Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Τα χελιδόνια του Μοναχού: Επενδύοντας στον λόγο

Μαζί με τα χελιδόνια τής σκάλας τού ιατρείου μου ήρθαν φέτος από τα Χανιώτικα τα μέρη «Τα χελιδόνια του μοναχού». «Μοναχός» είναι ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης, στο πρόσωπο του οποίου σμίγουν οι ιδιότητες του δασκάλου και του ποιητή, και χελιδόνια είναι τα ποιήματά του.

Πρόκειται για το πέμπτο του ποιητικό βιβλίο και ακολουθεί τις συλλογές «Τα άλογα του χρόνου», «Κάζοβαρ», «Όταν γίνεις ποίημα» και «Όπως το ψωμί». Έχει ακόμη εκδώσει τρία βιβλία, ένα με πεζά και δύο με χρονογραφήματα, μια και από τα μέσα τής δεκαετίας τού 1970 είναι συνεργάτης τής εφημερίδας «Χανιώτικα Νέα».

Ο ποιητής στη γραφή του ακουμπά σε μια μακραίωνη παράδοση, τον χριστιανικό μυστικισμό, του οποίου τις ρίζες βρίσκουμε βαθιά στο πνεύμα τών αββάδων τής ερήμου και καταγράφεται στο Γεροντικόν, στοιχεία δε αυτού προβάλλονται στα συναξάρια τών αγίων, που κυκλοφορούν άφθονα και σε ταπεινές εκδόσεις. Ο ησυχασμός ως πρόταση ζωής επιβιώνει στις μέρες μας και βεβαίως εξακολουθεί και εμπνέει, για τούτο και πολλοί κοσμικοί συνάνθρωποί μας με υπαρξιακές, θα έλεγα, αναζητήσεις έλκονται από τη ζωή και τον λόγο ασκητών, χαρισματικών γερόντων ή και απλών μοναχών, και συρρέουν στα μοναστήρια, για να βιώσουν, έστω και για λίγες ώρες, μια πνευματικότητα, η οποία θα τους επιτρέψει να ελέγξουν ή και να αντέξουν την βιοτή, να την κάνουν ασφαλέστερη για τους ίδιους.

Το βιβλίο ανοίγει με το ποίημα που το τιτλοφόρησε και μαρτυρεί ότι ο συγγραφέας δεν μεταποιεί, αλλά επενδύει στον λόγο, από εκεί γυρεύει να φτάσει στον Λόγο: «Όσο αγαπώ τον Θεό, / τόσο τον γνωρίζω / κι όσο τον γνωρίζω, / τόσο αγαπώ τα πλάσματά Του, / είπε ο ηγούμενος στον μοναχό / και του ζήτησε / να το επαναλάβει. / Όσο γνωρίζω τα πλάσματα του Θεού, / τόσο τα αγαπώ / κι όσο τα αγαπώ, / τόσο γνωρίζω τον Θεό, / απάντησε ο μοναχός. / Ο ηγούμενος χαμογέλασε…».

Ο Κακατσάκης κάνει ποίηση, ησυχάζει λοιπόν, χωρίς να εφησυχάζει. Συλλαμβάνει με τον νου και τις αισθήσεις τον κόσμο και αποδέχεται την σύνθεσή του. Η ζωή και οι ανάγκες της μας οδηγούν στη σύνθεση των αντιθέτων και αυτή είναι η βάση τής αρμονίας. Ορίστε τα περιστέρια, τα αγαπημένα τής Αστάρτης πουλιά, δηλαδή της Αφροδίτης, τα στρουθιά τής ειρήνης και του έρωτα: «Συνυπάρχουν στην ίδια αυλή / οι μοναχοί με τα περιστέρια / και τελούν, / από κοινού και με ευλάβεια, / τις ιερές ακολουθίες. / Αντανακλώντας στα φτερά των / όλα τα χρώματα εκείνα, / απορροφώντας όλα τα χρώματα / στα ράσα των εκείνοι. // Λευκό ονειρεύεται τα βράδια / το ράσο του ο μοναχός».

Όλα έχουν λόγο στη ζωή, ο Θεός ξέρει, και αυτά «Τα σπουργίτια του μοναστηριού». Είναι οι ατσέλεγες της κρητικής διαλέκτου, που μπορεί μεν ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης ορθώς να ετυμολογεί από το βενετσιάνικο celega, zelega (Κρητολογικά Μελετήματα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001), όμως ο Μανώλης Ι. Πιτυκάκης (Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, Έκδοση Πολιτιστικής και Λαογραφικής Εταιρείας, Νεάπολις Κρήτης 1983), παραπέμποντας στον Άνθιμο Γαζή, που στο λήμμα “στρουθός” σημειώνει ότι «και οι στρουθοί εισίν οχευτικοί», παρετυμολογεί από το “ασελγής”, εξάπτοντας τη λογική μας. Με αυτά κατά νου διαβάζω το ποίημα: «Όλα τα γύρω σπουργίτια, / τις χειμωνιάτικες μέρες, / στα παράθυρα του μοναστηριού. / Εκεί διστακτικά / στο να χτυπήσουν / ή να μη χτυπήσουν τα τζάμια, / και τα σπουργίτια-πρόσφυγες / που έχουν καταφτάσει από τα πέριξ. // Κάνουν στην άκρη τα γειτονάκια / να πάρουν πρώτα συσσίτιο / τα ξενάκια. / Φτάνουν και περισσεύουν / τα ψίχουλα που αφήνουν / στα περβάζια οι μοναχοί, / σκέφτονται. // Μεγάλη υπόθεση να είσαι σπουργίτι».

Με την ποίησή του ο Κακατσάκης επικαιροποιεί και ανανεώνει την κρητική περί ζωής αντίληψη, την οποία ιδανικά περιέγραψε, ίσως και όρισε, ο Καζαντζάκης. Με ένα ποίημα δίνει τη δική του αναφορά, μια «Αναφορά στον Νίκο Καζαντζάκη», μνημονεύοντας στις σημειώσεις του τον μακαριστό μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίο Γαλανάκη, ο οποίος σε ομιλία του «είχε παρομοιάσει τον Καζαντζάκη με ένα πουλί πάνω από την άβυσσο, που μπορεί να επιστρέφει από την κόλαση στον παράδεισο»: «Πέθαινες κάθε μέρα, γεννιόσουν κάθε μέρα, / αρνιόσουν ό,τι είχες κάθε μέρα. / Δε ζύγιζες, δε μετρούσες, δε βολευόσουν, / ακολουθούσες το δικό σου χτυποκάρδι. / Κοίταζες τον φόβο κατάματα / κι αυτός φοβόταν κι έφευγε. / Παρατηρούσες τον κόσμο με κρητική ματιά / και παράγγελνες ν’ αγαπά ο άνθρωπος την ευθύνη. / Χρέος του καθενός να σώσει τη γης, / δικό του το φταίξιμο, αν δεν τη σώσει, έλεγες. // Παραπέρα, / παρακαλούσες τον Χριστό να κάμει / τις κάμπιες της καρδιάς πεταλούδες, / ενώ έλεγες ότι Θεός δεν υπάρχει, / αφού υπάρχουν παιδιά που πεινούν / και ζητούσες από την αμυγδαλιά / να σου μιλά για τον Θεό / για να τη βλέπεις ν’ ανθίζει. // Ένθεος άθεος και άθεος ένθεος / ο Αετός της αβύσσου».

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα