Η Ρέμε είναι μια άσεμνη γριά που ντύνεται με κουρέλια κι αφήνει τα μαλλιά της ελεύθερα πάνω στους ώμους της σαν άγρια χόρτα. Μέσα της διαιωνίζεται η δύναμη της γυναίκας που επιβιώνει, δέρμα θαλάσσιου ελέφαντα, τα μάγουλα δυο μήλα της Χιονάτης. Ο χρόνος της ανήκει, δεν κοιμάται, δεν φοβάται κανέναν: τα ξημερώματα τριγυρίζει σαν φρουρός, οι στοές της πλατείας βρυχώνται από τα χασμουρητά της, το μεσημέρι κουλουριάζεται στον ήλιο για να διαβάσει οποιοδήποτε από τα βιβλία που κουβαλάει μαζί της.
Η Ρέμε δεν διαφέρει από τους ανθρώπους της διπλανής της πόρτας. Βιάστηκε να παντρευτεί για να φύγει μακριά από την οικογένειά της, να δραπετεύσει από τον ασφυκτικό κοινωνικό περίγυρο προτού κηλιδωθεί η φήμη της. Χιλιόμετρα μακριά, με τον άντρα της, που ποτέ δεν τον πόθησε σαρκικά, θα βρουν καταφύγιο σε λίγα τετραγωνικά μέτρα, ένα διαμέρισμα σε μία από τις εκατοντάδες εργατικές κατοικίες που ορθώθηκαν την περίοδο εκείνη, για πενήντα χρόνια φιλοξενούμενοι του κράτους και μόνο ύστερα ιδιοκτήτες, μία πόλη έξω από τα όρια της πόλης αρχικά, μία πόλη μέσα στην πόλη στη συνέχεια. Θα αποκτήσει δύο παιδιά. Εκείνα με τη σειρά τους θα βιαστούν να εγκαταλείψουν την οικογενειακή σκέπη. Ο κύκλος της ζωής.
Όταν θα γυρίσει σπίτι της, μετά από πολλές μέρες στο νοσοκομείο στο πλευρό του άντρα της, χήρα πια, θα ανοίξει την πόρτα στον ταχυδρόμο. Εκείνος μεταφέρει ένα δέμα με παραλήπτη κάποιον γείτονα, αδυνατεί όμως να τον βρει, της ζητάει να το παραλάβει εκείνη εκ μέρους του, ως διευκόλυνση, το δέμα είναι βαρύ. Εκείνη θα δεχτεί. Κλείνοντας πίσω της την πόρτα δεν θα μπορέσει να αντισταθεί. Το δέμα περιέχει βιβλία. Όταν ο γείτονας θα της χτυπήσει την πόρτα εκείνη θα δηλώσει άγνοια. Μικρότερη η Ρέμε διάβαζε, ύστερα ήρθαν τα παιδιά, το νοικοκυριό, οι υποχρεώσεις. Τώρα όμως είναι κυρία του χρόνου της.
Ο Γκουτιέρεθ, γεννημένος στην Ουέλβα της Ισπανίας το 1978, αποφασίζει να διηγηθεί την ιστορία ενός εργατικού προαστίου, με κεντρική ηρωίδα την Ρέμε. Με αφετηρία την ιστορία που επιθυμεί να διηγηθεί ανοίγονται μπροστά του διάφοροι δρόμοι. Ένας απ’ αυτούς θα μπορούσε να οδηγεί, σαν ένα απλοϊκής φιλοσοφίας παραμύθι, στη δύναμη των βιβλίων. Ένας άλλος, ρεαλιστικά ωμός, στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση της Ισπανίας των εργατικών συνοικιών. Κάποιος τρίτος, γεμάτος νοσταλγία, στα χρόνια που πέρασαν, στη ματαιότητα. Ίσως ακόμα και κάποιος πιο άκομψα κωμικός, μία γριά χήρα, με σεξουαλικά απωθημένα, που γίνεται ηγέτης μίας επανάστασης απέναντι στην απαγόρευση της δημοτικής αρχής για άπλωμα των ρούχων στην εξωτερική πλευρά των κατοικιών. Ο Γκουτιέρεθ όμως επιθυμεί να ακολουθήσει ένα οδικό δίκτυο γεμάτο διακλαδώσεις και περιφερειακούς, με έναν τρόπο αρκετά προσωπικό, παίζει ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον συμβολισμό, στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο, στη θλίψη και το χιούμορ, εξοργίζει και συγκινεί τον αναγνώστη, αλλάζοντας διαρκώς θέση παρατήρησης, αδυνατώντας να αποφασίσει αν αγαπά ή μισεί τους ήρωές του, αν πιστεύει ή όχι σ’ αυτούς, αν ελπίζει σ’ ένα καλύτερο αύριο ή αν νιώθει νικημένος από τη ματαιότητα. Και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει.
Τα ανατρεπτικά βιβλία είναι ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα, φτιαγμένο με τέτοιο τρόπο που κρατάει τον αναγνώστη σε μία άβολη θέση ενώ ταυτόχρονα τον παρασύρει στην ανάγνωση, ένα λαϊκό μυθιστόρημα μπολιασμένο με ιδέες και αναφορές στην ισπανική κυρίως λογοτεχνία, μία ιστορία απλή -ακόμα και απλοϊκά αδιάφορη θα μπορούσε κάποιος να τη χαρακτηρίσει- δοσμένη με έναν τρόπο που ενώ την αφήνει στο πλάι, ταυτόχρονα την αποθεώνει, διατηρεί το κλισέ και την επανάληψη της ζωής, προσθέτοντας όμως πινελιές και φίλτρα, όπως δηλαδή συνηθίζει να κάνει η λογοτεχνία, που αγαπάει και υπηρετεί ο Γκουτιέρεθ.