«Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει,/ και η γη το Σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει./ Άγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογούσι./ Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι./ Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, Παιδίον νέον,/ ο προ αιώνων Θεός». (Σε μετάφραση: Η Παρθένος σήμερα τον Υπερούσιο γεννά/ και η γη προσφέρει το σπήλαιο στον Απρόσιτο./ Οι Άγγελοι με τους βοσκούς δοξολογούν/ και οι Μάγοι μαζί με το άστρο οδοιπορούν./ Γιατί για μας γεννήθηκε (σαν) Παιδί νέο/ ο πριν απ’ τους αιώνες Θεός). Το εόρτιο κοντάκιο των Χριστουγέννων, έργο του Ρωμανού του Μελωδού.
«Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη/ λυγούν τα πόδια/ και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους/ τ’ άδολα βόδια.// Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα/ σταυροκοπιέται/ και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα,/ Χριστός γεννιέται!// Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη/ κάποιοι ποιμένες/ ξυπνούν από φωνές ύμνων θεόσταλτες/ στη γη σταλµένες./ Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ’ αγγέλων στόµατα/ στον σκόρπιο αέρα,/ τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα/ µε τη φλογέρα.// Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη/ -ποιος δεν το ξέρει;-/ των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ’ αστέρι.// Κι όποιος το βρει µες στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει/ σε μια άλλη Βηθλεέµ ακολουθώντας το,/ μπορεί να φτάσει». Το ποίημα “Νύχτα Χριστουγεννιάτικη” του Γεωργίου Δροσίνη.
«Να ’µουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,/ την ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός στον ήλιο του το µάτι!/ Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,/ το στέµµα των ακτίνων του γύρω στο µέτωπό του.// Να λάµψω από τη λάμψη του κι εγώ σαν διαμαντάκι,/ κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,/ να µοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία/ που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία». Απόσπασμα από το ποίημα “Χριστούγεννα” του Κωστή Παλαμά.
«Ήμασταν τρεις,/ τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω/ κι αισθάνομαι τα χέρια μου/ πότε άδεια, πότε βαριά./ Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα/ του κόσμου, τώρα κανείς/ δε βασιλεύει με βεβαιότητα./ Σκοτάδι βαρύ./ Ποιος μ’ οδηγεί;/ Δίχως συντροφιά,/ δίχως άστρο κανένα πηγαίνω./ Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω, συμφορά της στέρησής Του./ Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας/ κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι της παράφορης τούτης εποχής,/ τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς,/ να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη/ να βρούμε την προσφορά./ Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας ο τόσος αγώνας./ Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν/ άλλοτε, δώρα απλά./ Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά./ Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,/ χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,/ δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω./ Εν συντριβή βαδίζοντα». Από το ποίημα “Το ταξίδι των Μάγων” της Ζωής Καρέλλη.
«Παιδικά χρόνια. Δίπλα στο τζάκι/ Τρίζει η κουτσούρα/ Φωτιά εγγαστρίμυθη φοβερίζει/ (ή μήπως τώρα νανουρίζει;)/ Άρωμα από καμένες πορτοκαλόφλουδες/ Φρέσκο λάδι, ψημένες στη χόβολη πατάτες/ Καρύδια και μουσταλευριά από κάλαντα φιλεμένα./ […] Τώρα σε ζεστό σπίτι με ψυχή κρύα/ προσπαθώ να ανάψω τη χόβολη της μνήμης. Αλλά όλα έχουν νοτίσει/ Μάταια εκπέμπει το SOS στην κορφή του Χριστουγεννιάτικου δέντρου/ κι άπελπις περιμένω/ τον άγγελο των παιδικών μου χρόνων/ που έχασε για πάντα/ το δρόμο του στο χιόνι». Από το ποίημα “Χριστουγεννιάτικοι αναβαθμοί” του Γιάννη Κουβαρά.
«“Την προσευχή σας πρώτα”/ μακρινός απόηχος/ με ξάφνιασε της μάνας μου η φωνή./ Η γαλοπούλα επέμενε στην παχουλή της αμεριμνησία./ “Ξέχασες την καρέκλα του αδελφού σου”,/ μίλησε ξανά η μάνα/ κι η πένθιμη γραβάτα του πατέρα μου/ σκούρηνε ακόμα πιο πολύ./ Ύστερα ο πατέρας ξεχνώντας ότι δεν θυμάται πια/ προσφώνησε τους καλεσμένους μας απόντες/ ενώ εγώ, μια εξαίρεση σ’ όλην αυτήν την απαρτία/ των νεκρών ασφυκτιούσα/ με την ανθρώπινη τη σάρκα μου ντυμένη/ Και τα λαμπιόνια του έλατου/ συντονισμένα με τους κτύπους της καρδιάς μου/ αναβοσβήνανε άρρυθμα// Τα παιδιά μου που ήρθανε αργότερα/ για να μας πουν τα κάλαντα/ απόρησαν που δεν μπορούσανε/ να βρούνε πουθενά το σπίτι». Το ποίημα “Χριστούγεννα στο πατρικό μου σπίτι” της Αγγελικής Σιδηρά.
«Άναρχος Θεός καταβέβηκε/ και εν τη Παρθένω κατώκησεν/ έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ./ Χαίρε Δέσποινα!/ Βασιλεύς των όλων και Κύριος/ ήλθες τον Αδάμ αναπλάσασθαι/ έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ./ Χαίρε άχραντε!/ Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρετε,/ τάξεις των Αγγέλων ευφραίνεσθε/ έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ./ Χαίρε Δέσποινα!/ Δέξου, Βηθλεέμ τον Δεσπότη σου,/ Βασιλέα πάντων και Κύριον/ έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ./ Χαίρε Δέσποινα». Από τα Βυζαντινά Κάλαντα (Κοτύωρα Πόντου). Καλά Χριστούγεννα, φίλες και φίλοι!