Θα σε ‘βρω πάλι στα ματωμένα χώματα. Που μόνο το λιόγερμα του νου ξέρει τα μυστικά τους. Κι ύστερα κόβεις τους κάβους. Ξεκινάς. Το άγνωστο είναι πιό ασφαλές από ένα δίμουρο γνωστό. Κι ένα φρέσκο μεσονύχτι, χάδι, στο, μέσα μου, λαβωμένο θεριό. Και κάθε στεγνό δάκρυ, το ουρλιαχτό του σκοταδιού. Κι η σιωπή, φίλη πιά. Δε θέλω πιά να ‘ρθω. Θέλω διαρκώς ν’ απομακρίνομαι από τον ψεύτη Πουνέντε. Να πας αντίθετα στο χτες, στο τώρα και στο αυριο, θέλει τις κοχόνες του Δράκου. Να πας όπου αγαπάς. Είναι ο μόνος δρόμος, που σέβεται το στεγνό σου δάκρυ. Δεν παίζω πιά το παιχνίδι. Ξέρεις, μόνο με σένα μοιράζομαι τις σιωπές της πάχνης. Προτειμώ τη μοναξιά των ατέλειωτων διαδρομών. Από ένα συμβατικό χάδι. Γι’ αυτό θα ‘μαι πάντα μακριά. Μοιάζουμε ξέρεις. Τώρα το καταλαβαίνω. Δε θυμάμαι πιά το πρόσωπό σου. Είναι τα χίλια πρόσωπα του σκοταδιού μαζί. Κάποιος περαστικός Μύστης, μου είπε κάποτε ”εσένα σου ταιριάζει το λυκόφως κι ας μιλάς γι’ αυγή”. Και μοιάζει αυτό που νιώθω, πειραγμένη ροκ μπαλάντα. Ησουν μισό αιώνα μπροστά. Κι αυτό είναι κατάρα κι ευλογία. Τα ονόματά σου όλα, καζάνι με ζεστή ρακή. Κι όμως το αληθινό σου όνομα, δε το ‘μαθα ποτέ. Πίνω τη ρακή με όλα σου τα ονόματα. Αυτά τα άγνωστα. Που σιγοκαίνε όλες μου τις νύχτες. Και θα μείνω πάντα, δραπέτης του λυκόφωτος. Ρεμπέτισσα σιωπή, κάθισε να πούμε δυό κουβέντες. Κι αν μίκρυνε λίγο η νύχτα, είναι πολύ μεγάλη ακόμα. Έχουμε καιρό.