Ο νομός Χανίων είναι μία από τις λίγες περιοχές, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη, που έχει ευνοηθεί ιδιαίτερα από τη Φύση.
Πέρα από τις μοναδικές παραλίες που σε υψηλό ποσοστό είναι προσβάσιμες από τους πολίτες και αξιοποιήσιμες τουριστικά, έχει το προνόμιο αυτές να βρίσκονται γύρω τριγύρω από τα Λευκά Όρη, που διακρίνονται πέρα από την αξεπέραστη ομορφιά τους και από μια άλλη ιδιαιτερότητα: σε αυτά έχουν δημιουργηθεί γεωμορφολογικές δομές που προέκυψαν από μακρόχρονες και αλληλοεπιδρούσες γεωλογικές διεργασίες, τα φαράγγια! με προεξέχοντα σε μοναδικότητα, ιδιαιτερότητα, αγριότητα, ομορφιά…. τον Φάραγγα, την Σαμαριά. Διαβάζουμε στον ημερήσιο τύπο ότι και τα Λευκά Όρη θα ενταχθούν σε καθεστώς νομικής προστασίας «απάτητων βουνών» και ορισμένοι δυσπιστούν, άλλοι αδημονούν και άλλοι χαίρονται…για το αυτονόητο. Αυτή η τρομερή αντίθεση λογικής αλλά και κοινωνικής προσέγγισης της Φύσης, με ώθησε να γράψω αυτό το άρθρο.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, τετριμμένες, για το πότε ανακηρύχτηκε η Σαμαριά Εθνικός Δρυμός, ούτε θα παραθέσω στοιχεία για το πόσο εξαρτημένη είναι η τουριστική ζωή, όχι μόνο του νομού αλλά ολόκληρης της Κρήτης, από τον Φάραγγα και τα υπόλοιπα φαράγγια. Αυτών των μοναδικών γεωλογικών δομών που γίνονται περιστασιακά τόποι «ψαγμένων ανθρώπων και οικογενειών» που αναζητούν την ηρεμία, σωματική και ψυχική, μέσα από περιπάτους σε άσπιλα και μοναδικής ομορφιάς μονοπάτια, σε ορεινά τοπία που την άγρια και μοναδική ομορφιά τους την αγκαλιάζει το μπλε της θάλασσας και το γαλάζιο του ουρανού. Τοπία που θα τα σταύρωναν στην κυριολεξία οι ενεργειακοί σταυροί στα διάσελα και στις κορυφογραμμές, ανεμογεννήτριες που θα εξυπηρετούσαν πάλι ξένα συμφέροντα και θα άφηναν ψιχουλάκια στους ντόπιους και στον τόπο.
Θα κάνω ένα βήμα παραπέρα: χωρίς να ανατρέξουμε στην αναζήτηση σχετικής «περιβαλλοντικής νομοθεσίας» στην αρχαιότητα, που οι ρίζες της ανάγονται στον Λυκούργο και τον Σόλωνα, ας πούμε δύο λόγια για το που, πότε,.. για να οδηγηθούμε στο πως, ως ιδέα ξεκίνησαν τα εθνικά πάρκα.
Η ίδρυση του εθνικού πάρκου Yellowstone το 1872 έθεσε τα θεμέλια για την ίδρυση και άλλων εθνικών πάρκων σε όλο τον κόσμο. Μια ερευνητική αποστολή με επικεφαλής τον Ferdinand Hayden, γεωλόγο που φημιζόταν για τις πρωτοποριακές του ερευνητικές αποστολές στα Βραχώδη Όρη, εξερεύνησε την περιοχή του μελλοντικού εθνικού πάρκου Yellowstone το 1871. Στη συνέχεια, τα μέλη της αποστολής προώθησαν «πιεστικά» τη δημιουργία προστατευόμενης περιοχής και η προσπάθεια στηρίχθηκε και από πολίτες με επιρροή και διασυνδέσεις στις επιστήμες, στην πολιτική και τις επιχειρήσεις.
Αυτό το πρώτο αμερικανικό εθνικό πάρκο ακολούθησαν σύντομα άλλα που, όπως το εθνικό πάρκο Yosemite στην Καλιφόρνια, απέκτησαν διεθνή φήμη και προσέλκυσαν ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Τα εθνικά πάρκα επιλέχθηκαν λόγω του τοπίου, των φυσικών χαρακτηριστικών, της πανίδας και των γεωλογικών σχηματισμών τους. Κατά κάποιο τρόπο, αυτά τα κριτήρια αντανακλούσαν τις (τότε) επίκαιρες αντιλήψεις για την αμερικανική ιστορία, που θεωρούσε την προκολομβιανή περίοδο ως μη πολιτισμένη και φυσική [1].
Από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ιδέα των εθνικών πάρκων εξαπλώθηκε γρήγορα σε άλλα μέρη του κόσμου. Στο μεταίχμιο του 19ου αιώνα, εντυπωσιακά φυσικά τοπία προστατεύτηκαν ως εθνικά πάρκα για πρώτη φορά στην Αυστραλία (1879), στον Καναδά (1885) και στη Νέα Ζηλανδία (1887). Στην Ευρώπη, τα πρώτα εθνικά πάρκα ιδρύθηκαν στη Σουηδία. Ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που το 1909 όρισε εννέα εθνικά πάρκα. Από τα βουνά της Λαπωνίας, το νησί του αρχιπελάγους Ängsö έως το ιστορικό κεντρικό σουηδικό πολιτιστικό τοπίο Garphyttan, όλες οι περιοχές αν και ήταν πολύ διαφορετικές ως προς το μέγεθος, τη γεωγραφική θέση και το τοπίο τους, θεωρήθηκαν από τους Σουηδούς ότι ήταν εξίσου άξιες προστασίας [2].
Πίσω και πέρα από αυτές τις σχετικά πρόσφατες πρωτοβουλίες, θα πρέπει να αναζητήσουμε ποιοι βρίσκονται πίσω από πρωτοπόρες ιδέες της θέσπισης ή/και δημιουργίας «προστατευόμενων περιοχών», δηλαδή δημιουργίας, διατήρησης και προστασίας περιοχών, που οδήγησαν σταδιακά στη θέσπιση και ίδρυση των εθνικών πάρκων.
Η Αναγέννηση και η Ιταλία είναι το ιστορικό και πολιτιστικό περιβάλλον που οδήγησε πέρα από την άνθιση των τεχνών, της ποίησης, της ζωγραφικής.., στην αυτονόμηση κλάδων των φυσικών επιστημών, όπως η ορυκτολογία, η ζωολογία και η βοτανική. Κεντρικό πρόσωπο σε αυτή την εξέλιξη ήταν ο Ιταλός γιατρός και φυσιοδίφης Luca Ghini (Λούκα Γκίνι, 1490-1556), γνωστός όχι τόσο για τις δημοσιεύσεις του, όσο για τις διδακτικές του επιδόσεις και επιστημονικές του προσπάθειες για την θέσπιση ειδικών μαθημάτων βοτανικής στο Πανεπιστήμιο, την ίδρυση του πρώτου πανεπιστημιακού βοτανικού κήπου στον κόσμο, στην Πίζα το 1543, υπό τη διακυβέρνηση του Μέγα Δούκα Κόζιμο Α΄ των Μεδίκων και την εισαγωγή και καθιέρωση για επιστημονικούς σκοπούς του φυτολογίου (herbarium – συλλογή αποξηραμένων φυτών) [6]. Το παράδειγμα της Πίζας ακολούθησαν και άλλα ιταλικά πανεπιστήμια και με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν βοτανικοί κήποι στην Πάδοβα (1545), τη Φλωρεντία (1545) και τη Μπολόνια (1547) [3].
Ο Λούκα Γκίνι επηρέασε καθοριστικά τον γνωστό παγκοσμίως ως πολυμαθή, εγκυκλοπαιδιστή, συλλέκτη και φυσικό φιλόσοφο, Ulisse Aldrovandi (Ουλίσσε Αλντροβάντι, 1522–1605) που είναι γνωστός στην γεωεπιστημονική κοινότητα γιατί μετέφερε μέσω λατινικών στον αγγλόφωνο χώρο την ελληνική λέξη «giologia» [geology, γεωλογία]. Γεννημένος στη Μπολόνια στις 11 Σεπτεμβρίου 1522, σε μια από τις πιο επιφανείς οικογένειες της πόλης, ύστερα από μια ταξιδιάρικη και περιπετειώδη νεαρή ηλικία, ο Aldrovandi επέστρεψε το 1539 στη Μπολόνια και ξεκίνησε να σπουδάζει ανθρωπιστικές και νομικές επιστήμες, έγινε συμβολαιογράφος το 1542 και στη συνέχεια αντί να πάρει πτυχίο νομικής, μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα το 1548 ( ένα «προνόμιο» που στον 21 αιώνα δεν έχουν ακόμα οι έλληνες φοιτητές) για να σπουδάσει φιλοσοφία, μαθηματικά και ιατρική. Το 1547 άρχισε να εκθέτει στο μουσείο του σπιτιού του φυσικά αντικείμενα που είχε συλλέξει στα πρώτα του ταξίδια. Αφού δημοσίευσε το 1556 την πρώτη του πραγματεία για τα ερείπια της αρχαίας Ρώμης (“Le statue antiche di Roma”) ξεκίνησε τη διδασκαλία της ιατρικής βοτανικής στο τοπικό πανεπιστήμιο και καταπιάστηκε με τη μελέτη της φυσικής ιστορίας. Όταν δεν τον απασχολούσαν τα διδακτικά του καθήκοντα, αφιέρωνε το χρόνο του στη μελέτη όλων των πτυχών της φυσικής ιστορίας, συχνά κάνοντας εκδρομές με συναδέλφους και μαθητές στα Απέννινα, τις Άλπεις και την Πεδιάδα του Πάδου. Σύντομα δημιούργησε ένα πλήρες δίκτυο αλληλογραφίας και ανταλλαγών με τους κορυφαίους φυσικούς επιστήμονες στην Ευρώπη και άρχισε να σχεδιάζει ερευνητικά ταξίδια στην Αμερική. Το μουσείο του είχε ήδη εκθέσει για πρώτη φορά δείγματα από τον Νέο Κόσμο. Τα μαθήματα του Aldrovandi στις φυσικές επιστήμες ήταν τόσο δημοφιλή, που το 1561 οι φοιτητές του υπέβαλαν αίτημα που έγινε δεκτό από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, να μετατρέψει την έδρα σε τακτικού καθηγητή φυσικών επιστημών (lectura philosophiae naturalis ordinaria de fossilibus, plantis et animalibus), που διατήρησε ο Aldrovandi μέχρι το 1600.
Είχε ήδη αρχίσει να καλλιεργεί διάφορα σπάνια βότανα και επειδή χρειαζόταν περισσότερο χώρο για τις καλλιέργειες των εξωτικών φυτών του, ο Aldrovandi έλαβε την επικαρπία του κήπου του Palazzo Comunale από τη Σύγκλητο. Εκεί, το 1568, δημιούργησε τον πρώτο βοτανικό κήπο της Μπολόνια (τον πέμπτο στην Ιταλία), ορίστηκε ο πρώτος διευθυντής του και τον φρόντισε προσωπικά μέχρι το θάνατό του.
Στις 10 Νοεμβρίου 1603, ο Aldrovandi δημοσίευσε τη διαθήκη του και κληροδότησε το μουσείο και την βιβλιοθήκη του στη Γερουσία της Μπολόνια, η οποία είχε υποστηρίξει γενναιόδωρα τη λαμπρή ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία.
Η προσωπική βιβλιοθήκη του αριστοτελικού Aldrovandi μαρτυρεί ξεκάθαρα τόσο το βάθος γνώσης όσο και την πρωτοτυπία του. Περιείχε περισσότερους από 4.000 τόμους, εκ των οποίων οι 3.800 ήταν τυπωμένοι, οι 28 ήταν κώδικες και οι 332 ήταν αντίγραφα. Επιπλέον, περιλάμβανε μια σειρά αυθεντικών βιβλίων του ιδίου που τυπώθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του (13 τόμοι σχεδόν 9.900 σελίδων) και μια εντυπωσιακή σειρά 870 χειρογράφων, που αντιπροσώπευαν την «χωνεμένη» αναθεώρηση του (τότε) συνόλου της ανθρώπινης γνώσης, με ονοματολογία, περιγραφή (συχνά με εικονογραφήσεις) και ταξινόμηση περισσότερων από 10.000 φυτών, ζώων, ορυκτών, πετρωμάτων και απολιθωμάτων, που ποτέ πριν δεν είχαν ταξινομηθεί πλήρως με επιστημονικό τρόπο. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν επίσης 18.000 εκτυπώσεις και σχέδια (που έγιναν πριν από το 1595). Το μουσείο του – υποδιαιρεμένο σε δωμάτια και πλήρως ταξινομημένο περιείχε τουλάχιστον 20.000 αντικείμενα (φυτά, ζώα και 4.000 απολιθώματα), μερικά από τα οποία ήταν οι ολότυποι που περιγράφονται και σχεδιάζονται στα έντυπα έργα του, ή στα χειρόγραφά του. Ο βοτανικός κήπος του με φαρμακευτικά φυτά ήταν ένας από τους πρώτους (1551–1553) εκείνης της εποχής και ήταν ο πλουσιότερος και ο καλύτερα ταξινομημένος στον κόσμο. Η συλλογή αποξηραμένων φυτών (φυτολόγιο, herbarium) περιείχε περισσότερα από 9.000 δείγματα και ήταν η μεγαλύτερη που δημιουργήθηκε ποτέ. Αυτή ήταν η τεράστια κληρονομιά, που συγκεντρώθηκε κυρίως με έξοδα του Aldrovandi και με κόπους μιας ζωής αφοσιωμένης στη μελέτη, την ταξινόμηση και την επιστημονική εργασία. Το τεράστιο αυτό επιστημονικό κεφάλαιο αφέθηκε ως δημόσια περιουσία στη Γερουσία της Μπολόνια προς όφελος (επιστημονικό) αρχικά των καθηγητών του Πανεπιστημίου της Μπολόνια αλλά και των ερευνητών όλου του κόσμου.
Ο Luca Ghini και Ulisse Aldrovandi με τις πρωτοποριακές τους ιδέες και πράξεις σχετικές με την δημιουργία προστατευόμενων επιστημονικών και δημόσιων κήπων, που ακολούθησαν εκατοντάδες άλλοι, έσπειραν γόνιμα επιστημονικά σπέρματα όχι μόνο για την πολυποίκιλη χρησιμότητα των δημόσιων κήπων, αλλά για την συνειδητοποίηση της χρησιμότητας της προστασίας φυσικών περιοχών και κατ΄ επέκταση της προστασίας της αξίας του φυσικού περιβάλλοντος [3]. Οι βοτανικοί αυτοί κήποι χρησιμοποιήθηκαν αρχικά αποκλειστικά για την μελέτη των θεραπευτικών φυτών από τους ακαδημαϊκούς, αλλά σταδιακά μετεξελίχτηκαν σε καλλιτεχνικά δημιουργήματα και μοναδικής ομορφιάς αρχιτεκτονήματα, ορισμένα εκ των οποίων ήδη βρίσκονται στον κατάλογο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Σε ορισμένες πόλεις, είτε κήποι είτε αυτόνομες ευρύτερες περιοχές, εξελίχθηκαν σε «πάρκα» (μητροπολιτικό πάρκο, δημοτικό πάρκο, δημόσιο πάρκο, λαϊκό πάρκο… ) και δημιουργήθηκαν με αυτόν τον τρόπο δημόσιοι, ελεύθερης πρόσβασης χώροι, που ταυτόχρονα τελούσαν (και τελούν) υπό καθεστώς προστασίας. Ως μια από τις πρώιμες μεταβατικές μορφές μπορεί να αναφερθεί το La Alameda de Hércules στη Σεβίλλη, ένας αστικός κήπος και πάρκο που δημιουργήθηκε το 1574, στο ιστορικό κέντρο της Σεβίλλης. Στην Γερμανία η ιδέα του δημόσιου πάρκου (Volkspark) προέκυψε στα τέλη του 19ου αιώνα από την κριτική του διακοσμητικού δημόσιου κήπου (Volksgarten). Στη συνέχεια αυτής της μεταστροφής, ο δρόμος για την δημιουργία εθνικών πάρκων άνοιξε διάπλατα…
Αντί επιλόγου θα ήθελα να τονίσω ότι το άρθρο αυτό έχει πολλούς αποδέκτες: ξεκινώντας από την ακαδημαϊκή κοινότητα, παρουσιάζει τις ηρωικές περιόδους της επιστήμης, τότε και εκεί που μπήκαν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της διαχρονικής επιστημονικής ακαδημαϊκότητας, που αγκαλιάζει την πλειοψηφία της μικρής αλλά αποδοτικής κοινότητάς μας: τους επιστήμονες, που τότε και τώρα είχαν ένα και μοναδικό σκοπό, την επιστημονική γνώση και για αυτή και σε αυτήν αφιέρωναν και αφιερώνουν εν γνώσει τους τα πάντα: την καθημερινότητα, την ζωή τους, τον πλούτο τους. Μια πραγματικότητα που αδυνατεί πιθανώς να κατανοήσει η ελληνική κοινωνία και απαξιώνει σε κάθε ευκαιρία και με πρακτικούς τρόπους η σημερινή κυβερνητική ηγεσία. Συνδυάζοντας την ακαδημαϊκή κοινότητα με το ευρύτερο κοινό θα πρέπει να αναλογιστούμε την μοναδικότητα που προσφέρει, όχι μόνο στη στενή περιοχή του νομού αλλά σε ολόκληρη την Κρήτη, το Πάρκο διάσωσης χλωρίδας και πανίδας του Πολυτεχνείου Κρήτης, που στην πρώτη οικονομική δυσχέρεια αφήνεται εγκαταλελειμμένο, χωρίς να αγκαλιάζεται από κοινωνικούς συμπαραστάτες, στην μέγγενη της οικονομικής δυσπραγίας, που προέκυψε από τον οικονομικό στραγγαλισμό της Ανώτατης Παιδείας. Για τους έχοντες δε την εξουσία πολιτευόμενους του νομού (και όχι μόνο), αυτό που έχω να γράψω είναι ότι όταν πριν από πολλούς αιώνες επιστήμονες πρότειναν και θέσπισαν τις προστατευόμενες περιοχές στην κλίμακα του αναγκαίου, αυτοί έχουν καθυστερήσει αιώνες να κατανοήσουν και να επεκτείνουν αυτές τις επιστημονικές προτάσεις στην επικαιρότητα και στην κλίμακα που αναλογεί σε κάθε τόπο.
*Ο Εμμανουήλ Μανούτσογλου είναι καθηγητής Σχολής Μηχανικών Ορυκτών Πόρων
Πολυτεχνείου Κρήτης
[1]https://www.iaa.uni-rostock.de/en/forschung/laufende-forschungsprojekte/amerikanische-fruehgeschichte/projekt/orte/nationalparks/
[2] https://nationale-naturlandschaften.de/wissensbeitraege/geschichte-der-nationalparks
[3]https://www.researchgate.net/publication/279407051_Ulisse_Aldrovandi_and_the_origin_of_geology_and_science
[4] https://de.wikipedia.org/wiki/Volksgarten#/media/Datei:Tiergarten_1833.jpg