Το κλείσιµο των ΕΛΤΑ Μουρνιών µε έστειλε αναγκαστικά στη Σούδα για να ταχυδροµήσω κάτι αναγκαίο-βλέπετε το κέντρο των Χανίων έχει δύσκολη πρόσβαση για όσους έχουν κάποιο πρόβληµα.
Έτσι βρέθηκα µετά από πολύν καιρό στο µεγάλο λιµάνι του νησιού µας.
Η ωραία ηµέρα µε προσκαλούσε, κι αντί να γυρίσω πίσω προτίµησα να απολαύσω ένα καφέ στην αναπλασµένη πλατεία. Την χάζεψα ώρα πολύ. Οι σύντοµες επισκέψεις των τελευταίων χρόνων δεν µου είχαν επιτρέψει να δω και να συνειδητοποιήσω τις αλλαγές.
Θυµήθηκα παλιές εποχές τότε που, νεαρή φοιτήτρια την διέσχιζα ανελλιπώς γιορτές και διακοπές πηγαίνοντας ή γυρίζοντας στην πατρική εστία. Τότε, η πλατεία ήταν αλλιώτικη. Στο µέσον της δέσποζε ένα µπρούτζινο άγαλµα.
«Ο πρίγκηπας» λέγανε κι εγώ κοίταζα τον ευθυτενή άνδρα µε την στρατιωτική στολή το ξίφος, το επίσηµο καπέλο και τον προσπερνούσα, πάντα βιαστική. Μόνο τώρα τελευταία έµαθα ότι ήταν ο Γεώργιος, ο δευτερότοκος γιός του βασιλιά Γεωργίου του Α΄. Αυτός που ανέλαβε ως πρώτος αρµοστής της, την νεοϊδρυθείσα τότε αυτόνοµη Κρητική Πολιτεία. Σαν έφτασε για πρώτη φορά στην Κρήτη τον ∆εκέµβριο του 1898, εδώ στην Σούδα αποβιβάστηκε. Εδώ τον υποδέχτηκαν µε ενθουσιασµό οι Κρητικοί, ελπίζοντας ότι αυτός θα έφερνε την ελευθερία, που για δεκάδες χρόνια µε πολλούς αγώνες και αίµα γυρεύαµε. Στην πορεία, φάνηκε ότι το ζητούµενο το δικό µας, αυτόν δεν τον ενδιέφερε.
Γι αυτό ήλθε σε προστριβή µε τον Βενιζέλο και αναγκάστηκε µετά την επανάσταση του Θερίσου να εγκαταλείψει το νησί και την πόλη µας.
Ωστόσο την δεκαετία του 1950 οι Σουδιανοί προφανώς θέλοντας να αποτυπώσουν µια σηµαντική στιγµή της πρόσφατης ιστορίας, που τελικά µας οδήγησε στην πολυπόθητη ένωση, εγκατέστησαν στην µέση της κεντρικής τους πλατείας αυτόν τον ανδριάντα που τον είχε φιλοτεχνήσει ο γνωστός καλλιτέχνης Ιωάννης Κανακάκης.
Οι καιροί όµως αλλάζουν. Το 1984, σε εποχές που οι πολίτες έδειχναν µεγάλη διάθεση να απαλλαγούν απ ό,τι παλιό και κατά την γνώµη τους συντηρητικό, που τα πολιτικά πάθη ήταν σε έξαρση, αποφασίστηκε να αποκαθηλωθεί ο «πρίγκηπας», ξεχνώντας ότι είναι ένα καλλιτέχνηµα.
Βεβαίως εξέφραζε την εποχή του που σήµερα µπορεί να µην είναι αποδεκτή, όµως ως έργο τέχνης και καταγραφής µιας ιστορικής στιγµής, θα έπρεπε, νοµίζω, να τύχει καλύτερης µεταχείρισης. Κάποιες µεταγενέστερες προσπάθειες επαναφοράς του σε άλλο σηµείο, σκόνταψαν σε αντιρρήσεις συµπολιτών και µέχρι σήµερα το άγαλµα γερνάει πεταµένο σε κάποια αποθήκη.
Και βέβαια δεν θα µπορούσα να κλείσω αυτό το αφιέρωµα στην Σούδα των ενθυµήσεών µου, χωρίς να µιλήσω για το ΚΥ∆ΩΝ. Το πρώτο πλοίο της δικής µας, τότε, ΑΝΕΚ. Θυµάµαι σαν τώρα τις συζητήσεις στο σπίτι-που εµείς τα παιδιά δεν τις πολυκαταλαβαίναµε κιόλας- για το αν θα ήταν συνετό να αγοράσωµε µετοχές της νεοσύστατης και επισφαλούς, όπως φάνταζε, εταιρείας. Τι εταιρεία θάταν αυτή; ∆ικιά µας; µα δεν γίνονται αυτά τα πράµµατα. Που ξανακούστηκε κάτι τέτοιο;
Κι όµως, έτσι που όλος ο κόσµος είχε βάλει µπέτη, η εταιρία στήθηκε, λειτούργησε και κάποια στιγµή µετά από λίγα χρόνια ήρθε και το πολυπόθητο καράβι. Ένα καράβι που δεν θα ναυαγούσε. Που δεν θα µας έπνιγε. Που θα πήγαινε εµάς και τα παιδιά µας µε ασφάλεια στην πρωτεύουσα.
Όλα τα Χανιά περάσανε τότε από την Σούδα. Να το δουν, να το καµαρώσουν. Να το χαρούν. Ένα απίθανο όνειρο, απ αυτά που λες ότι δεν µπορεί να γίνουν πραγµατικότητα. Νάτο όµως, εδώ, τώρα. Ένα θαύµα!
∆ιαβάζω σε αναρτήσεις του διαδικτύου ότι όταν ανακοινώθηκε µέσα στη ΣΟΦΙΑ-πλοίο άλλων συµφερόντων που έκανε το ίδιο δροµολόγιο Πειραιάς Χανιά-ότι το ΚΥ∆ΩΝ κάνει το πρώτο του ταξίδι, όλοι οι Κρήτες επιβάτες την εγκατέλειψαν, πήγαν δίπλα στην ΑΝΕΚ, πλήρωσαν νέο εισιτήριο και έφυγαν µε το δικό τους καράβι.
Και κάπου αλλού ότι έρχονταν µέχρι και από την Σητεία φορτηγά για να βοηθήσουν στην µεγάλη προσπάθεια.
Όσο για µένα, το πλοίο αυτό έγινε κάτι σαν πατρίδα. Με το που έµπαινα ήµουν στο σπίτι µου. Με τον καιρό είχαµε µάθει όλα αυτά που έκαναν πιο εύκολη την ζωή µας, όλες τις γωνιές και τα µυστικά του. Τι γλέντια είχαν δει τότε τα καταστρώµατά του από τις φοιτητοπαρέες που σε τακτά διαστήµατα συναντιόµασταν και ξαναπιάναµε από την αρχή τον µίτο της επαφής! Τι ξενύχτια κι ατέλειωτες άϋπνες βραδιές πολιτικών συζητήσεων και διαφωνιών. Και το πρωί σαν φτάναµε στην πατρική γη να τρέξουµε, να βγούµε έξω, να χαρούµε την ρόδινη αυγή που έλουζε το πλοίο κι έβαφε όλη την περιοχή. Ένα πρώτο, ιδιαίτερο καλωσόρισµα.
Σήµερα, αναρωτιέµαι τι να µένει άραγε απ όλες αυτές τις µνήµες και τις θύµησες του παρελθόντος.
Η εικόνα του πάλαι ποτέ ένδοξου «πρίγκηπα» που τον είδα σε κάποιο έντυπο να κείτεται παραπεταµένος σε µιαν αποθήκη και που µου θυµίζει τις διδακτικές ιστορίες που µου έλεγαν µικρή. Από πού ξεκίνησε και που κατάντησε.
Αλλά πάνω απ΄όλα µου µένουν οι εικόνες από τα ρόδινα ξηµερώµατα πάνω στο κατάστρωµα του ΚΥ∆ΩΝ µε τον αέρα να ανεµίζει τα µαλλιά και να µεταφέρει σταγόνες πρωϊνής δροσιάς που µούσκευαν το πρόσωπο. Εικόνες της νιότης και µιας αλλοτινής νοσταλγικής εποχής.
δυστυχώς τώρα πλέον μπήκαν οι τίτλοι τέλους για την ΑΝΕΚ στην προχθεσινή γενική συνέλευση και θα χαθεί στην λήθη του χρόνου