Το νέο έπεσε σαν βόµβα. Σε ένα από τα ασφαλέστερα µουσεία της υφηλίου, το Βρετανικό -ανέφεραν τα µέσα σε όλον τον κόσµο- αποκαλύφθηκε µεγάλη κλοπή αρχαίων αντικειµένων.
Τα κλαπέντα δεν είναι ούτε ένα, ούτε δύο. Σε 2,000 τα υπολογίζουν οι υπεύθυνοι, οι οποίοι λένε ότι δεν ξέρουν πόσα ακριβώς είναι, γιατί ποτέ δεν είχε γίνει πλήρης και συστηµατική καταγραφή των ευρισκοµένων στις αποθήκες του µουσείου έργων. Θεωρούν δε, ότι αυτά που λείπουν από το µουσείο, είναι ως επί το πλείστον Ελληνικά που κυκλοφορούν πλέον στο διαδίκτυο και σε οίκους δηµοπρασιών, ελεύθερα να τα αγοράσει ο κάθε ένας που τα επιθυµεί και διαθέτει τα ζητούµενα ποσά.
-Μα τι µας λένε τώρα αναρωτήθηκα. Αυτοί δεν ήταν που ισχυρίζονταν ότι κρατούν τα δικά µας µάρµαρα του Παρθενώνα και δεν µας τα επιστρέφουν γιατί εδώ δεν είναι ασφαλή; Και τώρα αποδεικνύονται αυτοί κατώτεροι και λιγώτεροι;
Τέτοιες σκέψεις στριφογύριζαν στο µυαλό µου από τότε που διάβασα για την µεγάλη κλοπή στο Βρετανικό Μουσείο. Μια κλοπή που παρ όλο που έχει ανακοινωθεί ήδη από πολλές ηµέρες, εξακολουθεί να τυλίγεται από ένα πέπλο µυστηρίου.
Αυτοµάτως, συνειρµικά σχεδόν, θυµήθηκα και τον περιβόητο λόρδο Έλγιν. Αυτόν που έγινε διάσηµος στην πατρίδα µας γιατί κατάφερε να αρπάξει πλήθος αρχαιοτήτων τόσο από τον Παρθενώνα όσο και από αλλού. Αυτές που έχουν γίνει το µήλον της έριδος µεταξύ της χώρας µας και του Ηνωµένου Βασιλείου. Η ιστορία του είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο λόρδος διορίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1798 ως πρεσβευτής της Αγγλίας. Η κύρια αποστολή του ήταν να ενδυναµώσει τις σχέσεις της χώρας του µε την Οθωµανική αυτοκρατορία, µιας και οι ναπολεόντειοι πόλεµοι είχαν πλήξει το γόητρο της γηραιάς Αλβιόνος. Εν όσω υπηρετούσε, επηρεασµένος από την πιθανότητα κέρδους αλλά και από τις γνώσεις του για τον αρχαιοελληνικό πολιτισµό, έστειλε µια οµάδα µε επικεφαλής τον Ιταλό ζωγράφο Λουζιέρι να αντιγράψει τα γλυπτά του Παρθενώνα και να πάρει εκµαγεία από αυτά, για να διακοσµήσει την έπαυλή του στην Σκωτία. Στην πορεία κατάφερε να του δώσουν οι Οθωµανικές αρχές µια άδεια για να πάρει µαζί του και µερικές πέτρες. Εκµεταλλευόµενος την χαλαρή διοίκηση του Οθωµανικού κράτους, τα µπαξίσια που κατέβαλε αφειδώς στον ντόπιο καϊµακάµη και αυτό το αµφιλεγόµενο έγγραφο, προσέλαβε εργάτες και άρχισε να αποσπά κοµµάτια από τον θαυµαστό ναό.
Η βιασύνη του να προλάβει πριν τον σταµατήσουν, έκαµε τους εργάτες του να κόψουν, να πριονίσουν, να αποσπάσουν αυτά τα µέρη των γλυπτών που ήθελαν τελείως απρόσεχτα, µε συνέπεια να τους προκαλέσουν µεγάλες ζηµιές. Στο τέλος αφού µάζεψε ο λόρδος αυτά που ήθελε τόσο από τον Παρθενώνα όσο και από τις Μυκήνες, την Αίγινα και αλλού, τα φόρτωσε σε πλοία και τα έστειλε προς την πατρίδα του. Το ένα πλοίο «ο Μέντωρ» ναυάγησε κοντά στα Κύθηρα. Τα επόµενα χρόνια ο Έλγιν προσέλαβε τους καλύτερους Καλύµνιους βουτηχτές, για να καταφέρουν να ανελκύσουν τους θησαυρούς του.
Οι αρχαιότητες δεν µπόρεσαν να φτάσουν ποτέ στο σπίτι του Έλγιν στην Σκωτία. Παρέµειναν σε µια ανήλιαγη αποθήκη στο Λονδίνο µιας και τα έξοδα που είχε καταβάλλει ο λόρδος για την αρπαγή, την µεταφορά και την ανέλκυση τους τον οδήγησαν στην χρεοκοπία. Αναγκάστηκε στο τέλος, στα 1816 να τα πουλήσει για 35,000 λίρες – τιµή πολύ κατώτερη των προσδοκιών του και της αξίας των- στο Βρετανικό Μουσείο όπου και βρίσκονται µέχρι σήµερα.
Πάντως διαβάζω πως από τότε, οι πράξεις του ήταν αιτία διένεξης. Πολλοί συµπατριώτες του τον κατηγόρησαν «ως κλέφτη και βάνδαλο που µε αθέµιτα µέσα λήστεψε σεβαστά µνηµεία του πολιτισµού» και η αγορά από το Μουσείο που τέθηκε σε ψηφοφορία, έγινε δεκτή µε πολύ µικρή πλειοψηφία –µε 82 έναντι 80 ψήφων. Ένας από τους σφοδρότερους επικριτές του υπήρξε ο Λόρδος Μπάϋρον όπου στα ποίηµατά του «Τσάϊλντ Χάρολντ» και «Η κατάρα της Αθηνάς» εξοµοιώνει τον Έλγιν µε τον Αλάριχο και τον Ηρόστρατο-αυτόν που έκαψε ένα από τα επτά θαύµατα του κόσµου, τον ναό της Άρτεµης στην Έφεσο. Λέγεται µάλιστα ότι όταν ο Μπάϋρον πληροφορήθηκε ότι ο Έλγιν είχε σκαλίσει τα ονόµατα το δικό του και τις γυναίκας του πάνω στις αρχαίες πέτρες, ανέβηκε τα έσβησε και έγραψε δίπλα στα λατινικά: ότι δεν έκαναν οι Γότθοι το έκαναν οι Σκώτοι-ο ‘Ελγιν ήταν Σκωτσέζος.
Το θέµα µε τα αρχαία που άρπαξε ο Έλγιν είναι ότι διαµοίρασε τα γλυπτά. Πολλές φορές από ένα κοµµάτι ίδιου έργου, το µισό βρίσκεται στην Αγγλία και το υπόλοιπο στην Ελλάδα. Γενικά ο λόρδος πήρε ότι του φάνηκε καλύτερο και ωραιότερο. Π.χ. από τους 97 σωζόµενους λίθους της ζωφόρου του Παρθενώνα οι 56 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 40 στην Αθήνα.
Πριν τελειώσω την µικρή τούτη αναφορά, δεν µπορώ να µην αναφέρω ένα άλλο άγαλµα που πήρε µαζί του ο Έλγιν. Αυτό της µιας από τις έξι Καρυάτιδες, που στήριζαν το Ερέχθειο. Την εποχή εκείνη, λέει ο θρύλος, οι Καρυάτιδες αποκαλούνταν τρυφερά από τους Αθηναίους “τα κορίτσια” ή “τα κορίτσια του Κάστρου” και ήταν τόσο αγαπητές από όλους, που µιλούσαν για αυτές σαν να ήταν ζωντανές. Το βράδυ της ηµέρας, που ο Έλγιν πήρε την µια, θρήνος και οδυρµός ακούστηκε από τις υπόλοιπες πέντε αδερφές της. Σύµφωνα µε τους περιηγητές, “το καταραµένο εκείνο βράδυ, που έχασαν την αδερφή τους, οι Καρυάτιδες ξέσπασαν σε θρήνο γοερό και ο θρήνος αυτός απλώθηκε στην πόλη από κάτω, µε τους πολίτες να κλαίνε και να σφαδάζουν”.
Από αυτά που διαβάζω πάντως, διαπιστώνω ότι είµαστε τυχεροί που ο Άγγλος λόρδος πήρε «µόνο» 244 αγάλµατα και ανάγλυφα. Ο ίδιος είχε σκοπό να αρπάξει και την Πύλη των λεόντων από τις Μυκήνες. ∆εν µπόρεσε εξ αιτίας του βάρους των λιονταριών. Ήθελε επίσης να πάρει αρχαιότητες και από την Ολυµπία. ∆εν µπόρεσε εξ αιτίας της τεράστιας δαπάνης του έργου.