Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Τα Χανιά που θυμάμαι: Σαντριβάνι

Συναντήθηκα αυτές τις μέρες με έναν παλιό μου συμμαθητή. Συμμαθητή του δημοτικού από την δεκαετία του 1960.

-Α, θυμάμαι μου είπε. Ερχόσασταν με τον πατέρα σου στο μαγαζί μας, στο λιμάνι.
-Ναι, του απάντησα. Τότε, που στο λιμάνι ήταν το δικό σας ένα από τα ελάχιστα μαγαζιά εστίασης που υπήρχαν. Τι ωραίες εικόνες που μου έχουν μείνει από εκείνες τις μοναδικές ημέρες της νιότης μας! Και από τα Χανιά που τότε ήταν αθώα, ανήκαν μόνο στους κατοίκους τους και σε μερικούς, πολύ λίγους, βαρεμένους καλλιτέχνες και αιθεροβάμονες ιδεολόγους που τα ανακάλυπταν τις περισσότερες φορές, από τύχη.
Και ξάφνου ήμουν πάλι παιδί
Κυριακή πρωΐ και όλη η οικογένεια με τα καλά της και σε απαρτία, να κατηφορίζει προς την Τριμάρτυρη για τον απαραίτητο εκκλησιασμό. Μετά το τέλος της λειτουργίας η μητέρα, όπως όλες οι νοικοκυρές στην εποχή αυτή, επέστρεφε στο σπίτι μόνη της, για να ετοιμάσει το κυριακάτικο γεύμα και ο πατέρας μάς έπαιρνε εμένα και τον αδελφό μου για τον καθιερωμένο περίπατο στο Σαντριβάνι –έτσι λέγαμε το λιμάνι τότε. Εκεί κάναμε την βόλτα μας περιδιαβαίνοντας τον χώρο από το Γυαλί Τζαμισί μέχρι στου Φιρκά. Μερικές φορές μόνοι μας. Τις περισσότερες φορές όμως, σμίγαμε με κάποιους φίλους του πατέρα. Τότε καταλήγαμε στην ψαροταβέρνα που διατηρούσε ο μπαμπάς του συμμαθητή μου, που εκείνη την εποχή ήταν ένα μικρό μαγαζάκι-καμιά σχέση με τα μεγάλα και με τους πολλούς πελάτες ταβερνεία των ημερών μας.

Από τις βδομαδιάτικες αυτές βόλτες διατηρώ πολλές αναμνήσεις. Από μια πόλη μικρή, συμμαζεμένη. όπου όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας και όπου οι ξένοι ήταν ελάχιστοι. Συνήθως συναντούσαμε κάποιους-πόσο παράξενοι μας φαίνονταν- στην μικρή προβλήτα μπροστά από το Γιαλί τζαμισί. Μπροστά σε ένα τρίποδο με ένα καμβά πάνω του να ατενίζουν την απέναντι πλευρά του λιμανιού-εκεί προς το Φιρκά. Στέκονταν εκεί και κοιτούσαν ….. Κοιτούσαν ώρα πολύ. Κοιτάζαμε κι εμείς, επισταμένα με μεγάλα μάτια και προσπαθούσαμε να καταλάβωμε τί έβλεπαν. Για μας ήταν μια εικόνα οικεία, συνηθισμένη, τα απέναντι οικήματα με τα πολλά χρώματα και τις ακανόνιστες γραμμές. Γι αυτούς τι ήταν άραγε αυτή η θέα, η πασπαλισμένη από το πρωϊνό φως που της έδινε μια ονειρική διάσταση; Σίγουρα ήταν μια εξαιρετική εικόνα γιατί μετά από λίγο έπιαναν τα πινέλα τους και με βιάση προσπαθούσαν να αποτυπώσουν στον καμβά ό,τι έβλεπαν τα μάτια μα και η φαντασία τους.
Θυμάμαι και το Γιαλί τζαμισί τότε, που στεγαζόταν εκεί το αρχαιολογικό μουσείο. Το είχαμε επισκεφτεί μια φορά. Θυμάμαι την εντύπωση που μου είχαν κάνει τα αγάλματα. Παιδί εγώ κι αυτά ήταν τόοσο μεγάλα. Με σπασμένα μέλη και πελώρια πέτρινα μάτια….. Τόσα χρόνια έχουν περάσει κι όμως ακόμα διατηρώ στην μνήμη μου αυτήν την φοβιστική εικόνα.
Θυμάμαι και το τουριστικό περίπτερο που κτίστηκε εκεί πίσω από το τζαμί. Αυτό που εν μία νυχτί το γκρεμίσαμε στην δεκαετία του 2010, γιατί είχε καταντήσει ένα απεχθές εξάμβλωμα. Όταν φτιάχθηκε όμως είχε κατασκευασθεί με πολλά όνειρα και προσδοκίες-άσχετα αν δεν έγιναν τελικά, πραγματικότητα.
Συνήθως στην βόλτα μας κάπου εκεί κοντά στο Φιρκά κάποιες φορές συναντούσαμε κι έναν ιδιαίτερο άνθρωπο. Με παραξένευε γιατί το δέρμα του είχε άλλο χρώμα-φανταστείτε ήταν ο πρώτος διαφορετικός άνθρωπος που είχα συναντήσει στην μέχρι τότε ζωή μου.
-Ο Σαλής, έλεγε ο πατέρας. Έμεινε εδώ και μετά την ανταλλαγή. Δεν ήθελε να φύγει.
Και το παιδικό μυαλό προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτά του εννοούσαν οι μεγάλοι. Ποια ανταλλαγή; Γιατί να φύγει; Γιατί ήταν έτσι μαύρος;

Θυμάμαι και κάποιες από τις κουβέντες της παρέας. Συνήθως ήταν πειραχτικές για εμάς τα μικρά παιδιά, μα θυμάμαι κι άλλες πιο σοβαρές, ακατανόητες τότε για μας. Για Τούρκους, για Βενετσιάνους, που έχτισαν τείχη γύρω από την πόλη μας για να την προστατέψουν. Για τον αρμοστή που ήρθε να κυβερνήσει το νησί και πάνω από τα κεφάλια μας έστεκε το παλάτι και το διοικητήριό του. Για τον Βενιζέλο, που σε τούτη την πλατεία έβγαζε τους λόγους του τους πολιτικούς. Και ότι εδώ τον έφεραν από το Παρίσι όταν έφυγε για το τελευταίο ταξίδι.
Όλα αυτά πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό μου στην κουβέντα μας με τον παλιό συμμαθητή. Η νοσταλγία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό και των δυό μας. Νοσταλγία για τα χρόνια της αθωότητας. Μα και νοσταλγία για μια πόλη που η ομορφιά της φανερώθηκε ξαφνικά σε δικούς και ξένους. Και από τότε έγινε πασίγνωστη, πολύβουη, μοντέρνα και όνειρο για πολλούς. Και άλλαξε, άλλαξε πολύ.
-Ναι, όμως αυτά τα Χανιά των παιδικών μας χρόνων δεν υπάρχουν πια, του είπα λίγο μελαγχολικά.
-Αυτά τα Χανιά ζουν μέσα στην καρδιά μας, μου απάντησε.
Με παρηγόρησε αυτή η κουβέντα. Ναι, είναι φυσικό. Όλα εξελίσσονται και αλλάζουν. Μα οι παιδικές μνήμες μένουν πάντα ατόφιες και ανάλλαχτες. Ακριβώς όπως τις βιώσαμε τότε, στα χρόνια της αθωότητας.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα