Ο ποιητής της Όμορφης πόλης, ο Γιάννης Θεοδωράκης, είχε μεγάλη αγάπη στην Κρήτη, στα Χανιά, στον Γαλατά του. Γεννημένος το 1932, ο μικρότερος αδερφός του Μίκη, έφυγε από την ζωή σε ηλικία μόλις 64 ετών αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο δημοσιογραφικό και ποιητικό έργο.
Ο κύκλος τραγουδιών ¨Λιποτάκτες” είναι η πρώτη συνεργασία των δυο αδερφών. Τα τέσσερα τραγούδια του κύκλου είναι τα μελοποιημένα ποιήματα που ο Γιάννης έγραψε μόλις 18 ετών, στην αρχή της δεκαετίας του ‘50 στα Χανιά. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου, για πολιτικούς λόγους, είχε αποβληθεί από όλα τα γυμνάσια της Αθήνας κι έτσι οι γονείς του τον έστειλαν να τελειώσει το γυμνάσιο στα Χανιά. Λίγο αργότερα κατέβηκαν κι οι γονείς. Η οικογένεια έμενε τότε στον Γαλατά, εκεί που συνήθιζε ο Γιάννης να γράφει, τα βράδια, στον κήπο του σπιτιού. Ο ίδιος περιέγραφε πάντα με μια γλυκιά ανάμνηση τις πρώτες μέρες στο σπίτι του Γαλατά.
“Η μητέρα είχε φροντίσει τέλεια το εσωτερικό του σπιτιού κι ο πατέρας φρόντιζε τον κήπο. Αγαπούσε τις τριανταφυλλιές και τους κρίνους. Ύδρευση δεν υπήρχε στο χωριό.Μια πηγή λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας πότιζε κι έπλενε τους κατοίκους. Δεν υπήρχε και ηλεκτρικό. Μόνο το κοινοτικό στους δρόμους. Φωτιζόμαστε με λάμπες πετρελαίου. Εμένα όμως δεν με ένοιαζε γιατί εγώ μόλις είχα ανακαλύψει ένα νέο κόσμο!”
Ο Γιάννης περνούσε μια δύσκολη εφηβεία αφού προσπαθούσε να ισορροπήσει τις ποιητικές ευαισθησίες του με το σκληρό πρόσωπο που “έπρεπε” να έχει ως έφηβος εκείνη την εποχή.
Προσπαθούσε να βρει κοινά σημεία με τους συνομηλίκους για να μπορέσει να γίνει αποδεκτός. Μην ξεχνάμε πως τότε η κοινωνία των Χανιών ακροβατούσε ανάμεσα στα όπλα και στις βεντέτες. Το σχολείο δεν αποτελούσε εξαίρεση αφού πολλοί μαθητές οπλοφορούσαν κάτι το οποίο ήταν πρωτόγνωρο για τον νεοφερμένο μαθητή Γιάννη. Ένιωθε συχνά μόνος έχοντας για καταφύγιο την ποίηση. Με τον καιρό απέκτησε αληθινές φιλίες οι οποίες κράτησαν για όλη του την ζωή. Η Κρήτη έμελε να γίνει η δεύτερη πατρίδα του κι η πρώτη στην καρδιά του. Ο ίδιος έλεγε για τα Χανιά όταν τα πρωτογνώρισε:
“Ήμουν ενθουσιασμένος που επιτέλους γνώριζα τα θρυλικά Χανιά. Περπάτησα μέχρι την Αγορά και θαύμασα την πρόσοψή της και την λειτουργικότητά της. Έπειτα περπάτησα μέχρι το Α’ Γυμνάσιο κι εκεί έστριψα στην Σπλάντζια όπου εκεί μου έκανε εντύπωση ο μιναρές.
Λίγο πιο κάτω έφθασα στον Κάτωλα. Είχα μπει στο εμπορικότερο μέρος της πόλης με καταστήματα μόδας και ζαχαροπλαστικής ιδιαίτερα προσεγμένα. Κι όταν βγήκα στο συντριβάνι, στην καρδιά της παλιάς πόλης,τότε ένιωσα σαν να βρίσκομαι στο πιο μαγικό μέρος του κόσμου. Από εκείνη την στιγμή ήξερα ότι αυτή η πόλη θα ήταν πάντα η όμορφη πόλη της καρδιάς μου.”
Ο Γιάννης μέσα στην θορυβώδη εφηβεία του γνωρίζει το λιμάνι. Με τους συμμαθητές του δεν χάνανε ευκαιρία να το επισκεφθούν κι ας ήταν μια “απαγορευμένη ζώνη”. Η καλή κοινωνία των Χανίων περιφρονούσε την κάτω μεριά του λιμανιού, το περίφημο Κολόμπο.
Εκεί κυκλοφορούσε ο κόσμος του περιθωρίου κι έτσι η αστική τάξη το απέφευγε συνειδητά. Το λιμάνι,το Κολόμπο,οι άνθρωποι του, οι κοπέλες που τολμούσαν να βρεθούν εκεί..όλα αυτά γοήτευαν τον Γιάννη κι έτσι γεννήθηκε το “Χάθηκα”, το ποίημα που ο Μίκης έκανε τραγούδι. Ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια. Ένα τραγούδι που αποτυπώνει τα χρώματα του λιμανιού, την μελαγχολία του εφήβου, την ματαιότητα, τον έρωτα.
“Χάθηκα μέσα στους δρόμους
που μ’ έδεσαν για πάντα
μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια.
Χάθηκα γιατί δεν είχα τα φτερά
και είχα εσένα Κατινιώ
γιατί είχα όνειρα πολλά
και το λιμάνι είναι μικρό
γιατί ήμουν πάντα μόνος
και θα μαι πάντα μόνος…”.
Ο Γιάννης έλεγε “Η μαγεία του Κολόμπου και η ποίηση που την ανακάλυψα στον κήπο του σπιτιού μας στον Γαλατά με φόντο το πορφυρό χρώμα του δειλινού με καθόρισαν”.
Το 1951 τελειώνει το γυμνάσιο. Ήθελε πολύ να συνεχίσει εκεί την ζωή του αφού τώρα πια είχε δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς. Αυτή την πόλη την αγάπησε, ανδρώθηκε μέσα της κι ανακάλυψε μια πλευρά του εαυτού του που μέχρι τότε αγνοούσε. Οι σπουδές όμως τον καλούσαν μακριά από την Κρήτη. Ένα βράδυ πριν φύγει για την Αθήνα κατεβαίνει στο παλιό λιμάνι. Το δικό του λιμάνι πια. Να αποχαιρετίσει…
“Έφευγα και δεν μπορούσα να συγκρατήσω την θλίψη μου. Όμως ο φάρος εκεί έστεκε φωτεινός και μου έγνεφε πως πάντα θα με περιμένει. Το φως του από τότε έμελλε να με συντροφεύει σε κάθε μου όνειρο κάθε μέρα, κάθε στιγμή.”
Το ποίημα του “Δακρυσμένα μάτια” συνδέεται με εκείνη τη εποχή
“Δακρυσμένα μάτια, νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια, ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους, κάτω απ τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα ας ήταν να βρεθώ…”
Ο ευαίσθητος ποιητής και η δική του Όμορφη Πόλη περπάτησαν μαζί για χρόνια. Τα καλοκαίρια του, πάντα εκεί στον Γαλατά,στο χωριό του, με τους κουμπάρους και τους φίλους που συναντούσε στο καφενείο του Ζωγραφάκη, με την απαραίτητη στάση στο Παντοπωλείο του Βρούβη για σαρδέλα και τσικουδιά, με τον Πολυχρόνη, τον Μαθιό, τον Γιάννη τον Ψαρομίλιγκα, τους Γαλατιανούς φίλους του που τραγουδούσαν τα ριζίτικα, τα γλέντια στον κήπο του Γαλατά. Με τα ατέλειωτα καλοκαιρινά μεσημέρια στου Σαλαβαντέ και τις βουτιές στο Καλαμάκι. Ο Γιάννης αγαπούσε τον Γαλατά. Κι ο Γαλατάς τον Γιάννη. Εμείς,τα παιδιά του, εισπράξαμε αυτή την αγάπη κι έτσι αγαπήσαμε το χωριό μας και τις ρίζες μας με το ίδιο πάθος.
Ο Γιάννης Θεοδωράκης δεν ήταν απλά ένας στιχοπλόκος αλλά ένας σημαντικός λυρικός ποιητής. Γενναιόδωρος, δίκαιος, μοναχικός, αφηγηματικός, έγραφε, τσαλάκωνε, πετούσε, και ξαναέγραφε…
Το ποίημα του “Όμορφη πόλη” γραμμένο για τα Χανιά, μελοποιημένο από τον Μίκη, γνωστό και ως “Θα γίνεις δικιά μου” έγινε ένα από τα πιο χιλιοτραγουδισμένα τραγούδια. Κι όταν ο Γιάννης αποφάσισε να έχει ως τελευταία του κατοικία το κοιμητήριο του Γαλατά, είχε ξανά το τραγούδι αυτό να τον συντροφεύει και να του μαλακώνει την ψυχή. Το τραγουδούσαμε όλοι στο τελευταίο του ταξίδι εκείνο τον Δεκέμβρη.
Τα Χανιά του Γιάννη Θεοδωράκη είχαν πάντα σημαντική θέση στον ψυχικό του χάρτη. Μια θέση συνδεδεμένη με την προσωπική του ιστορία η οποία τον καθόρισε. Μια θέση συνδεδεμένη με την ρίζα του.
“Όμορφη Πόλη φωνές, μουσικές
απέραντοι δρόμοι, κλεμμένες ματιές
θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου ….”