Από όλα τα σπίτια όπου είχαν κατοικήσει, στα πολλά χρόνια της νομαδικής περιπλάνησης και μέχρι να αποκτήσει πάλι δική της στέγη η οικογένεια Συμβουλίδη, ασφαλώς το πιο σημαντικό και ενδιαφέρον ήταν το σπίτι στην οδό Σολωμού. Το σπίτι, δηλαδή το ισόγειο νεόκτιστης διώροφης οικοδομής, βρισκόταν χαμηλότερα από το ύψος του δρόμου και είχε ολοτρίγυρα περιφραγμένη αυλή. Το φως του ήλιου είχε άνετη πρόσβαση στο σπίτι αυτό, αλλά “τόσο-όσο”. Αυτό η Πολυξένη το καταλόγιζε στα “συν”, καθώς η χρόνια φωτοευαισθησία της απαγόρευε την καλή σχέση με την ηλιακή ακτινοβολία.
Το σπίτι εκείνο είχε νοτιοανατολικό προσανατολισμό. Η πρόσοψη έβλεπε σε μια ευρύχωρη αυλή, που προεκτεινόταν ανατολικά και δυτικά, για να σταματήσει στον τοίχο που διαχώριζε το σπίτι από το διπλανό οικόπεδο. Λίγα σκαλοπάτια κατηφόριζαν από το πλατύσκαλο της αυλόπορτας και οδηγούσαν στην είσοδο του σπιτιού. Στην αυλή υπήρχε μια πορτοκαλιά και ένα γιασεμί. Την αλτάνα μέσα από τον τοίχο του φράχτη χρωμάτιζαν κάποια εποχιακά άνθη: ζίνιες, μαργαρίτες, τάλιες.
Στην αυλή εκείνη μαζεύονταν και έπαιζαν τα παιδιά της γειτονιάς. Έπαιζαν “Μπερλίνα”, “Κουτσό”, “Κρυφτό”,Πέρνα-πέρνα η μέλισσα”, “το Δαχτυλίδι”, “τα Αγάλματα”. Έστηναν και αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες τα ρούχα των ηθοποιών ήταν φτιαγμένα από παλιές εφημερίδες. Από παλιές εφημερίδες ήταν φτιαγμένο και το ψηλό καπέλο του Νικηφόρου, ο οποίος κάποτε ανέλαβε χρέη ιερωμένου στα βαφτίσια της κούκλας της Πoλυξένης.
Τα δέκα περίπου παιδιά που μαζεύονταν εκεί σε καθημερινή βάση είχαν οργανώσει ένα πλέγμα δραστηριοτήτων, ανάμεσα στις οποίες και οι παραστάσεις Καραγκιόζη. Είχαν ορίσει και ένα εικοσάλεπτο ως αντίτιμο του εισιτηρίου, έτσι μετά το τέλος της παράστασης πήγαιναν στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και αγόραζαν καραμέλες, τσίχλες, ή λουκούμια.
Ο τσιμεντένιος διάδρομος, που ξεκινούσε σύρριζα στην άκρια του τοίχου της πρόσοψης, προχωρούσε κατά μήκος της πλαϊνής πλευράς του σπιτιού, όπου τα παράθυρα των υπνοδωματίων, έστριβε αριστερά και κατέληγε στο βορειοδυτικό τμήμα, όπου και η πόρτα της κουζίνας. Το τελευταίο αυτό τμήμα της αυλής ήταν το πιο σημαντικό, καθώς εκεί, σε αυτή την εσωτερική “άνοιξη”, συνέβαιναν τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Εκεί στριφογύριζαν τα περιστέρια που είχε εγκαταστήσει ο νοικάρης, για να θυμάται τους πέτρινους περιστερώνες που είχε κάποτε το σπίτι του στο χωριό. Τα περιστέρια πολλαπλασιάζονταν, όμως, (φευ!) ολοένα τα αποδεκάτιζαν άγνωστοι δράστες, στη διάρκεια της ελεύθερης πτήσης τους. Στο ίδιο εκείνο τμήμα της αυλής βρισκόταν και ο σκύλος ο Φοξ, κάποτε αδέσποτος και πολύπαθος, στη συνέχεια ατίθασος και “ανταγιάντιστος”, όταν επρόκειτο για επικείμενη έξοδο. Εκεί, ακόμα, λειτουργούσε ένα άτυπο σχολείο ξένων γλωσσών.
Πραγματικά, όσο ο καιρός το επέτρεπε, η αυλή εκείνη ήταν το εντευκτήριο κάποιων γλωσσομαθών και ξεχωριστά ιδιόρρυθμων επισκεπτών. Ήταν και οι τρεις τους άνθρωποι με αξιοσημείωτη μόρφωση και αξιοσημείωτα άτυχη διαδρομή στη ζωή. Ήταν ο Αριστόδημος, ο Γεράσιμος και ο Χαρίδημος.
Ο Αριστόδημος είχε την πιο επιβλητική και δυναμική εμφάνιση. Αδύνατος, κουρεμένος σαν Ινδιάνος της φυλής Πόνι, με μια μαύρη λωρίδα όρθιων μαλλιών να διασχίζει κατακόρυφα το κέντρο του ξυρισμένου κρανίου, φορούσε πάντα, χειμώνα-καλοκαίρι, ένα μακρύ, μόνιμα σκονισμένο μαύρο παλτό. Το παλτό αυτό, που έφτανε μέχρι το κάτω τριτημόριο της κνήμης, ήταν μάλλινο, ασφαλώς καλής ποιότητας, διότι άντεξε επί αρκετά χρόνια. Ίσως να ήταν και ένα τελευταίο ενθύμιο των χρόνων που ο Αριστόδημος έζησε στη Γαλλία.
Κάποιοι που γνώριζαν καλύτερα έλεγαν πως ο Αριστόδημος σε μικρή ηλικία ορφάνεψε από μητέρα. Ο πατέρας του δημιούργησε νέα οικογένεια. Η αδελφή του από την ίδια μητέρα ατύχησε στον γάμο της και όταν, ως “κακοτυχεμένη”, επέστρεψε στο πατρικό της και συνειδητοποίησε ότι θα αποτελούσε πλέον “βάρος” για την οικογένεια, αυτοκτόνησε. “Κρεμάστηκε” από ένα δέντρο. Ο Αριστόδημος ήταν, παρά τις δυσκολίες που είχε βιώσει, πολύ καλός μαθητής, και “μαθηματικό κεφάλι”. Διεκδίκησε με πείσμα το δικαίωμα στη γνώση και βρέθηκε να σπουδάζει σε Πανεπιστήμιο της Γαλλίας. Οι κακουχίες και τα βάσανα της ζωής τον οδήγησαν στη διασάλευση των φρένων. Έτσι επανήλθε στη γενέτειρά του, και πάλι ανέστιος, έχοντας μάθει “φαρσί” τη γαλλική.
Είχε βαθουλωμένα μάγουλα και γκρι μάτια, όπου η ίριδα περιβαλλόταν από έναν λευκωπό δακτύλιο, πιθανώς λόγω καταρράκτη. Το βλέμμα του ήταν αγριωπό, γινόταν όμως ανέμελο όταν, σπάνια, χαμογελούσε. Καθώς διάβαινε το δρόμο οι “αγυιόπαιδες” των χρόνων εκείνων τον ακολουθούσαν, σχολίαζαν μεγαλόφωνα και γελούσαν περιπαικτικά. Τότε εκείνος, εξοργισμένος, έπιανε μια χούφτα χαλικόχωμα από χάμω, για να την εκσφενδονίσει με θυμωμένες φωνές και να τρομάξει τους ασεβείς και άπονους διώκτες του.
Ο Αριστόδημος ερχόταν και καθόταν κάποιες φορές στην αυλή του σπιτιού εκείνου, που έμοιαζε με μικρό αραξοβόλι. Ο νοικοκύρης ήταν μακρινός συγγενής και κοντοχωριανός του.Οι μεγαλύτερες αδελφές της Πολυξένης, η Τριανταφυλλιά και η Νίκη, ζητούσαν από τον Αριστόδημο να πει λίγες γαλλικές φράσεις, για να θαυμάσουν την άπταιστη προφορά του:
-Θα μας πείτε το “Παρλέ βου φρανσέ”; Ρωτούσαν στο ξεκίνημα της κουβέντας.
-Parle vous France? Ρωτούσε εκείνος με άψογο τονισμό και με την αυτοπεποίθηση του κατέχοντος.
-Μακαρόνια φρικασέ! Απαντούσαν με γέλια τα αδαή και ανεπίδεκτα ζιζάνια.
Βέβαια, δεν επιχειρούσαν να επαναλάβουν τις φράσεις που εκείνος έλεγε, διότι η παταγώδης αποτυχία τους ήταν δεδομένη. Η γαλλική γλώσσα τους φαινόταν πιο δύσκολη από την αγγλική. Έβρισκαν ότι έχει “πολλές τζιριτζάντζουλες”:
-Πρέπει να πάει το στόμα σου στο σβέρκο σου για να πεις δυο κουβέντες! Τι γλώσσα είναι αυτή; Έλεγε γελώντας η Τριανταφυλλιά.
Ο Αριστόδημος ήταν ευρυμαθής και καλλιεργημένος άνθρωπος. Πριν από τη γαλλική, είχε μεριμνήσει να μάθει άπταιστα την ελληνική γλώσσα. Ήταν σε θέση να συζητήσει για οποιοδήποτε θέμα, ιδιαίτερα για θέματα νομικής φύσεως. Κάποια φορά που είχε δει τη Νίκη να αναστενάζει, τη ρώτησε:
-Γιατί αναστενάζεις; Τι προβλήματα έχεις εσύ, μία παιδίσκη;
-Δεν είμαι παιδίσκη, απάντησε εκείνη.
-Πόσων χρονών είσαι;
-Δεκατεσσάρων.
-Παιδίσκη είσαι! Επανέλαβε ο Αριστόδημος.
Εκείνος ο ιδιόρρυθμος διανοούμενος εργαζόταν σκληρά σε ένα εργοστάσιο ελαιουργίας, όπου σήκωνε στις πλάτες του βαρείς ντορμπάδες. Δούλευε, από την αυγή μέχρι το σούρουπο, νηστικός. Η μόνη τροφή του στη διάρκεια της ημέρας ήταν νερό με ζάχαρη. Με αυτό το “ζαχαρόνερο” προσλάμβανε κάποιες ελάχιστες από τις αναγκαίες θερμίδες. Μάζευε τα χρήματα από τη δουλειά του για να αγοράσει ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, όπως και έγινε. Είναι αμφίβολο αν πρόφτασε να το χαρεί.
Ο Γεράσιμος ήταν ένας βραχύσωμος μεσήλικας με γκρίζα μαλλιά, μάλλον αδύνατα άκρα και προτεταμένη κοιλιά. Γνώριζε καλά τη γερμανική γλώσσα και έκανε κάποια “κατ΄οίκον” μαθήματα που του επέτρεπαν να φυτοζωεί.
Φορούσε ένα τριμμένο γκρι κοστούμι και ανοιχτόχρωμο, συνήθως άσπρο, πουκάμισο με φθαρμένες μανσέτες. Τα καλοκαίρια δεν φορούσε σακάκι. Η ζώνη που συγκρατούσε το παντελόνι του ήταν φθαρμένη, σκεβρωμένη και “καμμένη” από την πολυκαιρία.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν η αξύριστη επιφάνεια κάτω από το πηγούνι του. Φοβόταν να ξυριστεί στο σημείο εκείνο επειδή, όπως υποστήριζε, είχε πολύ ευαίσθητο δέρμα. Αυτό το αξύριστο υπογένειο ήταν η αφορμή να του δοθεί, από τις μαθήτριές του, η επωνυμία “Σεβάχ ο Θαλασσινός”.
Είχε κάποιους συγγενείς που ζούσαν σε αριστοκρατικές συνοικίες των Αθηνών. Συχνά μιλούσε για κείνους και για το “Παλαιόν Ψυχικόν”. Ωστόσο, ο ίδιος δυσκολευόταν πολύ να εξασφαλίσει τον επιούσιον.
Οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε τον είχαν οδηγήσει σε μακροχρόνια στέρηση. Ένα φλυτζάνι τσάι ή καφέ, συνοδευόμενο από κάποιο άλλο πιο “στέρεο” κέρασμα, ήταν πάντα ευπρόσδεκτο. Σε κάθε σχετική ερώτηση ο Γεράσιμος απαντούσε με κάποια δόση χιούμορ: “Δεν είναι περιττόν…”
Τα δόντια που του έλλειπαν δεν του επέτρεπαν να μασήσει κανονικά, για το λόγο αυτό προτιμούσε κάποιο γαλακτοκομικό, κυρίως ανθότυρο ή κρέμα. Παρά τα προφανή βάσανά του, η ευγένεια ουδέποτε τον εγκατέλειψε.
Ο ίσκιος κάποιας -καλά περιχαρακωμένης- θλίψης πλανιόταν στο βλέμμα του. Είχε λιγοστούς φίλους, με τους οποίους συναντιόταν αραιά και πού και οι οποίοι ίσως συνεισέφεραν στη διασφάλιση του επιούσιου.
Ο Χαρίδημος, τέλος, ήταν ο πιο ευχάριστος από τους τρεις. Και όμως, δεν είχε περάσει λίγα. Ήταν παιδί της προσφυγιάς, κλωνάρι πυρπολημένων ονείρων, δραπέτης μιας ολοκληρωτικής συμφοράς. Ο πατέρας του ήταν εύπορος χρυσοχόος της Σμύρνης. Ο Χαρίδημος και οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του μεγάλωναν σε περιβάλλον άψογης φροντίδας, με διδασκαλία ξένων γλωσσών από Αγγλίδα γκουβερνάντα.
Στη Μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε όλη η οικογένεια να ατενίζει τη φωτιά που κατάκαιγε το παραλιακό χρυσοχοείο και το σπίτι της. Εκεί, στο θανατηφόρο “συνωστισμό”, την ώρα που θέριζαν τα μαχαίρια των Τσετών, η μητέρα του Χαρίδημου, σε κατάσταση αλλοφροσύνης, αυτοκτόνησε πέφτοντας στα νυχτωμένα νερά της θάλασσας. Ο πατέρας και τα αδέλφια ήρθαν στην Ελλάδα, όπου βίωσαν τις γνωστές περιπέτειες των Μικρασιατών προσφύγων.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Γεράσιμος, αρραβωνιάστηκε. Κάποια μέρα που τον είχε επισκεφθεί η μνηστή του, ζήτησε από το δεύτερο αδελφό, τον Περικλή, να πάει στο φούρνο να πάρει ψωμί, για να γευματίσουν όλοι μαζί. Εκείνος πήγε στο φούρνο, από όπου αγόρασε μια φρατζόλα ψωμί. Στην επιστροφή θεώρησε καλό, άγνωστο γιατί, να κόψει τη φρατζόλα στα δύο για να βάλει τα κομμάτια στις τσέπες του παλτού του.
Όταν ο Περικλής επέστρεψε στο σπίτι με την κομμένη στα δύο φρατζόλα, ο Γεράσιμος έδειξε να ενοχλείται σφόδρα. Οργισμένος είπε κάποιες βαριές κουβέντες και χαστούκισε τον Περικλή. Εκείνος τότε αντέδρασε παρορμητικά, σκοτώνοντας τον αδελφό του με μαχαίρι.
Ο αδελφοκτόνος κατέφυγε σε κάποιο μοναστήρι, κυνηγημένος από βαριές τύψεις. Στη διάρκεια της εκεί παραμονής του γνώρισε κάποια γυναίκα, η οποία είχε αναλάβει την καθαριότητα της μονής. Λίγο αργότερα, εκείνος εγκατέλειψε τη μοναχική ζωή και εκείνη την εργασία της στη Μονή. Ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου και δημιούργησαν μαζί τη νέα τους οικογένεια, της οποίας προστατευόμενο μέλος ήταν ο Χαρίδημος.
Ο Χαρίδημος, ο οποίος είχε βιώσει τόσες οικογενειακές τραγωδίες, ήταν πανευτυχής που ζούσε μαζί με τον αδελφό που του είχε απομείνει. Ήταν πάντοτε ευδιάθετος και ομιλητικός, μ’ όλο που η ψυχική υγεία του είχε κλονιστεί.
Ήταν ψηλός, κοντοκουρεμένος και φορούσε γυαλιά μυωπίας με χοντρούς φακούς.
Εκτός από τα μαθήματα αγγλικών που παρέδιδε, κυρίως σε παιδιά συγγενικών οικογενειών, αναλάμβανε και κάποια “θελήματα”, όπως, για παράδειγμα, τον περίπατο του Φοξ. Αν και αγγλομαθής, όμως, δεν συμβιβαζόταν με το όνομα “Φοξ”, το οποίο προτιμούσε να μετατρέπει στο ελληνοπρεπέστερο “Φλοξ”. Πήγαιναν, λοιπόν, περίπατο ο Χαρίδημος με τον “ξεσαλωμένο” Φοξ, ο οποίος έτρεχε μπροστά και τραβούσε, με όση δύναμη είχε, το λουρί. Ο Χαρίδημος μάταια αγωνιζόταν να ισορροπήσει, καθώς το λουρί τον τραβούσε πίσω από το τρεχαλητό του Φοξ. Απεγνωσμένα φώναζε, κάθε τόσο: “Φλοξ, μην τρέχεις, Φλοοοξ!”, ώσπου ο περίπατος τελείωνε. Τότε ο κατεργάρης Φοξ γυρνούσε κατευχαριστημένος στη γωνιά του και ο Χαρίδημος έβρισκε ευκαιρία για λίγη ανάπαυση στη δροσιά της αυλής.
Ο Χαρίδημος είχε καλή φωνή και άρθρωση, γεγονός σημαντικό για τη διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας. Η φωνή του συχνά καθρέφτιζε την αυτάρκεια και την πληρότητα ενός κόσμου που ο ίδιος είχε με πολύ κόπο πλάσει, την ευδαιμονία και αγαλλίαση που συντρόφευε τη ζωή του. Αγαπούσε το τραγούδι και ιδιαίτερα κάποια σουξέ της εποχής. Τραγουδούσε, με τρόπο που έδειχνε ερμηνευτικό ταλέντο, το “Πώς τον λέν/ πώς τον λεν τον ποταμό/ Ιλισσό, Ιλισσό…” και η αλήθεια είναι πως δεν ήταν παράφωνος.
Συνήθιζε να φορά πάντα ένα δαχτυλίδι, από αυτά που κάποια σκόνη πλυσίματος προσέφερε ως δώρο, ένα σε κάθε συσκευασία. Στο δαχτυλίδι υπήρχε ανάγλυφο το ζωδιακό σύμβολο του Ζυγού. Κάποιες φορές ο Χαρίδημος φορούσε το δαχτυλίδι αυτό στο ασημί χρώμα, και άλλες το ίδιο ακριβώς δαχτυλίδι στη χρυσωπή εκδοχή. Εξηγούσε, λοιπόν: “Σήμερα, που φορώ το χρυσό δαχτυλίδι, έχει λιακάδα. Όταν φορέσω το ασημένιο δαχτυλίδι, θα βρέξει!”.
Τα χρόνια περνούσαν και η οικογένεια Συμβουλίδη μετοίκησε, καθώς οι ιδιοκτήτες του διώροφου κτίσματος πάντρευαν την κόρη τους, στην οποία παραχωρούσαν το ανώγειο για να εγκατασταθούν οι ίδιοι στο ισόγειο.
Η μαγεία εκείνης τη αυλής χάθηκε για πάντα.
Από τους καθηγητές ξένων γλωσσών και ιδιότυπους φιλόσοφους της ζωής, ο Αριστόδημος έφυγε πρώτος.
Μετά από λίγα χρόνια ο Χαρίδημος έχασε τον αδελφό του, συνάμα και το μοναδικό στήριγμά του. Λίγο αργότερα εγκατέλειπε, και ο ίδιος, την επίγεια ματαιότητα.
Ο Γεράσιμος έφυγε λίγο μετά τον Χαρίδημο. Έφυγε αθόρυβα και μοναχικά, έτσι όπως είχε ζήσει.
Μέχρι σήμερα, κάθε φορά που η Πολυξένη αντικρίζει την αυλόπορτα με τα σκαλοπάτια που κατηφορίζουν στον τσιμεντένιο διάδρομο, νιώθει ένα αγκάθι να της κεντά την καρδιά. Απρόσκλητα έρχονται εικόνες μπροστά στα μάτια της, γέλια και τραγούδια ανάκατα με κάποιες ξενικές λέξεις. Κάποια στιγμή ακούγεται η φωνή του Χαρίδημου:
-Τhe sky is blue…