Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Τὰ βιβλία

Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὸν δικό του προσωπικὸ βοῦρκο μὲς στὸν ὁποῖο κολυμπάει κι ἐν τέλει βυθίζεται γιὰ πάντα. Τὴ διαφορὰ τὴν κάνουν οἱ ἐλάχιστοι ποὺ καταφέρνουν νὰ βγάλουν τὸ κεφαλάκι τους γιὰ λίγο ἔξ’ ἀπ’ αὐτὸν τὸν βοῦρκο καὶ ν’ ἀναπνεύσουν πρὶν βυθιστοῦν ξανά. Εἶν’ αὐτές οἱ μικρὲς στιγμὲς ἀνάσας ποὺ δικαιώνουν κάπως τ’ ἀνθρώπινο εἶδος.
William Birds – Μεσαιωνικός φιλόσοφος

O κύκλος ζωῆς τῶν πολλῶν ἐξαντλεῖται στὸν κορεσμὸ καὶ τὴν ἀναπαραγωγή. Γιαυτὸ κι οἱ ἀνθρωπομάζες δὲν διαφέρουν σὲ τίποτ’ ἀπ’ τὸ ζῶο ποὺ τὸ κατευθύνει μόνον τὸ ἔνστικτο. Φέρτε στὸν νοῦ τὸν μέσο ἄνθρωπο κι ἀμέσως θὰ διαπιστώσετε ὅτι ἡ καθημερινὴ διαδρομή του εἶν’ ἀπ’ τὸ ψυγεῖο στὸ καθιστικὸ κι ἀπὸ κεῖ στὸ κρεβάτι (μ’ ἕνα μικρὸ κι ἐνοχλητικὸ ξεστράτισμα γιὰ νὰ πάῃ στὴ δουλίτσα του). Μὴν σπεύδετε νὰ γελάσετε· μπορεῖ αὐτὴ ἡ διαδρομὴ νάναι καὶ δική σας! Οἱ πιθανότητες νὰ μὴν εἶναι μετριοῦνται στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ, γιατί σ’ ὅλους ἐσᾶς βαραίνει μέσα σας περσότερο ἡ μακροημέρευση κι ἡ καλοζωία παρὰ τὸ πλοῦτος τῆς συνειδησιακῆς ζωῆς τ’ ὁποῖο χλευάζετε ἢ γιὰ τὸ ὁποῖο ἀδιαφορεῖτε ἐπιδεικτικὰ καὶ γιαυτὸ προκλητικά. Ὡστόσο, τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πλοῦτος γιὰ τὸν καθένα καὶ πῶς τὸ ἐννοεῖ, ἀποτελεῖ θέμα μακρᾶς καὶ πολλὲς φορὲς ἀτελέσφορης συζήτησης ποὺ δὲν προτίθεμαι ἐδῶ νὰ κάνω γιατὶ ξέρω ὅτι θὰ χάσω τὰ λόγια μου μπροστὰ σ’ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ διάθεση καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα ἱκανότητα γιὰ νὰ ἐμβαθύνουν σὲ τέτοια δύσκολα ζητήματα. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει εἶναι νὰ περιγράψω τὶς σχετικὲς καταστάσεις, δηλαδὴ τὶς καταστάσεις ἐκεῖνες ὅπου ἀπουσιάζει τὸ εἰρημένο πλοῦτος. Ἡ παρακάτω ἱστορία γράφτηκε μόνον γιὰ ἐκείνους ποὺ (ἡ ἱστορία τούτη) μπορεῖ νὰ τοὺς θυμίσῃ κάτι ἢ νὰ τοὺς θυμίσῃ καὶ πολλὰ ἀπ’ τὴ δική τους ζωὴ ἢ ἀπ’ τὴ ζωὴ τῶν ὁμοίων τους. Σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι καὶ μόνον ἀπ’ αὐτοὺς περιμένω κατανόηση.

Λέν’ ὅτι ἀπὸ πολὺ παλιὰ ἕνας δαίμονας εἶχε ἁπλωθῆ σ’ ὅλο τὸ ἐπίνειο τῆς Ἀλχανίας κι εἶχε κυριεύσει τοὺς κατοίκους του σὰν ἐφιάλτης. Ἂν ρωτοῦσες τοὺς γηραιότερους θὰ σοῦ ἔλεγαν ὅτι ἀπὸ νέοι κιόλας θυμοῦνταν τὸν δαίμονα τῆς dolce far niente νὰ μὴν ἀφήνῃ τοὺς κατοίκους νὰ κάνουν τίποτα πέρ’ ἀπ’ τὴ φαγοπιοτούρα καὶ τὸ ἀριδοξάπλωμα κι ὅτι μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία τοποθετοῦσαν τομάρια ἀντὶ γιὰ καρέκλες μπροστὰ σὲ μακρόστενες χαμηλὲς τάβλες γεμάτες ψοφίμια προβάτων ἢ κριαριῶν κι ἐπιδινόντουσαν μ’ ὅλη τη δύναμη τῆς ψυχῆς τους σὲ γαστριμαργικὰ κατορθώματα, μέχρι ποὺ ἔσκαγε ὁ ἥλιος στὶς κορφὲς τῶν ἀπέναντι ἀπ’ τὴν Ἀλχανία ψηλῶν ὀρέων. Περιττὸ νὰ πῶ ὅτι μπροστὰ στὶς τάβλες γινόταν μάχη γιὰ τὸ ποιὸς θὰ προλάβῃ νὰ γραπώσῃ, σὰ λάμια, τὰ πιὸ πολλὰ κομμάτια ἀχνιστοῦ κρέατος.
Κάθε περιστατικὴ ἀφορμὴ γιὰ σύναξη καὶ κερνοβόλι δὲν ἄφηναν νὰ πάῃ χαμένη· καὶ τέτοιες ἀφορμὲς πάντα ὑπῆρχαν ἢ πάντα ἐπινοοῦνταν! Ἔτσι μία ὁλόκληρη κοινωνία κολυμποῦσε στὸ λίπος καὶ στὸ κρασὶ εὐτυχισμένη καὶ πάν’ ἀπ’ ὅλα περήφανη γιὰ τὰ κοιλιόδουλά της ἐπιτεύγματα· καὶ λέω περήφανη γιατί γιὰ τὸν κάτοικο τῆς Ἀλχανίας ὅποιος παρέμενε στὴ σύναξη μέχρι πρωίας κι ἔδινε τὸν καλύτερό του ἑαυτὸ καὶ τὸν γενικότερο τόνο περιδρομιάζοντας ἢ πίνοντας ἀκατάπαυτα χωρὶς νὰ χάσῃ τὸν κόσμο γύρω του, ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς ἄλλους παράδειγμα πρὸς μίμηση καὶ πρότυπο ὑπεροχῆς!

Ἐξυπακούεται ὅτι ὁτιδήποτε δὲν ξεκίναγε ἀπ’ τὴ χαρὰ τοῦ γλεντιοῦ καὶ τῆς τρυφηλῆς ζωῆς καὶ δὲν κατέληγε στὴν ἱκανοποίηση τ’ οὐρανίσκου καὶ τοῦ στομάχου ἦταν ἀντικείμενο βαθιᾶς περιφρόνησης γιὰ ὅλο τὸ ἐπίνειο. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ἐξηγεῖτο κι ἡ ἀπουσία ἀπ’ τὰ σπίτια ὄχι μόνον βιβλίων ἀλλὰ κι ὁποιουδήποτε ἁπλοῦ ἐντύπου ποὺ μετέφερε ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ ἐπουσιώδεις κι ἐπιφανειακὲς πληροφορίες. Τὰ σπίτια, λοιπὸν δὲν διέθεταν βιβλιοθῆκες ἢ ἔστω κάποια ὑποτυπώδη ράφια γιὰ τοποθέτηση ἔντυπου ὑλικοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀλχανίας ὄχι μόνο δὲν διάβαζαν ἀλλὰ δὲν εἶχαν γνωρίσει ποτὲ τὸ βιβλίο, δὲν ἤξεραν σὲ τί συνίσταται καὶ ποιὰ ἡ χρησιμότητά του. Δὲν χρειάζεται νὰ ἀναφέρω ὅτι οἱ καλὲς τέχνες, τὰ γράμματα, οἱ ἐπιστῆμες, μαζὶ κι ὅσοι ἀσχολοῦνταν μὲ αὐτά χλευαζόντουσαν ἀλύπητα. Κοινῶς, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀλχανίας θεωροῦσαν σ π α τ ά λ η ζ ω ῆ ς καὶ χ ά σ ι μ ο χ ρ ό ν ο υ τὴν ἐνασχόληση μὲ κ ά θ ε τ ι π ν ε υ μ α τ ι κ ό!

Ὄχι ὅμως κι ὁ κύριος Βελίνας, ἕνας εὐειδὴς ἄντρας κοντὰ στὸ μεσοστράτι τῆς ζωῆς, προερχόμενος ἀπὸ καλῆ γενιὰ κι ἀπὸ μία οἰκογένεια εὐκατάστατη κι ἐπιφανῆ. Ὅταν ἀνακοίνωσε ὅτι θὰ ἐγκατασταθῇ στὸ ἐπίνειο τῆς Ἀλχανίας ἐγκαταλείποντας τὴ χαώδη πολιτεία ὅπου ἐργαζόταν γιὰ χρόνια, προκλήθηκε ἔκπληξη καὶ ταραχὴ μεγάλη, ὅμοια μὲ σεισμό, στοὺς δικούς του ἀνθρώπους. Γιατί στὴν πραγματικότητα ὁ Βελίνας ἐγκατέλειπε μία σταδιοδρομία λαμπρὴ μὲ προοπτικὲς ὄχι μόνον κοινωνικὲς ἀλλὰ κι οἰκονομικές, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴ μεγάλη πιθανότητα ν’ ἀποκατασταθῇ. Κι ὅσο περσότερο φέρνανε ἀντιρρήσεις οἱ δικοί του ὄχι μόνον δὲν καταλαγίαζε μέσα του ἡ ἐπιθυμία γιὰ μία τέτοια ἀπόφαση ἀλλὰ φούντωνε ὅλο καὶ περσότερο ἡ φλόγα της.

Ἐπειδὴ οἱ προσδοκίες ποὺ ἔτρεφαν οἱ ἄλλοι γιαυτὸν ἦταν τόσο μεγάλες ποὺ εἶχαν μετατραπεῖ σὲ βάρος ἀβάσταχτο στοὺς ὤμους καὶ τὴν ψυχή του, ἡ ἀπόφασή του νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν πολιτεία ὄχι μόνο τὸν ἀπάλλαξε ἀπ’ αὐτὸ τὸ βάρος ἀλλὰ τὸν γλύτωσε κι ἀπ’ τὸν θάνατο. Ὁ Βελίνας εἶχε φτάσει στὰ ὅρια τῆς νευρικῆς κατάρρευσης γιατί οἱ προσδοκίες τῶν δικῶν του γιὰ τὸν ἴδιο δὲν ἦταν καὶ δικές του! Ποὺ θὰ πῇ ὅτι ὅλο τὸν καιρὸ ἔκανε τὰ χατίρια κι ἱκανοποιοῦσε τὶς ἐπιθυμίες μόνο τρίτων.

Ἡ δική του ἐπιθυμία ταυτιζόταν μὲ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ ἐκείνου ποὺ μὲ κάποιο τρόπο τίθεται σὲ πλάσματα, ὅπως ὁ Βελίνας, ἀπὸ μία Θεία Πρόνοια ἢ ἀπ’ τὴ φύση τὴν ἴδια. Ὁ σκοπὸς αὐτὸς ἦταν τὸ ἀέναο κυνήγι τῆς ὀμορφιᾶς μέσ’ ἀπὸ πνευματικὲς ἀναζητήσεις ποὺ δικαιώνουν ἕνα τέτοιο κυνήγι. Γύρευε νὰ αἰχμαλωτίσῃ τὴν ὀμορφιὰ σὲ φόρμες ποιητικὲς κι ἑπομένως ὁ ἀγωνιώδης ἀγώνας του ἦταν ἡ γλῶσσα καὶ κατ’ ἐπέκταση μία διατύπωση συντελεστικὴ αὐτῆς τῆς αἰχμαλωσίας στὴν πιὸ ἀπόλυτη μορφή.

Ὅτι ὁ Βελίνας ἦταν ἄνθρωπος ἀσυνήθιστων πνευματικῶν προσόντων δὲν δικαιοῦταν νὰ τ’ ἀμφισβητήσῃ κανείς. Εἶχε ψάξει ἐξονυχιστικὰ ἕνα σωρὸ βιβλιοθῆκες κι εἶχε ξεψαχνίσει τόσα πολλὰ βιβλία ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ διανοηθῇ. Γνώριζε τόσο τὴ λογοτεχνία τοῦ καιροῦ του ὅσο κι ἀλλοτινῶν ἐποχῶν ἐνῷ ἡ γνώση ξένων γλωσσῶν, σύγχρονων κι ἀρχαίων, ἦταν τόσο ἐμβριθὴς ὅσο καὶ πλατειά. Νὰ μὴν ἀναφέρω φυσικὰ τὰ διαβάσματα ποὺ εἶχε κάνει στὴ φιλοσοφία καὶ κυρίως στὴ γνωσιολογία καὶ τὴν αἰσθητική. Ἡ ἄνεση μὲ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ κινηθῇ μέσα σ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς χώρους καὶ νὰ συζητήσῃ προτείνοντας ἑρμηνεῖες ἐνδιαφέρουσες ἦταν ἀνεκδιήγητη. Ἡ ἔννοια τῆς μελέτης καὶ τῆς πνευματικῆς δημιουργίας ἔπαιρνε μία ἄλλη διάσταση καὶ σημασία στὴ δική του συνείδηση σὲ σχέση μὲ τὴ συνείδηση τῶν ὑπολοίπων καὶ γιαυτὸ δύσκολα μποροῦσε κάποιος νὰ τὸν κατανοήσῃ σ’ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ἢ ἔγραφε.

Ἡ φυγὴ ἀπ’ τὶς συμβάσεις καὶ τὶς ἀνούσιες προτροπὲς τῶν δικῶν του ἀνθρώπων γιὰ σταδιοδρομία, κοινωνικὴ ἄνοδο κι ἀναγνώριση καὶ δημιουργία οἰκογένειας ἀποδείχτηκε γιὰ ἕνα τέτοιο πλάσμα ἡ μόνη ὁδὸ σωτηρίας ποὺ τὸν ἔφερε τελικὰ στὸ ἐπίνειο τῆς Ἀλχανίας. Ἕναν τόπο ποὺ θὰ τοῦ προσέφερε τὴν πολυπόθητη ἀπομόνωση καὶ τὴν ἠρεμία, δυὸ συνθῆκες ἀπαραίτητες γιὰ ὑψηλὲς ἐπιδόσεις στὴν πνευματικὴ ἐνατένιση, τὴν ὀνειροπόληση καὶ τὸ γράψιμο.

Ὁ ἐρχομός του στὸ ἐπίνειο συνοδεύτηκε ἀπ’ τὴν ἀναζήτηση τῆς κατάλληλης τοποθεσίας καὶ τὴν ἀγορὰ σπιτιοῦ. Καὶ κατάλληλη τοποθεσία γιαυτὸν σήμαινε ἕνα σημεῖο μ α κ ρ ι ὰ ἀ π’ τ ὴ ν Ἀ γ ο ρ ὰ τῆς Ἀλχανίας. Ἕνα τέτοιο σημεῖο ἦταν ἡ θέση Ἀκαριὰ ποὺ βρισκόταν στὴν ἀνατολικὴ ἀκτὴ τοῦ ἐπινείου, ἐκεῖ ὅπου εἶν’ ἄφθονα τὰ ὑπόγεια ὑφάλμυρα νερά, κι ἀποτελοῦσε παραθαλάσσια προέκταση τῆς ἱστορικῆς συνοικίας Χ . . . . Στὸ τέλος μίας σειρᾶς πετρόκτιστων καὶ δίπατων σπιτιῶν ὑπῆρχε μία παλιὰ ἔπαυλη χτισμένη ἀκριβῶς πάνω στὴ θάλασσα, ψηλοτάβανη καὶ μὲ μεγάλα παράθυρα, φαγωμένη ἀπ’ τὸν χρόνο, ἐγκαταλελειμμένη (ἴδιο στοιχειό) καὶ τυλιγμένη μέσα στὸ πέπλο διαφόρων περίεργων δεισιδαιμονιῶν.

Οἱ οἰκονομικὲς συνθῆκες κάτ’ ἀπ’ τὶς ὁποῖες διαβιοῦσε τὰ τελευταία πολλὰ χρόνια του ἐπέτρεψαν ν’ ἀγοράσῃ τὸ συγκεκριμένο ἀκίνητο καὶ νὰ τὸ διαμορφώσῃ μὲ τρόπο ποὺ ν’ ἁρμόζῃ στὴ φύση τῶν πνευματικῶν του ἐνασχολήσεων. Ὅλ’ ἡ ἔπαυλη μετατράπηκε σ’ ἕνα σπουδαστήριο μὲ παλιὰ καὶ βαριὰ ἔπιπλα γραφείου καὶ μὲ βιβλιοθῆκες ποὺ κάλυπταν σχεδὸν ὅλους τοὺς τοίχους της.

Ἂν κάθε λεπτομέρεια τοῦ τρόπου ζωῆς ποὺ ἔκανε μαθευόταν στὸ ἐπίνειο θὰ τὸν περνοῦσαν σίγουρα γιὰ ἄνθρωπο ὄχι ἁπλῶς περίεργο ἀλλὰ ψυχοπαθῆ. Ἡ ἀπομόνωσή του ἦταν σχεδὸν πλήρης καὶ σ’ αὐτὸ συντελοῦσαν δυὸ πράγματα: Ἡ ἀπροθυμία του νὰ δέχεται ἐπισκέπτες στὸ σπίτι κι ἡ ἐντατικὴ ἐργασία στὴν ὁποία ἐπιδόθηκε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ καὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ κυκλοφορῇ στὸ ἐπίνειο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μέρας. Ἔκλεινε τὰ παράθυρα καὶ τὰ παντζούρια τοῦ παλιοῦ κτηρίου κι ἀνάβοντας σ’ ὅλο τὸν χῶρο κεριὰ διάβαζε κι ἔγραφε ἀσταμάτητα. Μία φορὰ τὴν βδομάδα μόνο κατέβαινε στὴν Ἀγορὰ τοῦ ἐπινείου γιὰ ν’ ἀγοράσῃ τ’ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του κι αὐτὸ ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, κατὰ τὸ λυκόφως. Ὕστερα ἐπέστρεφε καὶ μετ’ ἀπὸ λίγο ξαναέβγαινε καὶ σεργιάνιζε ἐν μέσῳ τῶν σκιῶν καὶ τοῦ ἀμυδροῦ φωτὸς τοῦ πληκτικοῦ ἐπινείου στοὺς βρώμικους κι ἔρημους δρόμους, συνεχίζοντας μέσω τῆς ὀνειροπόλησης τὴν πνευματικὴ ἀναζήτηση ποὺ ἔκανε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μέρας στὴν ἔπαυλη.

Ἡ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ προκαλοῦσε ἀνία ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισε ν’ ἀποκτᾷ συνείδηση τοῦ πραγματικοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν ἰδιαίτερων κλίσεών του στὰ πνευματικά. Πλέον, δύσκολα εὕρισκε παρέες γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσῃ, γιὰ νὰ ἔρθῃ δηλαδὴ σὲ μία βαθιὰ ἐπαφὴ μὲ συνανθρώπους του ὅπου θὰ ἐπικρατοῦσε ταύτιση κριτηρίων, κοινὲς εὐαισθησίες κι ἄρα σύμπνοια. Διαπίστωνε ὅτι ὄχι μόνον δὲν ἀντιλαμβανόντουσαν τοὺς συλλογισμούς του ἀλλά, ὡς συνέπεια αὐτοῦ, παρεξηγοῦσαν καὶ τὶς ἴδιες τὶς προθέσεις τῶν λεγομένων του. Ἡ προοπτικὴ νὰ συζητήσῃ τὰ προσφιλῆ θέματά τους ποὺ σχετίζονταν μόνο μὲ τὰ βιοτικὰ προβλήματα καὶ τὶς φροντίδες τῆς μέριμνας εἶχε ἀπομακρυνθῆ πρὸ πολλοῦ ἀπ’ τὸν συνειδησιακό του ὁρίζοντα κι ἔτσι τὰ προσκόμματα στὶς διόδους ἐπικοινωνίας ἦταν πλέον ἀνυπέρβλητα.

Ἑπομένως, ἡ κοινωνικοποίηση στοὺς κόλπους τῆς Ἀλχανίας ἦταν γιαυτὸν μία βαρετὴ κι ἀνώφελη διαδικασία καθὼς οἱ κάτοικοι εἴτε καταπιανόντουσαν μὲ κουτσομπολίστικα σχόλια γιὰ τὶς οἰκογενειακὲς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, εἴτε περιορίζονταν σ’ ἐλαφριὲς συζητήσεις γιὰ τὰ γλεντοκόπια τους μὲ τρόπο ποὺ θ’ ἄνοιγε τὴν ὄρεξη ἀκόμα καὶ σὲ πεθαμένο, τὶς χαρὲς τῆς κοιλιᾶς, τὴ διαιώνιση τοῦ εἴδους τους καὶ τὰ ζωντανὰ τοὺς ἢ τὶς ψαριές τους (ἡ Ἀλχανία ἦταν μεταξὺ ἄλλων ἐπίνειο κτηνοτρόφων καὶ ψαράδων).

Μαζί, ὅμως, μὲ τὴν πλήξη τῶν τέτοιων συναναστροφῶν, μοιραία ἐκδηλώνονται ἀπ’ τοὺς ἄλλους ἀρνητικὰ αἰσθήματα μ’ ἐπικρατέστερο τὴν ἐμπάθεια, γιατί ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε ὅταν παρεξηγοῦν τὶς κουβέντες σου λόγῳ ἄγνοιας καὶ διαπιστώνουν ὅτι τοὺς ἀποφεύγεις γιατί βαριέσαι ἀφόρητα καὶ νὰ τοὺς βλέπῃς, ἀρχίζει νὰ γιγαντώνεται μέσα τους ἡ διάψευση προσδοκιῶν καὶ συνεπακόλουθα ἡ ἐπιθυμία νὰ κάνουν κακὸ μ’ ὅποιο τρόπο μποροῦν καὶ κυρίως μὲ τ’ ἀρνητικὰ σχόλια, τὴ διαβολὴ καὶ τὸ ψέμα. Ὁ Βελίνας γνώριζε καλὰ πῶς λειτουργεῖ ἡ ἀγέλη σὲ τέτοιες περιπτώσεις γιατί εἶχε βιώσει πάμπολλες φορὲς τὴν κακία καὶ τὴ ζηλοφθονία τοῦ ὄχλου, σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ στριφογυρίζῃ στὸν νοῦ, βασανιστικά, τὸ δίστιχο

Σ’ ὅποια μέρη κι ἂν βρεθῇς, δικοὺς ἢ ξένους τόπους,
ἄλλαζε δρόμο καὶ στρατὶ ὅταν ἀκοῦς ἀνθρώπους

Οἱ κάτοικοι τοῦ ἐπινείου πῆραν εἴδηση ἀμέσως τὸν ἐρχομὸ τοῦ κύριου Βελίνα, ἀφενὸς γιατί ἦταν σὰν τὴ μύγα μὲς στὸ γάλα, ἀφετέρου γιατί ἡ περιέργεια ἦταν ἴδιον τῆς νοοτροπίας τους, καὶ γενικότερα ἴδιον ἀνθρώπων ποὺ ἀνακατεύονται μὲ κενόσπουδες ἐνασχολήσεις, κι ἔπρεπε πάση θυσία νὰ μάθουν ποιὸς ἦταν ὁ ξένος. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν καὶ τόσο εὔκολο γιατὶ ὁ Βελίνας ἤξερε νὰ προφυλάσσεται ἀπὸ τέτοιους ἀνθρώπους· ἐξάλλου ὁ τρόπος ζωῆς του καθιστοῦσε δύσκολο τὸ ἔργο ὠτακουστῶν, κουτσομπόληδων καὶ γενικότερα τῶν περίεργων αὐτοῦ τοῦ τόπου. Κι ὅσο μεγάλωνε ἡ δυσκολία γιὰ εἰσχώρηση στὴ ζωή του, ἀνάλογα αὐξανόταν κι ἡ ἐπιθυμία τους γιὰ νὰ μάθουν πράγματα γιαυτόν.

Ἔτσι, ἄλλοι τὸν παρακολουθοῦσαν πίσ’ ἀπ’ τὶς γρίλιες τῶν σπιτιῶν ἀπ’ ὅπου πέρναγε ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα (μία συνήθεια ποὺ τοὺς εἶχε μείνει ἀπὸ τότε ποὺ ἦσαν σκλάβοι σὲ ξένους κατακτητές), ἐνῷ ὁρισμένοι ἔχοντας μάθει τὰ βραδινὰ δρομολόγιά του τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πίσω τηρῶντας μία ἀπόσταση ἀσφαλείας. Ἡ τακτικὴ κάποιων νὰ στέλνουν τὶς κόρες τους στὸ σπίτι του γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουν κάνα γλυκὸ ἢ λίγο φαὶ ὡς ἔνδειξη τάχα φιλοξενίας ἢ γιὰ νὰ τοῦ κάνουν τὰ γλυκὰ μάτια μπᾶς κι ἔτσι τὶς ἀποκαταστήσουν δὲν ἔπιανε γιατί οὔτε ἡ προσωπική του ἀποκατάσταση τὸν ἐνδιέφερε, οὔτε τὰ γλυκὰ καὶ τὸ φαὶ τὸν συγκινοῦσε, ὄντας λιτοδίαιτος ὁ ἴδιος.

Ὅσες φορὲς ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ παντοπωλείου, ὅπου πήγαινε γιὰ νὰ ἀγοράσῃ τ’ ἀπολύτως ἀπαραίτητα, τοῦ ζητοῦσε νὰ συντροφέψῃ τὶς παρέες ποὺ ἔκαναν κάθε λίγο καὶ λιγάκι μπροστὰ στὰ πλούσια τραπέζια τους (γιὰ τὰ ὁποῖα μίλησα πιὸ πάνω), αὐτὸς εὐγενικὰ ἀρνιόταν βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες κι ἔχοντας ἤδη μάθει γιὰ τὸ εἶδος τῶν συνάξεων ποὺ συνήθιζαν νὰ κάνουν σ’ αὐτὸ τὸν τόπο.

Ἔτσι ἦταν δύσκολο ὡς ἀδύνατο νὰ ἐκμαιεύσουν πληροφορίες ἀπ’ αὐτόν. Ποιός πραγματικὰ ἦταν; Ἀπὸ ποῦ ἐρχότανε; Γιατί ἐγκαταστάθηκε στὸ ἐπίνειό τους; Πῶς ἐξασφαλίζει τὰ πρὸς τὸ ζῆν; Γιατί εἶναι κλεισμένος ὁλημερὶς στὸ σπίτι καὶ τί κάνει; Γιατί δὲν παντρεύεται; Αὐτὰ ἤσαν μερικὰ ἐρωτήματα ποὺ τριβέλιζαν τὸ μυαλό τους συνέχεια. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθῃ στὸ μυστήριο ποὺ θεωροῦσαν ὅτι ἐπισκίαζε τὴν ὕπαρξή του.

Αὐτό, ὅμως, ποὺ τοὺς προξενοῦσε τὴ μεγαλύτερη ἀπορία ἦταν κάποια χάρτινα μικρὰ κουτιὰ ποὺ διακινοῦνταν ἀπὸ καὶ πρὸς τὴν ἔπαυλή του σὲ σχεδὸν μηναῖα βάση. Ὅταν κάποτε μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ κουτιὰ ἔπεσαν ἀπ’ τὴν ταχυδρομικὴ ἅμαξα ποὺ τὰ πήγαινε σπίτι του κι ἀποκαλύφθηκε τὸ περιεχόμενό τους, ὅλοι ὅσοι παρακολουθοῦσαν τὸ συμβὰν σάστισαν: Πολλὰ μικρὰ ἢ μεγάλα καὶ διαφορετικῶν χρωμάτων στὴν πίσω καὶ τὴν μπροστὰ ὄψη τους ἀντικείμενα, στὸ σχῆμα τοῦ ὀρθογώνιου παραλληλεπίπεδου, μὲ μικρὸ ἢ μεγάλο πάχος χύθηκαν στὸν δρόμο κοντὰ στὴν ἔπαυλη. Ὁ Βελίνας ἔτρεξε καὶ τὰ μάζεψε γρήγορα κι ὅταν συγκεντρώθηκαν οἱ περίεργοι καὶ τὸν ρώτησαν τί εἶν’ αὐτά, τοὺς ἀπάντησε μ’ ἐκείνη τὴν περίεργη γλώσσα ποὺ δύσκολα τὴν καταλάβαιναν:

—Τοῦτα εἰσὶ φύλλα χάρτου συνερραμμένα κατὰ τὴν μίαν αὐτῶν πλευρά, κι εἰς πολλὰ ἀντίτυπα πρὸς κοινὴν χρῆσιν ἐκδιδόμενα· καλούμενα καὶ συγγράμματα.
—Δηλαδή; ρώτησαν σαστισμένοι μ’ ἐκεῖνο τὸ ἠλίθιο βλέμμα ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς ἀκάτεχους.

Δὲν πρόλαβαν νὰ πάρουν ἀπάντηση γιατὶ στὸ μεταξὺ ὁ Βελίνας εἶχε ἀπομακρυνθῆ κατευθυνόμενος πρὸς τὴν ἔπαυλή του. Αὐτή του ἡ βιασύνη κι ἡ ἀπροθυμία του νὰ δώσῃ παραπάνω ἐξηγήσεις ἀμέσως κίνησε στοὺς μικροδιάστατους μάρτυρες τοῦ περιστατικοῦ μεγάλες ὑποψίες· ὑποψίες ποὺ κυρίευσαν γρήγορα ὅλη τὴν Ἀλχανία.

Ὁ καχύποπτος νοῦς τῶν κατοίκων τοῦ ἐπινείου ἀμέσως δούλεψε ὅπως εἶχε συνηθίσει νὰ δουλεύῃ σὲ τέτοιες περιπτώσεις: Πρῶτα ἐκτόξευσε εἰρωνεῖες καὶ μειωτικὰ σχόλια (ἄρχισαν νὰ τὸν ἀποκαλοῦν γυαλάκια ἀφοῦ ἦταν διοπτροφόρος καὶ λίγο ἀργότερα ντιγκιντάγκα καὶ κουναβογάμη ἀφοῦ ἀρνιόταν νὰ κάνῃ οἰκογένεια) κι ἔπειτα ἀφοῦ διαπίστωσε ὅτι αὐτὰ δὲν τοῦ πλήγωναν τὴν ψυχή, μαθημένος ὅπως ἦταν σὲ τέτοιες ἐπιθέσεις κι ἔχοντας ἀναπτύξει τὶς κατάλληλες ἄμυνες, ὅπως τὸ χιοῦμορ ἢ ἡ ἀδιαφορία, ρίχτηκε μὲ λύσσα στὴ συκοφαντία.
Εἶπαν τότε ὅτι ἦταν ἀνακατεμένος στὶς πιὸ εἰδεχθεῖς πρακτικὲς τῆς μαγείας κι ὅτι οἱ νυχτερινὲς βόλτες του τὸν φέρνανε σὲ ἐπαφὴ μ’ ἀερικά, τελώνια κι ἄλλα κακὰ πνεύματα.

Τελικὰ αὐτὴ ἡ φήμη μετατράπηκε σὲ βεβαιότητα μέσα στὶς συνειδήσεις τῶν κατοίκων, κάτι γιὰ τ’ ὁποῖο εὐθυνόταν ὄχι μόνον ἡ παράξενη συμπεριφορὰ του ἀλλὰ κι οἱ παμπάλαιες προλήψεις ποὺ τύλιγαν τὴν ἔπαυλή του καθὼς κι οἱ δεισιδαιμονίες ποὺ εὔκολα βρίσκουν πρόσφορο ἔδαφος καὶ κουρνιάζουν γιὰ πάντα στὸ μυαλὸ ψοφοδεῶν ἀνθρώπων.

Σ’ ὅλη αὐτὴ τὴ στάση τους συνετέλεσε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν καταδεχόταν οὔτε τοὺς ἴδιους οὔτε τὰ τραπέζια τους, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἦσαν μαθημένοι ὅλοι αὐτοί. Ἦσαν μαθημένοι μόνο στὴν ἱκανοποίηση τῶν χατιριῶν τους καὶ μέσῳ αὐτοῦ στὴν ἀναγνώρισή τους καὶ στὴν ἐνίσχυση τοῦ ἐγωισμοῦ τους! Δὲν μποροῦσαν νὰ χωνέψουν ὅτι τὰ πλούσια τραπέζια τους, τὰ γλέντια τους καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ οἱ γαστριμαργικὲς ἐπιδόσεις τους θὰ ὑπάρξῃ ἄνθρωπος ποὺ θὰ τὶς ἀρνηθῇ! Κι ἐνῷ τὸν πρῶτο καιρὸ στὰ μάτια τοῦ Βελίνα ὅλοι αὐτοὶ ἔπαιρναν μία ὄψη καλοσυνάτη καὶ μειλίχια, ἐσχάτως ἡ ὄψη αὐτῶν τῶν ἴδιων ἀνθρώπων τοῦ θύμιζε περσότερο τὸν σατανά.

Ὡστόσο τὰ χάρτινα κουτιὰ συνέχιζαν νὰ πηγαινοέρχονται καὶ μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ τὸ περίεργο φορτίο τους. Ἀφοῦ εἶδαν κι ἀπόειδαν ὅτι ὁ ξένος δὲν ἀλλάζει στάση κι ἀκολουθεῖ τὸ χαβά του, ἔλαβαν τὴν ἀπόφαση νὰ τοῦ κάνουν κακὸ ὄχι πιὰ μὲ τὰ λόγια ἀλλὰ μὲ τὶς πράξεις.

Πλησίαζε ὁ κακὸς χειμώνας καὶ ἦταν μία νύχτα ποὺ δὲν ἔλεγε νὰ τελειώσῃ ὅσο κι ἂν τὴν καταδίωκε ἡ Ἠῶς· πίσσα σκοτάδι παντοῦ. Μπροστὰ στὴν ἔπαυλη ἡ θάλασσα φρικιοῦσε ἤρεμα ἀπ’ τὴν λεπτὴ αὔρα ποὺ ἔπνεε ὡς λείψανο τοῦ πρωινοῦ δυνατοῦ ἀέρα. Τὰ δέντρα, ἐκεῖ γύρω, σὰν νὰ ἦσαν προικισμένα μὲ μία ἀνθρώπινη ζωτικότητα, κουνοῦσαν ἐλαφρὰ τὰ σκελετωμένα κλαριά τους.

Αἴφνης, τὴν ἀπόλυτη ἡσυχία τὴν διέκοψε ἕνας γδοῦπος, προερχόμενος μέσ’ ἀπ’ τὴν ἔπαυλη κι ἀκολουθούμενος ἀπὸ μία ἀπότομη κραυγὴ πόνου ποὺ ἔσβησε πρὶν κορυφωθεῖ· καὶ ξανὰ ἡσυχία.

Μετ’ ἀπὸ μέρες κι ἀφοῦ δὲν εἶχε φανεῖ πουθενὰ ὁ κύριος Βελίνας, οὔτε στοὺς δρόμους τῆς Ἀλχανίας τὶς νύχτες ποὺ σεργιανοῦσε, οὔτε στὸ παντοπωλείου ἀπ’ ὅπου προμηθευόταν τ’ ἀπαραίτητα, οἱ ἀρχὲς τοῦ ἐπινείου θορυβημένες ἀπ’ τὴν μακρὰ ἀπουσία του καὶ μὴν γνωρίζοντας κάποιον συγγενή του γιὰ νὰ τὸν εἰδοποιήσουν, παραβίασαν τὴν ἔπαυλη γιὰ νὰ ψάξουν ἐκεῖ.

Ἡ κεντρικὴ πόρτα ἄνοιγε σ’ ἕνα μεγάλο χῶρο γιομάτο πολλὲς καὶ βαριὲς βιβλιοθῆκες καρφωμένες στοὺς τοίχους, πλὴν μίας ποὺ βρέθηκε πεσμένη στὸ κέντρο τῆς σάλας καὶ γύρω καὶ κάτω ἀπ’ αὐτὴν πεταμένα ἑκατοντάδες βιβλία. Ἀδιαφορῶντας γιὰ αὐτὴν τὴν ἀκαταστασία ἔκαναν β ι α σ τ ι κ ὰ τὴ σχετικὴ ἔρευνα σ’ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἔπαυλη κι ἀφοῦ δὲν βρῆκαν κάτι ἔφυγαν κλείνοντας τὴν πόρτα καὶ βυθίζοντας ξανὰ στὸ σκοτάδι ὅλη τη σάλα, ἐκτὸς ἀπὸ μία λεπτὴ καὶ μακρόστενη λωρίδα φωτὸς ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ μία ἐξίσου λεπτὴ χαραμάδα ἑνὸς ἐκ τῶν παραθύρων, πέρναγε σύριζα ἀπ’ τὴν πεσμένη βιβλιοθήκη καὶ κατέληγε ἀπέναντι στὸν γυμνὸ τοῖχο, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν καρφωμένη ἡ ἐν λόγῳ βιβλιοθήκη. Περνῶντας, ὅμως, σύριζα ἀπ’ τὴ βιβλιοθήκη, φανέρωνε κι ἕνα χέρι ἀνάμεσα στὰ πεταμένα βιβλία!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα