Χιόνιζε χρόνους τώρα, επίµονα κι’ αδιάκοπα στα µαλλιά τού γέροντα, ασπρίζοντάς τα όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ. Ήταν ψηλός, και παρά τα ενενήντα του στέκονταν σαν κυπαρίσσι. Τα γένια του ποτάµιζαν, ίσα κάτω, πιο κάτω κι’ απ’ το στέρνο κι’ από την κοιλιά του ακόµη.
Από την µια πολέµαγε ο καιρός να τον ρίξει χάµω, και είχε δηλαδή όλα τα δίκια µε το µέρος του. Από την άλλη ευδοκούσε ο ∆εσπότης να µένει εκεί ξάγρυπνος, σβήνοντας αµαρτίες.
Αναρωτήθηκα µα ποιός είναι τέλος πάντων αυτός, που πάει κόντρα στους νόµους της φύσης; Ε, δεν άντεχα την απορία που µεγάλωνε µέσα µου και κίνησα να τον συναντήσω. Σκεφτόµουν πως έπρεπε να το κάνω, για να δώ αν ήταν τα πράγµατα, όπως τα περιέγραφαν αυτοί που τον συνάντησαν.
Φτάνοντας τον είδα από µακριά επάνω στο ύψωµα, να στέκει αγέρωχος, στητός καµαρωτός, µε τα χέρια δεµένα πίσω στην µέση και να αγναντεύει. Όσο περπατούσα όµως, ο γέροντας έµενε εκεί αλλά δεν τον πλησίαζα.
Αναζητώντας τον γέροντα που ήταν η προσωποποίηση της µετάνοιας, είχα πάρει κι εγώ την στράτα της. Ο γέροντας έστεκε εκεί µε όλη του την σοφία να χαµογελά στους οδοιπόρους του µυστηρίου και να τους βεβαιώνει µε το παράδειγµά του πώς βρίσκονται στο δρόµο το σωστό.
Γέρος γερός αγέραστος η µετάνοια. Γερός µε εµπειρίες γέροντα και µε εικόνα κατά πως τον θέλει ο ύψιστος. Φάρος ακίνητος, να οδηγεί όσους στη στράτα της µετάνοιας µε κρίση αµετάθετη βρεθήκαν οδοιπόροι.
Το όνοµα του γέροντα είναι το όνοµα του καθενός µας.
Η εικόνα του πού δείχνει λεβεντιά πνευµατική, είναι η αντανάκλαση προς τα έξω της πνευµατικής κατάστασης του καθενός µας.
Τά άσπρα µαλλιά θυµίζουν και καλούν για σύνεση, συµµόρφωση, φρονιµάδα, γιατί είναι ήδη αργά.
Ο Θεός περιµένει την µετάνοια του καθενός µας αλλά κι’ εγώ σκέφτηκα, πως δεν είναι πρέπον να παίζω µε την υποµονή του!