Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα ήταν ένα από τα βιβλία εκείνα της τρέχουσας εκδοτικής χρονιάς που περίμενα με σχετική ανυπομονησία.
Ο συνδυασμός της ένταξής του στην τρομερά ενδιαφέρουσα σειρά ξένης λογοτεχνίας Aldina των εκδόσεων Gutenberg, αλλά και το βραβείο Booker, ένα από τα πλέον αξιόπιστα βραβεία σε μια εποχή γεμάτη από δαύτα, ήταν ικανός να δικαιολογήσει αυτό το συναίσθημα προσμονής. Δεν είχα ωστόσο μόνο προσδοκίες αλλά και επιφυλάξεις, οι οποίες είχαν να κάνουν τόσο με τον τρόπο με τον οποίο ο Καρουνατίλακα θα διαχειριζόταν την εξωτικότητα του εμφυλίου της Σρι Λάνκα, ενός πολέμου ελάχιστα γνωστού στον δυτικό κόσμο, που για χρόνια ζούσε με την —προφανώς εσφαλμένη, αλλά βολική— βεβαιότητα πως το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα αποτέλεσε μια μακρά και συνεχή περίοδο παγκόσμιας ειρήνης, όσο και με το πώς θα λειτουργούσε το μεταφυσικό στοιχείο του οποίου δεν είμαι ιδιαίτερος θαυμαστής. Κάπως έτσι ξεκίνησε η αναγνωστική μου σχέση με το βιβλίο αυτό.
Σρι Λάνκα, 1980. Ο εμφύλιος πόλεμος μαίνεται. Ο Μάαλι Αλμέιντα, πολεμικός φωτογράφος, συνειδητοποιεί πως είναι νεκρός και βρίσκεται σε έναν προθάλαμο, κάτι ανάμεσα σε καθαρτήριο και γραφειοκρατικό χάος κάποιας υπηρεσίας. Από τους υπεύθυνους του παράξενου αυτού μέρους θα πληροφορηθεί πως έχει στη διάθεσή του εφτά φεγγάρια μέχρι να αποφασίσει αν θα ενωθεί με το φως ή αν θα επιλέξει μια άλλη οδό. Καμία από τις δύο επιλογές δεν βγάζει ικανό νόημα. Ο Μάαλι είναι μαθημένος στα παιχνίδια που το μυαλό του συνηθίζει να του παίζει, δείχνει έντονη επιφύλαξη στην αποδοχή αυτής της νέας, ανοίκειας συνθήκης, έχει δεκάδες ερωτήσεις, ελάχιστες απαντήσεις βρίσκει και αυτές αρκετά αντικρουόμενες μεταξύ τους. Αφού το πολλάκις διατυπωμένο ερώτημα σχετικά με τη μεταθάνατο ζωή παίρνει μια κάποια έστω και ασαφή απάντηση, ο ήρωας της ιστορίας αυτής μένει να αναρωτιέται πώς έχασε τη ζωή του, αφού η κοντινή του μνήμη είναι θολή, τη στιγμή που το επαγγελματικό καθήκον συνεχίζει να τον καλεί. Οι φωτογραφίες του, πιστεύει, έχουν τη δύναμη να αποκαλύψουν τη φρικαλεότητα του πολέμου, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της πολύπαθης αυτής χώρας, και αυτό είναι που καθιστά επιτακτικό το να πέσουν στα σωστά χέρια.
Πρώτη «δουλειά» τού συγγραφέα είναι να ξεναγήσει τον αναγνώστη στο μεταθανάτιο αυτόν προθάλαμο, που εκείνος συνέθεσε ως περιβάλλον αυτής της ιδιότυπα ρεαλιστικής δράσης, του παράδοξου τρόπου με τον οποίο επέλεξε να αφηγηθεί αυτήν την προσχηματικά αστυνομική ιστορία, που φιλοδοξεί μέσω της ατομικής ιστορίας του Μάαλι να δώσει μια, κατά το δυνατό, πλήρη εικόνα του μεγάλου κάδρου μιας ιδιαιτέρως ταραγμένης περιόδου για τη χώρα και τους κατοίκους της. Η φιλοδοξία είναι παρούσα και ζητά εξ αρχής εκπλήρωση καθώς ο συγγραφέας επιλέγει έναν δρόμο ελάχιστα χαραγμένο ώστε να αφηγηθεί μια ιστορία με πολλά κοινά στοιχεία, παρά τις ιδιαιτερότητές της, με την ιστορία κάθε χώρας σχεδόν, επιχειρώντας να συνδυάσει το μεταφυσικό με το ρεαλιστικό. Το ταξίδι αυτό λαμβάνει χώρα στο πλευρό του ήρωα, η δική του εμπειρία αποτελεί τον πλοηγό. Ο αναγνώστης ξεκινάει την περιδιάβαση στο ανοίκειο αυτό περιβάλλον από την ίδια αφετηρία με τον Μάαλι. Αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό για την αναγνωστική πρόσληψη καθώς η επιμονή του ήρωα για απαντήσεις, οι αμφιβολίες του, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποφασίζει να κινηθεί επιτρέπουν στον αναγνώστη να ακολουθήσει την προώθηση της πλοκής. Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση του παντογνώστη αφηγητή προς τον Μάαλι συντελεί επίσης καθοριστικά σε αυτή την κατεύθυνση, προσφέροντας ταυτόχρονα και μια αποστασιοποίηση του ήρωα από τον εαυτό του, κάτι που μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, παρότι πιο εύκολη ίσως στην εκτέλεση, δεν θα απέδιδε με τον ίδιο τρόπο, αποτελώντας μια βασική συγγραφική απόφαση για τον Καρουνατίλακα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Απόφαση άκρως λειτουργική και επιπλέον απολαυστική, που δείχνει την ικανότητα του συγγραφέα στη σύνθεση και την υλοποίηση του οράματός του, χωρίς να αρκείται σε μια συμβατική εξιστόρηση.
Η προσχηματική αστυνομική πλοκή, ο νεκρός που γυρεύει στοιχεία για τον ίδιο του τον θάνατο, λειτουργεί σε παραπάνω από ένα επίπεδα. Δεν είναι μόνο πως προσφέρει ένα αφηγηματικό όχημα στον συγγραφέα, αλλά προσδίδει και έναν χαρακτήρα επείγοντος στη μάχη του ήρωα με τον χρόνο που μετρά κιόλας αντίστροφα, αφού το φεγγάρι είναι διαρκώς εκεί ανεξάρτητα από το πόσο ορατό είναι από τη γη. Επιλογή αρκετά παράδοξη και μη αναμενόμενη ώστε με ελαφριά καρδιά να χαρακτηριστεί ως ευκολία της γραφής, μια απόφαση με αρκετή δόση ρίσκου που ωστόσο δικαιώνει εν τέλει τον Καρουνατίλικα.
Αλλά και η επιλογή και η σταδιακή αποκάλυψη του χαρακτήρα του Μάαλι είναι επίσης σημαντική για τον τρόπο με τον οποίο διασταυρώνεται με την κυρίως ιστορία. Το επάγγελμα του πολεμικού φωτογράφου, ο ελεύθερος επαγγελματίας που συνεργάζεται με διάφορους, συνήθως αντικρουόμενους, εργοδότες, ο θολός του ρόλος, ο απαραίτητος μανδύας ηθικής υποστήριξης, ένας ιδιότυπος μηχανισμός δικαιολόγησης διαφόρων αποφάσεων, που απέξω μοιάζουν προβληματικές και διφορούμενες, επιτρέπει την αβίαστη ανάδυση της αδυναμίας μιας ξεκάθαρα ηθικής στάσης σε μια συνθήκη όπως ένας πόλεμος, και δη εμφύλιος, εκεί που όλοι, λιγότερο ή περισσότερο έχουν τα χέρια τους λερωμένα, ακόμα και, ή κυρίως, όσοι επιλέγουν να συνεχίσουν να ζουν μέσα σε μια φούσκα κανονικότητας, συγγραφική πεποίθηση που διαπνέει το έργο αυτό από άκρη σε άκρη.
Σημαντικό ρόλο παίζουν στο μυθιστόρημα αυτό και τα δευτερεύοντα πρόσωπα της πλοκής, η απαραίτητη ποικιλομορφία θέσης και στάσης απέναντι στα πράγματα, φωνές που η αφήγηση τους δίνει χώρο και τους επιτρέπει να ακουστούν καθαρά. Ο Καρουνατίλακα διαχειρίζεται με ευφυή τρόπο το τεράστιο υλικό μιας αρκετά μεγάλης ιστορικής περιόδου χωρίς να παρασύρεται σε δύσβατες ατραπούς για τον ελάχιστα μυημένο αναγνώστη σε αυτό το επεισόδιο της παγκόσμιας υποϊστορίας. Άλλωστε, όπως είπαμε, η γενική εικόνα ενός εμφυλίου πολέμου είναι γνώριμη σε κάθε χώρα. Ο συγγραφέας αποφεύγει επίσης την κατάχρηση της εξωτικότητας, παρότι το γεγονός πως η ιστορία διαδραματίζεται στη Σρι Λάνκα προϋποθέτει την αναφορά σε διάφορα γνωρίσματα και ιδιαιτερότητες κοινωνικοπολιτικές, αλλά και ευρύτερα πολιτισμικές και ανθρωπολογικές. Αυτό δεν σημαίνει πως ο Καρουνατίλακα προβαίνει σε εκπτώσεις, ακόμα και στην κάπως διαφορετική εκδοχή του βιβλίου στα αγγλικά, την οποία ο συγγραφέας επέλεξε να καταστήσει πιο προσβάσιμη στον δυτικό αναγνώστη και από την οποία έγινε και η μετάφραση της πολύπειρης Ρένας Χατχούτ.
Παρότι το μυθιστόρημα του Καρουνατίλακα είναι αρκετά διαφορετικό ως προς τη δομή και την εκτέλεση, αρκετές φορές θυμήθηκα τον Συνοδοιπόρο του Viet Thanh Nguyen, με επίκεντρο έναν πόλεμο αρκετά πιο γνωστό, εκείνον του Βιετνάμ, αλλά και τον Ταϊλανδό κινηματογραφιστή Apichatpong Weerasethakul, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνει το μεταφυσικό. Παρά το μέγεθός του, αλλά και τις απαιτήσεις της ανάγνωσης, Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα υπήρξαν ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, που δεν εγκλωβίζεται στην ιστορική και την μεταφυσική όψη του, αλλά πετυχαίνει να λειτουργήσει ως ένα μεγάλο, σύγχρονο μυθιστόρημα. Ένας συγγραφέας που θεωρώ πως θα μας απασχολήσει ξανά στο μέλλον.