Με τη νέα, σε ψηφιακή έκδοση, ποιητική συλλογή, “Τα Χελιδόνια του μοναχού”, ο εκλεκτός συνάδελφος, ποιητής και παλαιόθεν φίλος Βαγγέλης Κακατσάκης , ανοίγει ένα νέο παράθυρο προς τον κήπο του Θεού, στο περιβόλι της πίστης, όπου Καπεταναίοι και Άγιοι, χαροκόποι της ζωής και γραμματιζούμενοι, αμαρτωλοί και δίκαιοι, όλοι μπορούν, ν’ αναζητήσουν τη δροσιά, ν’ ακουμπήσουν το σώμα, τα πάθη, και τις προσευχές, την καρδιά τους.
«Τα Χελιδόνια του μοναχού», Με την Άνοιξη στα φτερά και Αναστάσιμη πνοή στο πέταγμά τους, με ήχους και ύμνους , προς τον Θεό, τον άνθρωπο και τη φύση στο τιτίβισμά τους, έρχονται, ανασηκώνουν τη βαριά κάπα της χειμωνιάτικης νύχτας. Ανοίγουν χαραμάδες στο φως, να περάσει, να φωτίσει, να δούμε, και να γνωρίσουμε τα πλάσματα Του.
«… Όσο γνωρίζω τα πλάσματα του Θεού τόσο τ’ αγαπώ και όσο τ΄ αγαπώ τόσο γνωρίζω το Θεό», το Θεό που τα έταξε να ζουν αρμονικά, «Μαζί τ’ αηδόνια με τις καρακάξες/ Μαζί τα χαμομήλια με τις τσουκνίδες/ τα πρόβατα με τα γίδια./ Ζητείται βοσκός».
Συνειδητά ο ποιητής, με την επωδό στο ποίημα «Αγγελία», «Ζητείται βοσκός», αφήνει στον Αναγνώστη την ελευθερία μα και την ευθύνη να τον αναζητήσει, και να τον αγαπήσει, ενώ ο ίδιος «ομολογεί» την παρουσία Του, μέσα στα πλάσματα Του»
«Ζητείται βοσκός», ή πιότερο η «Ανευθυνότητα» να γίνει «ευθύνη», να αγαπήσουμε τα πλάσματά Του, να «φυτέψουμε τριανταφυλλιές» για να ζήσουμε την «ευλογία να τις χαρίζουμε», και έτσι να «γευθούμε» το χαμόγελο της χαράς, μετουσιωμένο σε φως και
Άνοιξη της καρδιάς.
Δική μας η ευθύνη να ανακαλύψουμε και να χορτάσουμε από «το χαμόγελο του Διάκου», να περάσουμε την «Πύλη της μετανοίας», σπουδάζοντας το «ο γυμνός Άγιος» και
να παρακολουθήσουμε στις Κατούνες του Νίππους, με τους « οι Προσελθόντες», τη γιορτή τ’ Αγίου Πνεύματος, μα προπάντων να ζήσουμε την ώρα της διανομής του αντίδωρου, όπου για τους, ως ει παρόντες, προσφιλείς κεκοιμημένους, ο ποιητής, αινιγματικά θέτει το δίλλημα. «Διχασμένες είναι οι γνώμες αν παίρνουν ή δεν παίρνουν αντίδωρο πριν αποχωρήσουν», ενώ ο ίδιος στέκεται δίπλα τους, νοιώθει την ανάσα τους, ακολουθεί τα βήματά τους. Παρόντες πάντα, στο γιορτάσι της ζωής, ακούνε, βλέπουν και αμφίδρομα, κοινωνούν, και μας κοινωνούν
«Τα χελιδόνια του μοναχού». Ύμνος, με αμέτρητες ποιητικές υπομνήσεις και αναφορές στα υπερκόσμια και ιερά της εκκλησίας, μα και των ανθρώπων, που όντες μύστες των αξιών, των θυσιών και τις προσφοράς εργάτες, ως χελιδόνια, σπαθίζουν τον αέρα, τιτιβίζουν, ανατροφοδοτούν και χαροποιούν τον συν- άνθρωπο.
Να σταματήσουμε σε όλα αδύνατον. Τυχαία, επιλογή και αναφορά σε ελάχιστους τίτλους, τολμούμε: «Σταγόνα λάμψης», «Η Αγία Μαρίνα και οι Δαίμονες», «Το κλάμα του Αγίου», «Των Ειρηναίων», «Η πίστη και το σπίτι», «Το μοναστήρι των γλάρων», «Ιλάσθητί μοι», «Λαέ μου», «Βρέχει», «Το γιασεμί κι οι κρίνοι», « Μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης. Εσαεί», «Διαφωνία», «Η Παναγία της Υπαπαντής» και «Εχει ο Θεός», μια φράση που καθημερινά, στα δύσκολα και τα εύκολα, κυλάει στο στόμα μας, μαζί με «το Παναγία μου» που «είναι έτοιμη πάντα, να προστρέχει, σε βοήθεια, όλων όσων έχουν την ανάγκη της» και που αποδεικνύει την ενδόμυχη θεία ελπίδα και πίστη σ’ Εκείνον που με αρμονία δημιούργησε τον κόσμο και τη ζωή.
«Εχει ο Θεός». «Μια μεγάλη χαρτόκουτα,….το σπίτι του στην οδό Αστέγων . Ένα στρώμα, μια κουβέρτα, ένα μαξιλάρι, μία πετσέτα, ένα σκαμνί,…. ένα πιάτο, ένα ποτήρι, ένα πιρούνι, ένα κουτάλι… .Για τον άρτο τον επιούσιο έχει ο Θεός.»
Eνα, μία, ένα. Όλα από ένα στο παλάτι της χαρτόκουτας, με το βοριά να πριονίζει τα κόκκαλα, με τη βροχή να μουσκεύει το στρώμα, με.. το χαμόγελο, ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο που περίεργα λοξοκοιτάζει και «λυπάται» την ερημιά του.
Όλα ένα, κάποια, ίσως και να περισσεύουν, όταν Εκείνος είναι παρόν. Όταν το «Κύριε ελέησον, με άκρα ταπείνωση, ως του τελώνη, από στόμα ψυχής αναπέμπεται προς Αυτόν.
«Κύριε ελέησον.»