Η νοσταλγία είναι χρήσιμη για τη συγγραφή ρομάντζων. Άχρηστη όμως στην ανίχνευση και στον σχεδιασμό του μέλλοντος. Και αυτό γιατί μας καθηλώνει στο παρελθόν. Το χειρότερο δε, μας κρατά δέσμιους δοξασιών και φαντασιώσεων. Έτσι άλλωστε ερμηνεύεται η νοσηρή νοσταλγία για το παλιό και το περασμένο, το ανεπίκαιρο και το μάταιο.
Παρακολουθώντας τις υπόγειες διεργασίες στο κοινωνικό σώμα των ευρωπαϊκών χωρών, εύκολα διαπιστώνουμε ότι ισχυρά ρεύματα αναδράμουν νοερά στο παρελθόν, συγκροτώντας ετερόκλητα πολιτικά κινήματα. Η βοή, η ορμητικότητα, η εμβέλειά τους τα καθιστούν μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα στο πολιτικό στερέωμα, τροφοδοτώντας τις δεξαμενές ακροδεξιόστροφων και ακροαριστερόστροφων σχηματιστών.
Το ακροατήριό τους ποικίλλει. Συγκροτείται από δυνάμεις με διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές καταβολές. Ωστόσο ο πυρήνας τους συντίθεται από στρώματα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, σημαντικά τμήματα των εργατικών και αγροτικών περιοχών, περιθωριακές ομάδες, άνεργους, χαμηλόμισθους, χαμηλοσυνταξιούχους καθώς και από μια ισχυρή κατηγορία ηλικιακά νέων ανθρώπων. Και βέβαια δεν λείπουν τα παρασιτικά και λούμπεν στοιχεία. Επιπροσθέτως, συνεκτική ύλη αυτού του πολύμορφου κράματος είναι ο λαϊκισμός δεξιόστροφος- αριστερόστροφος, η εθνικιστική μανία, η συνωμοσιολογία και μπόλικος ανορθολογισμός. Όλοι τους σχεδόν στρέφουν το βλέμμα στο παρελθόν θεωρώντας το ότι ήταν «γη της επαγγελίας», όπως ο καθένας την αντιλαμβάνεται.
Αν και οι περισσότεροι δεν έχουν εντρυφήσει στις κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις, εντούτοις θεωρούν ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς για τη δική τους υστέρηση, την παγκοσμιοποίηση, την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τους υπερεθνικούς σχηματισμούς, τις μεταναστευτικές ροές και ασφαλώς τις πολιτικές ελίτ. Κανείς τους δεν πιστεύει στην πρόοδο, στο κοινωνικό όφελος, στην αλληλεγγύη. Κάποιοι δε αμφισβητούν ακόμη και την αξία των δημοκρατικών θεσμών. Εξ ου και θαυμάζουν απολυταρχικά καθεστώτα και αυταρχικούς ηγέτες. Κορυφαίο παράδειγμα τα φανερά ή ανομολόγητα φιλοπουτινικά τους αισθήματα.
Τα αποκαλούμενα ριζοσπαστικά, αντισυστημικά πολιτικά ρεύματα τα οποία αναδύονται εδώ και καιρό στον δυτικό κόσμο, εδράζουν την ύπαρξη τους, στον εθνοκεντρισμό στον ευρωσκεπτικισμό, στη μισαλλοδοξία και στην αντιπαλότητα. Ο λόγος και η παρουσία τους βρίθουν από τις παραπάνω εκφάνσεις. Μάλιστα η απήχηση και η επιρροή τους στους εκλογείς, κάθε άλλο παρά αμελητέες είναι.
Στη γαλλική πολιτική ζωή καθρεφτίζονται με τον πιο καθαρό τρόπο, οι μεγάλες μεταβολές που έχουν συντελεστεί στο κοινωνικό σώμα. Ο «ανυπότακτος» Μελανσόν και η «ανυπάκουη» Λεπέν δεν είναι τυχαία φρούτα. Απεναντίας ενσαρκώνουν και εκπροσωπούν την αναδίπλωση της Γαλλίας στο παρελθόν. Αρνούνται την προσαρμογή της χώρας του Διαφωτισμού, στις τωρινές ανάγκες και απαιτήσεις. Αντιστέκονται μετά βδελυγμίας στις σύγχρονες πολιτικές, υποστηρίζοντας δοκιμασμένες και αποτυχημένες συνταγές. Κοινό τους χαρακτηριστικό η εναντίωσή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ΝΑΤΟ, η αμφισημία τους απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και ο θαυμασμός που τρέφουν για τον Πούτιν. Και ασφαλώς ο πληθωρικός κρατισμός τους, σε μια περίοδο που το δημόσιο χρειάζεται να συναντά το ιδιωτικό και να μετασχηματίζεται δυναμικά.
Οι πρόσφατες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές αναμφίβολα εκπέμπουν ισχυρά μηνύματα για τις προοδευτικές δυνάμεις του ορθολογισμού, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος. Η κρίση εκπροσώπησης που αντιμετωπίζουν είναι υπαρκτή και έντονη. Το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκονται είναι ναρκοθετημένο. Η απεξάρτησή τους από τα παλιά υποδείγματα, τα ξεπερασμένα κλισέ και στερεότυπα, καθίσταται ζωτική προτεραιότητα προκειμένου να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος, αλλά και για να αποκτήσουν την απαραίτητη ζωτικότητα.
Τα άνθη του κακού δεν ξεριζώνονται με τον παρωχημένο ιδεολογικοπολιτικό εξοπλισμό των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας. Η κατακρήμνιση της κεντροδεξιάς και των σοσιαλιστών στη Γαλλία είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική. Επισφραγίζει το τέλος μιας εποχής με τις γνωστές μονομέρειες και ανεπάρκειές της. Στη νέα πολιτική γεωγραφία τα ιδεολογικοπολιτικά σύνορα επιχαράσσονται, καταλύοντας τις παλιές διαχωριστικές γραμμές. Και τούτο διότι στους μεταβατικούς καιρούς η μάχη της ηγεμονίας μπορεί να κερδηθεί, από εκείνους που στις αποσκευές τους κουβαλούν νέες ιδέες και καινοτόμες προσεγγίσεις. Το πείραμα Μακρόν παρά τις δυστοκίες του, συνιστά αναμφίβολα μια σύγχρονη στρατηγική πρόταση για τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, υπερβαίνοντας τα μαρμαρωμένα κομματικά σχήματα.
Πάντως, αν κάτι χρειάζεται να κρατήσουμε από τις γαλλικές εξελίξεις και ανακατατάξεις, είναι η φράση του Αλέν Τουρέ, την οποία επικαλέστηκε προσφάτως σε ενδιαφέρον άρθρο του ο Παύλος Τσίμας: «Όταν αλλάζει το κοινωνικό μοντέλο αλλάζει και η πολιτική εκπροσώπηση». Μια αυτονόητη παραδοχή που βάζει ψηλά τον πήχη στην αναμέτρηση με τις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού.
*Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι Σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας,
Πρόεδρος και Διευθύνον Σύμβουλος της POLITY