) ή τη σιτοδεία, το (μόσχο) το σιτευτό, τον “άρτον ημών τον επιούσιον”, το “ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος…”, το “τούτο εστί το σώμα μου”. Μιλάμε για “γλυκό” ή “πικρό” ψωμί, δουλεύουμε για “ένα ξεροκόμματο”, τρώμε στην ξενιτιά “ψωμί ποτισμένο με δάκρυα”, ονομάζουμε “βρόμικο” (το άδικο) ψωμί, λέμε για “ψωμί κι αλάτι” (φιλία, γνωριμία). Πολλοί προβλέπουν ότι με τον ρωσοουκρανικό πόλεμο θα πούμε το “ψωμί ψωμάκι” (πείνα), ενώ άλλοι μιλούν ποιητικά για τον “άρτο των αγγέλων”.
ΤΟ ΨΩΜΙ είναι το “αίμα” της ειρήνης και της ελευθερίας. Και κάθε αγώνας που γίνεται γι’ αυτό είναι ιερός, αδιαπραγμάτευτος. Αναρωτιέται ο Albert Camus κι εμείς μαζί του: “Τι προτιμάς, άνθρωπε; Αυτόν που θέλει να σου στερήσει το ψωμί για χάρη της ελευθερίας ή εκείνον που θελει να σου αρπάξει την ελευθερία για να σου εξασφαλίσει το ψωμί;” (17-6-22)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Δημήτρης Κ. Σειραδάκης, “Το ψωμί της γιαγιάς”, Χ.ν. (30/3/18, 3/4/18, 5/4/18)
-(2) Στ.Γ.Κλώρης, “Η Άλλη Χώρα”, σελ. 25, Θερινό λιοστάσι, Χανιά, 2003 (απόσπασμα): “…Γυρίζει ο χερόμυλος/κι αλέθει το σιτάρι/οχτώ ζερβά, οχτώ δεξιά/ η νύχτα μη μας πάρει…”
* Πρώτος στίχος απ’ το δοξαστικό ποίημα για την ειρήνη (“Μεγαλυνάρι”) του Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991)