Τον Δεκέμβρη που πέρασε θαρρώ, σώριασα κάποιες λέξεις από κείμενα του Μ. Καραγάτση1. Τούτο ήθελα να κάμω και σήμερα με αποσπάσματα από το διήγημα “Το νερό της βροχής”.
Καλή σας ανάγνωση:
« – Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου !
Αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά να φύγει ούτε λόγος! Ήθελε σώνει και καλά, ν’ ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην τον καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν – τι κακό πάλι τούτο…
Άρχισε, λοιπόν τις συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσει τα χταποδάκια που του ’λαχαν στα βράχια σήμερα, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά και αυτός δεν συνταιριάζουν…
Ο μαγαζάτορας όμως είχε αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο. Η φουφού του μαγαζιού ήταν πιασμένη για τις γόπες των ναυτικών.
– Ό,τι άλλο Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς. !!
– Δεν έχω δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να τα χταποδάκια μου- και να πιv το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης;
– Δεν γίνεται Παναγιωτάκη μου! του ’πε ο μαγαζάτορας.
Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα…
– Έχετε τσιγάρο;
Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλητσίδα ήταν, αν του μιλήσουμε ξεκολλημό δεν θα ’χε. Αυτός όμως εκεί.
– Θέλω τσιγάρο.
– Δεν έχει! του είπε ο υποπλοίαρχος κι άσε μας ήσυχους. Ακούς;
– Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε !!
Ήταν και αναιδείς.
– Άειντε στο καλό του λέει ο ο υποπλοίαρχος και άσε μας ήσυχους. Ακούς;
– Επειδή, δηλαδής έχεις δυόμιση γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;
Μα ο υποπλοίαρχος σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά, τον έβγαλε έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε. Δεν τον πέταξε. Όλα έγιναν με ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ’ έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο… Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο..
Και, να δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάζεται στην πόρτα!
– Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ’ από δώ! Πήγαινε σπίτι σου μπεκρούλιακα! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!
– Καλά μουρμούρισε. Καλά! Θα φύγω… Αφού δε με θέλετε… Μα πού να πάω; Πού;
Τον έπιασε κάτι σε παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια.
– Να! Αυτά τα χταποδάκια. Στη χόβολη… Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος.
Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.
Δεν μίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με την νύχτα και βγήκε έξω. Οσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μην θέλοντας να καταλάβουμε…
– Ρε παιδιά!! Ο Παναγιωτάκης παράτησε τα χταποδάκια του!! φώναξε ένας ναύτης που ήταν κοντά στην πόρτα.
Όλοι απομείναμε σιωπηλοί..
– Μήπως να τον προφτάξουμε… μουρμούρισε ο υποπλοίαρχος…
Κοιτάξαμε πέρα δώθε, ψάξαμε στη νύχτα, με τους προβολείς της φόρντ. Τίποτα. Και πάλι απομείναμε δίβουλοι, συλλογισμένοι.
– Τι θα γίνει με τα χταποδάκια;
Ο υποπλοίαρχος σήκωσε τους όμως του..
– Θα τα πάρω να τα φάω εγώ!! είπε. Κρίμα να πάνε χαμένα.
Την άλλη μέρα -πάλι με το σούρουπο- στο ίδιο μαγαζί ήμασταν μαζεμένοι. Ούτε φωνή, ούτε κουβέντα. Βαρύθυμες ήσαν οι ψυχές μας, πιότερο κι από τον ουρανό. Ο υποπλοίαρχος μάλιστα φαινόταν ζαβλακωμένος.
– Τι έχεις; Τον ρώτησα.
– Εκείνα τα χταπόδια…. Εδώ μου έχουν σταθεί..
– Τα χταποδάκια του Παναγιωτάκη; είπε ο μαγαζάτορας που σκούπιζε το τραπέζι με μια πατσαβούρα. Θεός σχωρεσ’ τον! Τονε βρήκαν σήμερα το πρωί, στα βράχια του κάβου. Όπως ήταν τύφλα χτες το βράδυ, παραπάτησε φαίνεται κι έπεσε από ψηλά. Το κεφάλι του γίνηκε λιώμα…
Κανείς μας δεν εμίλησε. Μόνο ο υποπλοίαρχος σηκώθηκε από την καρέκλα…
– Πού πας; τον ρώτησα…
– Πάω να κάνω εμετό… είπε…
Ηταν κατακίτρινος…
* Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης
E-mail : eurohania@yahoo.gr
Άρθρο υπ’ αρ. 293/ Κυριακή 05 Φεβρουαρίου 2017.
1. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του, ήταν “Aς γελάσω”…