Τις άλλες εσυνάντησα το Ρήγα τον Σκουνάκη,
το όμορφο πλουσιόπαιδο από το Κολωνάκι
που τέλειωσε το Λύκειο μαζί μου το εξήντα,
πάνω στα εβδομήντα του, φαινόταν ενενήντα!
Θυμήθηκε πως ήμουνα ο πιο φτωχός στην τάξη
και ρώτησε οικογένεια και βιος αν έχω φτιάξει.
Του ’πα πως δούλεψα σκληρά σαράντα έξι χρόνια
κι οι κόποι μου πλερώθηκαν κι έχω παιδιά κι εγγόνια
και βιος κι υγεία και λεφτά και πρόβλημα κανένα
και ’κεινος μου ’πε με λυγμούς: Αλίμονο σ’ εμένα!…
– Δεν σπούδασα, δεν δούλεψα κι όλα ’ταν πληρωμένα
απ’ των γονιών μου τα λεφτά τ’ αδικαποχτημένα.
Έκανα σπάταλη ζωή, ξενύχτια, ασωτίες
γυναίκες και ναρκωτικά και άλλες αμαρτίες
κι έχασα την υγεία μου στα μπαρ και στα μπουζούκια,
στις λέσχες, στα σκυλάδικα και στα βρωμοκουτούκια.
Όταν πεθάναν οι γονείς με δάνεια γλεντούσα
που πάντα δεκαπλάσια με βιος τα εξωφλούσα.
Κι όταν μου φάγανε το βιος, να ’μαι στους πέντε δρόμους,
ζητιάνος, γέρος κι άρρωστος, κοιμούμαι σ’ υπονόμους.
– Κοιμάσ’ εκεί που έστρωσες φίλε μου, εσκεπτόμουν
μα δεν του είπα τίποτα γιατ’ αναλογιζόμουν:
Κι οι Έλληνες κι οι Κύπριοι κι οι Πορτογάλοι κι άλλοι…
με δάνεια αλόγιστα φτάσαν στο ίδιο χάλι…