Hτανε στ’ αλήθεια δύσκολα κεινανά τα χρόνια. Οι γι υποχρεώσεις κι οι γι απαιτήσεις τση καθημερινότητας, δεν αφήνανε κιανένα ν’ απομείνει όφκαιρος.
Γι’ αυτό και την ώρα τση δουλειάς, σαν εταίριαζε βέβαια, το διασκεδάζανε οι γι αθρώποι κεινουνά του καιρού με τραγούδια, γή εχωρατεύανε ο γεις τον άλλο, κι έτσα επέρνα η γι ώρα ντωνε κάθε φορά κι επερνούσανε οι γι ημέρες κι αλλάσσανε οι γι εβδομάδες κι οι μήνες. Χαρές και γέλια τ’ απόβραδα στσ’ αποσπερίδες στσι γειτονιές. Φωνές και τραβάγιες από τα κουζουλοπαίχνιδα τω κοπελιώ κεινουνά του καιρού. Αποσπέρας κι όσο επέρνα η γι ώρα, εσβήνανε τα λυχναράκια ντωνε γή τσι λάμπες πετρελαίου παραΰστερα, ένα ένα τα νοικοκυριά κι εκοιμούντανε, γιατί ταχιά ‘τανε καματερή κι ήπρεπε νά ’ναι έτοιμοι επί ποδός μάχης, όπως ελέγανε, αξημέρωτα. Με τουτουσάς τσοι ρυθμούς εμεροξημερώνουντανέ τοτεσάς οι γι αθρώποι κι ο ένας μήνας εδιαδέχουντανε τον άλλο. Έτσε καιρός ήτανε και τοτεσάς απού η θύμησή μου με σεργιανίζει τουτεσές τσ’ ώρες.
Πριν από λίγες μέρες ο Πρωτογούλης είχε παραδώσει τη σκυτάλη για τη συνέχεια τσ’ ετήσιας πορείας στο Δευτερογούλη, γι’ αυτό κι οι θεριστάδες κι οι θερίστριες είχανε αναντρανίσει από το ζόρε του θερισμού. Και τα σούρτα φέρτα των κουβαλητάδω απου εχτίζανε τσοι θεμωνιές γύρου γύρου από τ’ αλώνια είχανε αραιώσει για τα καλά, φως – φανάρι πως ο θερισμός ήτανε στα ξεπνέματά ντου, κι ο μήνας του θερισμού είχε παραδώσει τη συνέχεια στον αλωνάρη μήνα πούναι ο Ιούλης.
Αποπαέ και πόδε, οι χωριανοί εστρατοπεδεύανε από το κολατσιδάκι κι ύστερα στσ’ απαλωνιές, κάτω από τσοι παχιούς σκιανιούς τω χαρουπιδώ, ήτανε ούλη η γι οικογένεια. Κι αποκειά καθένας με τη σειρά ντου ανέβαινε στο βωλόσυρο για να κάμει τη δούλα ντου, κι άλλος πάλι, με το θρινάκι να συμπαίνει τσοι δρόμους απου έκανε ο βωλόσυρος με το πέρασμά του με τσ’ ατέλειωτους κύκλους του. Τουτονά εγίνουντανε ώστενα που ο ήλιος έπαιρνε την απογευματινή του κλίση κι οι γι αχτίνες του εχάνανε την ένταση τση θερμοκρασίας απούχανε, κι η συνέχεια εμεταφέρουντανε για τσ’ επόμενες μέρες, ώσπου ετέλειωνε η κάθε θεμωνιά κι αρχίνα το λίχνισμα. Που κι εκείνο είχε τα δικά του βάσανα και τσοι πολλές του ταλαιπωρίες με τσ’ άπνοιες των αέρηδων και τσοι στριφαδούρες.
Ύστερα όμως από τσοι κόπους και τσοι ταλαιπωρίες του λιχνιστού ήρχουντανε κι η γι ευλοημένη ώρα τση καινούργιας σοδειάς με το λιχνισμένο καρπό σωριασμένο, πεντακάθαρο στη μέση τ’ αλωνιού, έτοιμο για σάκιασμα. Κι αποβραδίς κιόλας, η καλή νοικοκερά εκοσκίνιζε κι ετοίμαζε το πρώτο μιγόμι για να το πάνε ταχιά στο μύλο γι’ άλεσμα, έτσα για το καλό. Κι αποβραδίς τσ’ ίδιας ημέρας θα ‘ν’ ανάπηζε και ταχιά ταϊτέρου θαν’ εζύμωνε από τση καινούργιας σοδειάς τ’ αλεύρι το φρέσκο ψωμί. Έτσα κάθε μήνας είχε τσοι δικούς του κόπους, ιδρώτες και ταλαιπωρίες, παράλληλα όμως είχε καθένας και τσ’ ευχάριστες στιγμές π’ απολαμβάνανε κάθε φορά οι γι αθρώποι μ’ ευχαρίστηση, τ’ αγαθά από τσοι κόπους τωνε όπως είδαμε προηγουμένως.
Εν τω μεταξύ οι τζιτζίκοι εντείνανε το τραγούδι ντωνε για να ωρμάσουνε τα σταφύλια, όπως ελέγανε οι γι αθρώποι κείνουνά του καιρού. Μα αν ούλοι οι μήνες ήτανε φορτωμένοι με αγροτικές υποχρεώσεις, καθένας είχε ακόμη και τσοι δικές του θρησκευτικές, κοινωνικές και εθνικές υποχρεώσεις. Γιατί οι γι αθρώποι του παλιού καιρού είχανε ευαιστησίες κι ενδιαφέροντα, γι’ αυτό και ξεχωρίζανε τσοι καματερές από τσ’ αργίες και τιμούσανε τσ’ εθνικές επετείους με το σεβασμό που τωνε έπρεπε. Και με την αιτία τουτονά των αργιώ εβρίσκανε κι εκείνοι την ευκαιρία και δεν αφήνανε το βιόν τωνε ανεόρταστο “παρά την εκλέφτανε τη μια του χάρου”, κατά που λέγανε τσοι μέρες απού εγλεντούσανε. Κι αναστορούμαι με συγκίνηση τσοι γερόντους κείνουνα του καιρού ν’ αναθιβάνουνε τσοι κακουχίες, τσοι κιντύνους και τσοι ταλαιπωρίες τω πολέμω και τω ξεσηκωμώ για χάρη τση πίστης του Χριστού τσ’ Αγίας και τση πατρίδας την ελευτερία.
Γιατί για όσους βρίσκουνε το καιρό και ξεφυλλίζουνε την Ιστορία του έθνους μας θα το κατένε πως υπήρξανε χαλεποί καιροί που οι πρόγονοί μας το ήπιανε το ποτήρι τση σκλαβιάς και νιώσανε τη κακία και το μίσος τω καταχτητώ και με αγώνες και θυσίες τη ξαναφέρανε την ελευθερία στο τόπο μας. Ακόμη αναστορούμαι τσοι μανάδες του παλιού καιρού, τα σκολόβραδα να θυμιάζουνε τα ‘κονοστάσια τω σπιθιώ ντωνε και ν’ άφτουνε το καντηλάκι απού ήτανε κρεμασμένο εκειά. Και ταχιά ταϊτέρου συγκούρμουλες οι γι οικογένειες εξεκινούσανε για να λουτρουιθούνε στην εκκλησία απού εόρταζε κάθε φορά. Άλλοτε στα μεγάλα πανηγύρια τω χωριώ, γή τω Μοναστηριώ κι άλλες φορές εδά πάλι στα μικιά πανηγυράκια τω ξωκλησιώ απού είχανε φυτεμένα στσ’ ένα γύρω κακοτοπιές, η πίστς κάποιων ευσεβών Χρισιανώ, ίσως και σε χαλεπούς για τη πίστη μας καιρούς.
Έτσα ούλοι οι μήνες του χρόνου είχανε τσοι κόπους, τα βάσανα και τσ’ υποχρεώσεις των ταπεινώ προγόνω μας, μα παράλληλα είχανε και τσοι δικές τωνε διεξόδους και βρίσκανε τρόπους και ξεχνούσανε τα βάσανά ντωνε και βρίσκανε ευκαιρίες κι απολαμβάνανε τα αγαθά από τσοι δουλειές απου εκάνανε. Ήτανε στ’ αλήθεια δύσκολη η ζωή ντωνε μα ‘τανε γουστόζικη. Γιατί εκουράζουντανε τα κορμιά ντωνε με το κάματο τση μέρας, μα ‘τανε ανάλαφρες κι ευχαριστημένες οι ψυχές τωνε. Με τουτεσάς τσοι συνήθειες και τσοι δυσκολίες μ’ αναθρέψανε οι μακαριστοί γονείς μου που μπορεί τα γράμματά ντωνε να ‘τανε λιγοστά μα ‘χανε πλούσια ψυχικά αποθέματα απού οι μανάδες του καιρού κεινουνά όπως γράφω και στο βιβλίο μου “ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ”, τα φυτεύανε με τσοι χτύπους τση καρδιάς τωνε στα κοπελάκια απού αναθρέφανε. Γι’ αυτό και από μεγάλη εκτίμηση κι απέραντη ευγνωμοσύνη το ‘γραψα τουτονά το βιβλίο και για να θυμίσω στσοι καινούργιες γενιές πως οι δυσκολίες κι η φτώχεια δεν αλικοντίζουνε να κάμουνε τσοι δικές τωνε οικογένειες αλλά το θάρρος κι η αγωνιστική διάθεση. “Τα αγαθά κόποις κτώνται”.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Πολλά τα έτη σας αναγνώστριες κι αναγνώστες μου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Όφκαιρος = Χωρίς δουλειά
Χωρατεύω = Λέω αστεία
Τράβαγια = Φασαρία
Ταχιά = Αύριο
Καματερή = Εργάσιμη
Πρωτογούλης = Ιούνιος, πρωτο-Ιούλης
Αποσπέρας = Αποβραδίς
Δευτερογούλης = Ιούλιος
Αναντρανίζω = Ανασηκώνομαι
Αποπαέ και πόδε = Από δω και ύστερα
Κολατσιδάκι = Πριν τις 10 η ώρα το πρωί
Αποκειά = Από εκεί
Βωλόσυρος = Αλωνιστικό εργαλείο
Δούλα = Η ώρα της απασχόλησης στο αλώνισμα
Θρινάκι = Ξύλινο μεγάλο πιρούνι με δόντια.
Συμπαίνω = Τροφοδοτώ τις διαδρομές του βωλόσυρου
Σριφαδούρες = Οι συχνές αλλαγές της πνοής του αέρα.
Μιγόμι = Μισό φορτίο στάρι ή κριθάρι για το μύλο, για άλεσμα.
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Αναπήζω = Αναπιάνω με προζύμι και αλεύρι φύραμα ζύμης.
Ταχιά ταϊτέρου = Αύριο πρωί
Αναθιβάνω = Διηγούμαι
Κατένε = Ξέρουνε
Αφτω = Ανάβω
Συγκούρμουλοι = Όλοι μαζί
Μικιά = Μικρά
Αλικοντίζω = Εμποδίζω