Στον χώρο της οικο-περιβαλλοντικής αγωγής και εκπαίδευσης, η βιωματική-διερευνητική ενασχόληση των σπουδαστών-μαθητών, ή και πολιτών, τόσο με τον περίγυρό τους όσο και με τις οικολογικά ευαίσθητες περιοχές, συνιστά μια σημαντική δραστηριότητα ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης, συνειδητοποίησης και ενεργοποίησης, στα κρίσιμα ζητήματα του περιβάλλοντος τους.
Η οικο-εκπαιδευτική αυτή παρέμβαση αποβλέπει:
• Στην κάλυψη του ελλείμματος της περιβαλλοντικής συνείδησης και ευθύνης στη σημερινή τοπική και πλανητική κοινωνία.
• Και ακόμη στην ενεργοποίηση μιας στάσης και συμπεριφοράς που θεωρεί ότι το περιβάλλον (τοπικό και πλανητικό) είναι ο προσωπικός χώρος της ζωής μας.
Έτσι, στην περίπτωση του άμεσου, τοπικού περίγυρου των μαθητών, οι περιβαλλοντικές αυτές δράσεις στοχεύουν στην αισθητική αναβάθμιση του κοινωνικο-οικολογικού περίγυρου, μέσα από την οικοδόμηση γνώσεων για τις πολιτισμικές του αξίες, όπως είναι τα μνημεία, οι παραδοσιακοί οικισμοί, οι ασχολίες των κατοίκων, και άλλα θέματα που μπορούν να εναρμονιστούν με τις ευκαιρίες που προσφέρει η τοπική κοινωνία για βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι στόχοι αυτοί μπορούν να προσεγγιστούν με την επικοινωνία, συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων των σπουδαστών στις ομάδες εργασίας τους, οι οποίες μετά τη συλλογή, κριτική επεξεργασία, παρουσίαση και αξιολόγηση των περιβαλλοντικών πληροφοριών καταλήγουν σε συμπεράσματα, γενικεύσεις και προτάσεις, διαχέοντας έτσι τις οικοδομημένες γνώσεις, στους άλλους μαθητές, στους γονείς, στους άλλους εκπαιδευτικούς και στους συντοπίτες τους (1).
Και όλα αυτά, γιατί κυρίως στην πρωτοβάθμια, αλλά και στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια βαθμίδα εκπαίδευσης, η περιβαλλοντική γνώση συνειδητοποιείται ουσιαστικότερα, ευχερέστερα και βαθύτερα, αν ξεκινά από τον περίγυρο των σπουδαστών, δηλαδή από τη γειτονιά, την αυλή του σχολείου, τα πεζοδρόμια, τα αλσύλια, τα πάρκα και άλλους πόρους και χώρους που έχουν ανάγκη οικολογικής φροντίδας για να διατηρηθούν, να συντηρηθούν και να βελτιωθούν (2), και των οποίων, η ευχερής χρήση συνιστά δικαίωμα για κάθε πολίτη που ζει στις περιοχές αυτές.
Ο περίγυρος αυτός, όμως, πέρα από την ανάγκη αισθητικής διαμόρφωσης του, χρειάζεται να λειτουργεί ανθρωπιστικά, καλύπτοντας και τις ειδικές ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών, όπως ατόμων με κινητικά προβλήματα, ηλικιωμένων, μικρών παιδιών, αλλά και ζώων, που παραμένουν βέβαια σε συγκεκριμένες ζώνες στους ελεύθερους χώρους. Γιατί μια τέτοια διευθέτηση, πρακτική και αντίληψη για τον περιβάλλοντα χώρο συνιστά ανθρώπινο δικαίωμα για τους πολίτες που τον χρησιμοποιούν, διασφαλίζοντας έτσι και την υγεία και την ποιότητα του περιβάλλοντος τους. Επιπλέον, οι μαθητές, σπουδαστές και πολίτες που με τη δράση τους, έχουν συντελέσει στη διευθέτηση ενός χώρου με τέτοιες ουμανιστικές λειτουργίες, αποτελούν πρότυπα, των οποίων η βιωματική και διερευνητική τους ενασχόληση με το άμεσο, τοπικό τους περιβάλλον, συνιστά γι’ αυτούς όχι μόνο ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά και τρόπο ζωής και κώδικα συμπεριφοράς για το γειτονικό, τοπικό και πλανητικό περιβάλλον (3).
Πέρα όμως από το ανθρώπινο δικαίωμα μελέτης και διερεύνησης του χώρου που ζούμε, επικοινωνούμε και ονειρευόμαστε, στα ανθρώπινα δικαιώματα για το περιβάλλον και την υγεία, εντάσσεται και η -θεματική και μεθοδολογική- διαδικασία της φροντίδας, υιοθεσίας και επιτήρησης οικολογικά ευαίσθητων και ευπαθών περιοχών, όπως είναι οι καμένες περιοχές, οι παραλίες, οι ακτές, οι παράκτιοι αμμόλοφοι, τα ποτάμια, τα ρέματα, οι χείμαρροι, οι θαμνότοποι, τα δάση, οι υγρότοποι, οι βάλτοι, οι παραλίμνιες περιοχές, οι εγκαταλειμμένες εκτάσεις και άλλοι φυσικοί πόροι.
Γιατί κάθε περιοχή μπορεί να γίνει περιβαλλοντικά ευπαθής και ευαίσθητη, αν δέχεται ανθρωπογενείς υπερχρήσεις, αν υποβαθμίζεται από φυσικούς παράγοντες, αν λειτουργεί χωρίς περιβαλλοντικό και χωροταξικό σχεδιασμό και αν ακόμα χρησιμοποιείται από πολίτες που παραμένουν απαθείς και αδιάφοροι στα περιβαλλοντικά δρώμενα, αναμένοντας από την πολιτεία και τους φορείς της την επίλυση των προβλημάτων της (4).
Γι’ αυτό και η φροντίδα, υιοθεσία και επιτήρηση των οικολογικά ευπαθών περιοχών είναι μια εξαιρετικά χρήσιμη και αποδοτική διαδικασία, η οποία βασίζεται σε διεπιστημονικές ομάδες εκπαιδευτικών, που βοηθούν τα παιδιά να αναζητήσουν ιδέες, υλικά, πληροφορίες και γνώσεις, μέσω πολυποίκιλων διερευνητικών δράσεων. Με τις δράσεις αυτές τα παιδιά, οι μαθητές, οι σπουδαστές, αλλά και οι πολίτες, ασκούν το δικαίωμα που έχουν να φροντίσουν, να διατηρήσουν και να προστατεύσουν το περιβάλλον τους (ευπαθές ή μη), σε όφελος των ίδιων, αλλά και του κοινωνικού συνόλου. Έτσι, παίρνοντας οι αυριανοί πολίτες την υπόθεση του περιβάλλοντος που διερευνούν, στα χέρια τους, διαχέουν την αναγκαία περιβαλλοντική ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και δράση από το σχολείο στους γονείς, στην τοπική κοινωνία, στα μέλη της και στους φορείς της (5).
Χρειάζεται όμως η παιδαγωγική ομάδα των εκπαιδευτικών, που θα ενεργοποιήσει τα παιδιά, να στηριχτεί από την τοπική αυτοδιοίκηση και την τοπική κοινωνία. Προς τούτο, μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς, συντοπίτες και τοπικοί φορείς: συναποφασίζουν το σχεδιασμό των απαιτούμενων δράσεων και τη στήριξη του σχεδίου δράσης από την τοπική αυτοδιοίκηση, την τοπική κοινωνία και τους κοινωνικούς, οικονομικούς, παραγωγικούς, πολιτισμικούς και επιστημονικούς φορείς της. Επίσης, κατανέμουν τις απαιτούμενες δράσεις σε ομάδες εργασίας και στο τέλος -συμμετέχοντας ενεργά και υπεύθυνα- υλοποιούν το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα δράσεων.
Έτσι, σε κάθε σχολείο είναι δυνατόν να σχεδιαστούν δραστηριότητες Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης για τον άμεσο περίγυρο των μαθητών και τις ευπαθείς -και όχι μόνο- οικολογικές περιοχές, οι οποίες -θεματικά και μεθοδολογικά- μπορούν να εμπεριέχουν θεατρικά παιχνίδια και δρώμενα, εκθέσεις εικαστικών, ζωγραφικής και φωτογραφίας, Happenings, συναυλίες, κινηματογραφικές ταινίες, χορό, κουκλοθέατρο, Video, δραματοποιήσεις, ομάδες διαλόγου με επιχειρήματα και άλλες δράσεις οικο-πολιτισμικού χαρακτήρα. Οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν τα καταλληλότερα και αποτελεσματικότερα εκφραστικά μέσα για την υποδοχή, επεξεργασία, παρουσίαση και προβολή των περιβαλλοντικών μηνυμάτων, νοημάτων, συναισθημάτων και προτάσεων, που οι μαθητές και μαθήτριες υποβάλλουν στις τοπικές αρχές και στους αρμόδιους φορείς για συζήτηση και εφαρμογή (6).
Αν, συνεπώς, υπήρχε μια συνέχεια, συνέπεια και ειλικρίνεια στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, ως προς τις προθέσεις που αυτό διατηρεί απέναντι στα εκπαιδευτικά-περιβαλλοντικά προγράμματα, θα μπορούσε οποιοσδήποτε ερευνητής να παρατηρήσει αξιολογικά ότι τα παιδιά, συμμετέχοντας στα προγράμματα αυτά, μπορούν να διαμορφώσουν φιλο-περιβαλλοντικές αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές, σε μια σειρά από ζητήματα και προβλήματα που αφορούν, για παράδειγμα, τα σκουπίδια, το νερό, την ενέργεια, τα φυτοφάρμακα, την ηχορύπανση, τη βιοποικιλότητα κ.ά. Αλλά και σε θέματα που αντλούνται από την πολιτική επικαιρότητα του οικολογικού προβληματισμού, όπως η βία, η φτώχια, ο ρατσισμός, η ανεργία, η μετανάστευση, η αποξένωση, ο κοινωνικός αποκλεισμός και άλλα, των οποίων η διερεύνηση, μέσω της περιβαλλοντικής προβληματικής και πρακτικής, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα των σημερινών και αυριανών ευαισθητοποιημένων και συνειδητοποιημένων πολιτών.
* Δρ., M.Sc., M.Ed Φυσικών και Περιβαλλοντικών Επιστημών
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Αθανασάκης Α., Περιβάλλον – Αγωγή και Εκπαίδευση, LIBERAL BOOKS, Αθήνα 2015.
2. Αθανασάκης A., To νόημα, το περιεχόμενο και το μήνυμα της οικολογίας, ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ, 49, 1989.
3. Αθανασάκης Α., Οικολογία, Περιβάλλον και Εκπαίδευση, ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ, 8, 1991.
4. Commoner Β., The Poverty of Power, KNOPT, New York 1986.
5. O.E.C.D., Towards Sustainable Development: Indicators to measure Progress, O.E.C.D., Paris 2000.
6. UNESCO, Strategies for the training of teachers in Environmental Education, 25, 1994.