«Έχω την ιδέα, πως όσο αποξενώνεται η καρδιά μας από τα λαϊκά τραγούδια μας, τόσο περισσότερο φανερώνουμε πως ξεμακρυνόμαστε από τη ρίζα της φυλής μας και πως κρυώνει μέσα μας το ζεστό αίμα και καθαρό που πήραμε από τους πατεράδες μας. Για μας τους Έλληνες, η πηγή της ζωής είναι εκεί μέσα, κι αν λιγοστεύει η όρεξή μας κι η δίψα μας να πιούμε από αυτή τη δροσερή νερομάνα, αυτό θα πει πως το πνεύμα μας είναι αρρωστημένο και πασκίζουμε να το ζωογονήσουμε ψεύτικα, με βλαβερά και ξενόφερτα πιοτά, που συνεργούνε στο να ξεφυλιστούμε μιαν ώρα αρχύτερα, και να μην απομείνει απάνω μας τίποτα από τον πνευματικό χαραχτήρα μας».
Φ.Κ. (Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη)
«Άνθρωπος που δεν νιώθει ως τα κατάβαθα της καρδιάς του τα λαϊκά μας τραγούδια, δεν είναι σε θέση να νιώσει αληθινά την επανάσταση του Εικοσιένα…
…Δηλαδή το “Τιμιώτατον” που την κάνει ξεχωριστή, ανάμεσα στις επαναστάσεις που γενήκανε…»
«…Στα τραγούδια που κάνανε οι απλοί άνθρωποι, βλέπουμε κάποιαν αλήθεια και μιαν εντέλεια, που δεν τη φτάνουνε ποτές, οι σπουδασμένοι ποιητάδες με τα πολύπλοκα εργαλεία τους. Γιατί οι απλοί άνθρωποι, είναι τ’ αληθινά παιδιά της φύσης, κι έχουνε ανταπόκριση μαζί της, ενώ οι άλλοι είναι τα προγόνια της, κι ό,τι φτιάξουνε αυτά τ’ αληθινά παιδιά της, δεν είναι φτιαστό, αλλά είναι αληθινό και καθαρό, σαν τα ίδια τα βουνά και σαν τη θάλασσα και σαν τον αγέρα που φυσά και σαν τον πρίνο που φυτρώνει στο κράκουρο και σαν το όρνιο που κόβει βόλτες απάνω από μιαν έρημη ράχη. Θαρρείς πως και τα ζαρκάδια και τα πρόβατα κι οι πέρδικες και τα δέντρα και τ’ άλλα φυσικά πλάσματα, θαρρείς πως και κείνα θα ταιριάζανε τέτοια τραγούδια σαν κι αυτά που κάνανε τούτοι οι άνθρωποι, αν είχανε λαλιά. Μήτε πέννα πιάσανε στα χέρια τους, μηδέ χαρτί μηδέ μελάνι. Από την καρδιά τους ανέβηκε στο στόμα κι από το στόμα βγήκε, όπως λαλεί το πουλί, κι ύστερα μαθεύτηκε παντού, και το ‘πανε οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια. Κι από στόμα σε στόμα απόμεινε στον κόσμο να τραγουδιέται, γενεές γενεών»
…Τι θαυμαστό πράγμα, να αισθάνεται και να μιλά ο άνθρωπος σαν από μέρος όλων των πλασμάτων! Αληθινά, νιώθεις πως αυτή είναι μια θεϊκή χάρη, που του δόθηκε από τον θεό, που τον κατέστησε βασιλιά απάνω σ’ όλα.
Ο Αδάμ πρωτοέβαλε απάνω σε κάθε ζώο τ’ όνομά του, κι ύστερ’ απάνω σ’ όλα τα κτίσματα. Πρωτύτερα δεν είχανε ονόματα, δεν τα ‘νιωθε κανένας πως υπάρχουνε, παρεκτός του Θεού, ο Ήλιος, τ’ άστρα, η μέρα, η νύχτα, η αυγή, το βασίλεμα, τα νερά, τ’ άνθια, τα βουνά, τα σύννεφα, κι όλη η δόξα της πλάσης!»