» Percival Everett (µτφρ. Πάνος Τοµαράς, εκδόσεις Gutenberg)
Λαχταρούσα πώς και τι την κυκλοφορία αυτή. Ο Έβερετ είναι ένας από τους πλέον αγαπηµένους µου συγγραφείς και όταν οι εκδόσεις Πόλις σταµάτησαν να εκδίδουν τα έργα του, ήδη κάποια από τα προηγούµενα, αν όχι όλα, είναι από καιρό εξαντληµένα, στεναχωρήθηκα πολύ. Η είδηση πως ένα µυθιστόρηµα του Αφροαµερικανού συγγραφέα θα εντασσόταν στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg µε έκανε να αναθαρρήσω. Ο όποιος αναγνωστικός προγραµµατισµός πήγε περίπατο µόλις έπιασα στα χέρια µου Τα δέντρα, πώς αλλιώς.
Το έργο τού Έβερετ, το µεταφρασµένο στα ελληνικά τουλάχιστον, διαθέτει ένα ιδιαίτερα πολυποίκιλο χαρακτήρα, δεν γράφει, θέλω να πω, ξανά και ξανά το ίδιο βιβλίο, ούτε καν ειδολογικά, κινούµενος µε χάρη ανάµεσα σε διάφορα λογοτεχνικά παρακλάδια, αλλά και ανάµεσα στα ρεύµατα και τις υφές της γραφής, µε τη βία, ωστόσο, να είναι µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο εµφανώς, στο επίκεντρο. Έτσι, κάθε φορά είναι κατά µία έννοια µια έκπληξη. Τα δέντρα δεν θα µπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση.
Μια σκληρή δολοφονία ενός λευκού ρατσιστή στο Χρήµα του Μισισίπι θα αποτελέσει την αρχή από µια σειρά δολοφονιών λευκών από άκρη σε άκρη της χώρας υπό την προεδρία Τραµπ. Ένα κοινό µοτίβο επαναλαµβάνεται: υπερβολική βία, ξερίζωµα των όρχεων και ένα ακόµα πτώµα µη λευκού άντρα το οποίο λίγο αργότερα εξαφανίζεται από το νεκροτοµείο.
Έχουµε, λοιπόν, ένα αστυνοµικό µυθιστόρηµα, αστυνοµικοί, άλλωστε, από διάφορες υπηρεσίες ασχολούνται µε τη διαλεύκανση των δολοφονιών, µε µια εσάνς µεταφυσικού χαρακτήρα και ένα ξεκάθαρο πολιτικό υπόβαθρο. Ένα παράδοξο άθροισµα συστατικών, που από µόνο του µόνο αναγνωστικές επιφυλάξεις θα µου γεννούσε, ευρήµατα µε χαρακτήρα πυροτεχνήµατος και απόπειρα λάθος εντυπωσιασµού, όχι λογοτεχνικού, τουλάχιστον. Ωστόσο, όταν τα γκέµια τα κρατάει ένας συγγραφέας του επιπέδου και της χαµαιλεόντιας ταυτότητας του Έβερετ, τότε ναι, θέλω να διαβάσω το βιβλίο αυτό και µάλιστα µε προσδοκίες υψηλές.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες θυµήθηκα ένα πολύ καλό µυθιστόρηµα που αναγνωρίστηκε χρόνια µετά την κυκλοφορία του και εκδόθηκε πριν λίγα χρόνια και στα ελληνικά, χωρίς να γνωρίσει, δυστυχώς, κάποια σπουδαία υποδοχή. Αναφέροµαι στο Ένας διαφορετικός τυµπανιστής του Γουίλιαµ Μέλβιν Κέλι (µτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαµπασάκης, εκδόσεις Μεταίχµιο), εκεί όπου ξαφνικά µια µέρα οι µαύροι κάτοικοι µιας φανταστικής πολιτείας του αµερικανικού νότου αποφασίζουν να την εγκαταλείψουν µαζικά, αφήνοντας πίσω τους απορηµένους τους λευκούς.
Η Μαµά Ζήτα, ένας αρχικά δευτερεύων χαρακτήρας, πάνω από εκατό ετών, έχει, µε περισσή υποµονή και επιµονή, αρχειοθετήσει όλες τις περιπτώσεις λιντσαρίσµατος µαύρων από λευκούς, αρχίζοντας από τον ίδιο της τον πατέρα που δολοφονήθηκε χωρίς να αποδοθεί ποτέ δικαιοσύνη. Ένα αρχείο φρίκης, όµοιο µε το κεφάλαιο µε τις γυναικοκτονίες στο 2666 του Ροµπέρτο Μπολάνιο, ένα ιστορικό ντοκουµέντο µιας γενοκτονίας κρυµµένης και απλωµένης καλά µέσα στα χρόνια, όταν η δικαιοσύνη και η ισότητα είχαν, θεωρητικά πάντα, θεσµοθετηθεί, όταν, θεωρητικά πάντα, οµάδες όπως η Κου Κλουξ Κλαν είχαν επιχειρησιακά ατονήσει. Γύρω από το αρχείο αυτό περιστρέφεται το µυθιστόρηµα.
Η γραφή του Έβερετ διακρίνεται για το χαµηλό της βαροµετρικό, την αποφυγή φωνασκίας και κραυγών, την πολιτική διάσταση χωρίς να την κοκορεύεται, για την αυτοπεποίθηση που ο καλός γραφιάς νιώθει, για τις ξεκάθαρες επιδιώξεις του, για την αποδοχή, κυρίως αυτό, πως αυτή η χαµηλόφωνη λογοτεχνία ίσως και να περάσει απαρατήρητη από το κυρίως σώµα του αναγνωστικού κοινού αλλά και των κριτικών, σε µια εποχή που η ανάγκη για τράβηγµα της προσοχή βασιλεύει.
∆ιαθέτει, επίσης, και την αίσθηση πως ανάµεσα στις σελίδες του εκάστοτε µυθιστορήµατός του βρίσκεται κανείς σε ένα καλοσχηµατισµένο λογοτεχνικό περιβάλλον, η ησυχία της καλής λογοτεχνίας επικρατεί σε αντίστιξη µε το ανησυχαστικό κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο, οι σελίδες γυρίζουν γρήγορα αν και όχι αβίαστα, ο Έβερετ δεν φιλοδοξεί να πει κάτι που ο µέσος αναγνώστης δεν γνωρίζει, πως οι µειονότητες στην Αµερική, αλλά και αλλού, καθηµερινά δολοφονούνται, καθηµερινά δεν µπορούν να αναπνεύσουν, παρά τις εκστρατείες πως η µαύρη ζωή αξίζει, τι υποκρισία. Εδώ, περισσότερο από τα άλλα βιβλία του, καταφέρνει κάτι σπουδαίο: να κάνει λογοτεχνία το διαχρονικό αίσθηµα της µη απόδοσης δικαιοσύνης και, επαναλαµβάνω, χωρίς φωνασκίες και κραυγές, χωρίς να επιθυµεί κάποιου είδους άγονη και ξεπερασµένη πια στράτευση.
Ο φόβος που νιώθουν οι µη φυλετικά προνοµιούχοι, ο φόβος για την ίδια τους τη ζωή, αντιστρέφεται, περνά στο απέναντι στρατόπεδο, αυτό που, θαρρείς, ήταν ένα γονιδιακό χαρακτηριστικό, σύµφυτο της µη λευκής καταγωγής, παύει να είναι τέτοιο, αλλά γίνεται ξανά αυτό που πάντα ήταν, κάτι το επίκτητο, αποτέλεσµα της κοινωνικής, και πολιτικοοικονοµικής βέβαια, κατασκευής. Πώς θα ήταν, µοιάζει να αναρωτιέται ο Έβερετ, αν και εµείς οι λευκοί φοβόµασταν; Και δεν αναφέρεται στον φόβο που οι ρατσιστές ισχυρίζονται πως τους διακατέχει εντός πολυφυλετικών κοινωνιών, που µόνο απώλεια προνοµίου ζέχνει.
Ο συγγραφέας ξέρει καλά πως δεν κάνει κάποια πρωτοπορία, δεν φέρει κάτι που ανανεώνει ούτε τη λογοτεχνία αλλά ούτε και την κοινωνιολογία, προσθέτει απλώς τη φωνή του σε µια σειρά από φωνές, οι περισσότερες εκ των οποίων δεν ακούστηκαν ποτέ. Παρότι χρησιµοποιεί την αστυνοµική και µεταφυσική διάσταση της πλοκής ως όχηµα, δεν τις παραµελεί, µε αποτέλεσµα Τα δέντρα να διακρίνονται από το απαιτούµενο σασπένς και τον γρήγορο αφηγηµατικό ρυθµό, αλλά, στοχεύοντας σε κάτι άλλο, έξω από τους ειδολογικούς περιορισµούς, δεν εξωθείται σε µια σειρά από ανατροπές και ευρήµατα, ώστε να παραπλανήσει τον αναγνώστη. Γράφοντας αυτό θυµήθηκα ένα ακόµα καλό βιβλίο, το Εξ αίµατος της Οκτάβια Μπάτλερ (µτφρ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδόσεις Αίολος), όπου το εύρηµα του ταξιδιού στον χρόνο απλώνει τον απαραίτητο χώρο για την κοινωνικοπολιτική διάσταση του µυθιστορήµατος, επίσης χωρίς φωνασκίες και κραυγές.
Σκέφτοµαι την ανάγκη ενός ευρήµατος στη µαύρη λογοτεχνία στην οποία αναφέροµαι παραπάνω, σκέφτοµαι, λοιπόν, πως ίσως είναι απαραίτητο εξαιτίας της παγιωµένης συνθήκης της µη δικαιοσύνης, ένα µονοπάτι που κόβοντας δρόµο οδηγεί ξανά και ξανά στο διόλου ακίνδυνο κλισέ, ίσως για να αποφύγει την πρώτη γραµµή άµυνας της κυρίαρχης λογοτεχνίας που θα σπεύσει να πει: πάλι τα ίδια θα µας πείτε, πάλι για τα ίδια θα µας πείτε, πάνε όλα αυτά, πέρασαν. Που σε δεύτερη γραµµή άµυνας δεν θα ντραπούν να µιλήσουν για το προνόµιο του να µην είσαι λευκός στη λογοτεχνία, πως αυτό, µαζί µε το φεµινιστικό, κουήρ, µεταποικιακό είναι που πουλάνε πια. Και η αµέσως επόµενη γραµµή θα ουρλιάζει: δεν είναι καλή λογοτεχνία αυτό, γράψε καλή λογοτεχνία και ύστερα µίλα µου για ό,τι θες. Και είναι, τάχα µου, πρωτότυπο πώς γίνεται πάντα και ένας λευκός στρέητ άντρας τα έχει καταφέρει καλύτερα.
Παρασύρθηκα σε φωνές, συγγνώµη Πέρσιβαλ.