Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Τα Φάρασα (Çamlıca) της ανατολικής Καππαδοκίας…

Τα Φάρασα ή Βαρασός (τουρκ.: Farasa ή Faraşa και σήµερα Çamlıca) είναι χωριό στην Επαρχία Καισάρειας της Τουρκίας, µε πληθυσµό 411 κατοίκους. Βρίσκεται 89 χλµ. νότια της Καισάρειας και 103 χλµ. βόρεια-βορειοανατολικά των Αδάνων, στις βορειοανατολικές πλαγιές ανώνυµου όρους του Αλά-ντάγ και 2,5 χλµ. δυτικά του ποταµού Ζαµάντη.

Πριν την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσµών που ακολούθησε, τα Φάρασα ήταν σχεδόν αµιγώς ελληνόφωνο χριστιανικό χωριό και το κεντρικό κεφαλοχώρι µιας ευρείας περιφέρειας της Ν.Α. Καππαδοκίας.

 Τοποθεσία και ιστορία:
Το χωριό του Βαρασού είναι κτισµένο στο βάθος µιας µεγάλης και βαθιάς χαράδρας που χωρίζει τον Ταύρο από τον Αντίταυρο, πάνω στην ράχη και τις πλαγιές λοφίσκου, η νότια άκρη του οποίου καταλήγει σε δύο απόκρηµνους και απότοµους βράχους που οι ρίζες τους αποτελούν µέρος της δεξιάς όχθης του ποταµού Ζαµάντη. Τα βράχια και τα βουνά ολόγυρα από την βαθιά αυτή χαράδρα είναι απόκρηµνα αφήνοντας µόνο έξη σηµεία εισόδου, έτσι ώστε το µέρος να αποτελεί φυσικό οχυρό και ασφαλές καταφύγιο στις διάφορες επιδροµές. Πάνω στον αριστερό βράχο και στην άκρη του που είναι προς το ποτάµι ήταν κτισµένος ο «Γαλάς» (κάστρο) του χωριού. Ο Βαρασός αναγάγει την αρχή του στα προχριστιανικά χρόνια και πρέπει ο αρχαίος οικισµός να ήταν µέσα στον χώρο του κάστρου και γύρω απ’ αυτό. Κατά την φαρασιώτικη παράδοση, σε άγνωστη χρονικά εποχή µουσουλµάνοι επιδροµείς Άραβες ή Τούρκοι µε αρχηγό κάποιον Γήραλη κυρίευσαν την περιοχή. Τότε όσοι από τους κατοίκους πρόλαβαν κρύφτηκαν στα δάση και τις σπηλιές των γύρω βουνών για να γλιτώσουν, οι υπόλοιποι είτε σφαγιάστηκαν, είτε πάρθηκαν σκλάβοι, ενώ οι κατακτητές γκρέµισαν τα χωριά και τους οικισµούς, τους ναούς και τα µοναστήρια και φυσικά και τα κάστρα που αποτελούσαν το καταφύγιο των κατοίκων και προστάτευαν την περιοχή. Όσοι από τους κατοίκους γλίτωσαν µαζί µε αυτούς από τα υπόλοιπα χωριά αλλά και άλλους προερχόµενους από γειτονικές περιοχές και την νοτιότερη Κιλικία, µετά το πέρασµα του κινδύνου µαζεύτηκαν και ξαναέχτισαν τον Βαρασό εγκαταλείποντας τις προηγούµενες εστίες τους.

Η επιλογή του συγκεκριµένου χώρου έγινε λόγω του δυσπρόσιτου και φυσικού οχυρού του τόπου µε τις ελάχιστες ελεγχόµενες διαβάσεις προς αυτόν. Το χτίσιµο του νέου οικισµού έγινε στον χώρο κάτω από το παλαιό κεντρικό κάστρο και πάνω στις γκρεµισµένες εξωτερικές ζώνες του και έξω απ’ αυτές, κόβοντας το «πιτένι» (πευκοδάσος) που βρισκόταν ολόγυρα. Μάλιστα κατά την παράδοση αρκετά σπίτια είχαν στύλους από αυτά τα πεύκα µαζί µε τις ρίζες τους έως και την Ανταλλαγή. Σύµφωνα µε µαρτυρίες φαίνεται ότι οι ντόπιοι κάτοικοι πρέπει να έχτισαν τα σπίτια τους στον «Κάτου Μεχά» (Κάτω µαχαλά) που είναι κάτω και γύρω από το παλιό κάστρο και αυτοί που ήρθαν αργότερα από τα υπόλοιπα χωριά και οικισµούς έχτισαν τα σπίτια τους στον «Πάνου Μεχά» (Πάνω µαχαλά). Με το πέρασµα του χρόνου και όταν ηρέµησαν αρκετά τα πράγµατα και σταµάτησαν οι επιδροµές και οι λεηλασίες, επειδή ο πληθυσµός είχε αυξηθεί και η περιοχή που είναι ορεινή δεν µπορούσε να τον θρέψει αρκετά, αλλά και επειδή τα µεγάλα σιδηροπαραγωγικά ορυχεία βρισκόντουσαν σε τοποθεσίες µακριά από τον Βαρασό, άρχισε σιγά-σιγά η µετακίνηση του πληθυσµού στις παλιές τοποθεσίες που υπήρχαν πριν χωριά ή είχαν καλλιεργήσιµες εκτάσεις ή ήταν κοντά σε κάποια σηµαντική φλέβα µεταλλεύµατος. Έτσι δηµιουργήθηκαν τα υπόλοιπα έξι ελληνόφωνα φαρασιώτικα χωριά Αφσάρι, Κίσκα, Σατής, Τσουχούρι, Φκώσι και Ξουρδζάϊδι.
∆ιοικητικά ήταν µουχταρλίκι και υπάγονταν στο µουδουρλίκι του Γιαχγιαλή (Αχγιαβούδες), στο µουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι της Άγκυρας, ενώ εκκλησιαστικά ανήκε στην µητρόπολη Καισάρειας. Η οικονοµία του παλαιότερα στηριζόταν στην εξόρυξη, επεξεργασία και το εµπόριο του σιδήρου, αργότερα όµως µε το κλείσιµο των ορυχείων οι εναποµείναντες κάτοικοι στράφηκαν στην γεωργία, το εµπόριο, την εξάσκηση διαφόρων τεχνών σαν γυρολόγοι και την οικιακή κτηνοτροφία και µελισσοκοµία. Επίσης µετανάστευαν κυρίως εποχιακά στα Άδανα και το Σίσι όπου και απασχολούνταν σε γεωργικές εργασίες για την συµπλήρωση του οικογενειακού εισοδήµατος.

Ήταν το κεντρικό κεφαλοχώρι µιας ευρείας περιφέρειας της Ν.Α. Καππαδοκίας που εκτείνονταν πάνω στις οροσειρές και τα υψίπεδα των Ταύρου και Αντίταυρου. Από το κεφαλοχώρι αυτό του Βαρασού (Φάρασα) το οποίο αναφέρεται ως µεγάλη κωµόπολη ήδη κατά τον 17ο αιώνα στην µεγάλη τουρκική Γεωγραφία Τζουχανιµά, πήρε και ολόκληρη αυτή η ευρεία περιφέρεια την ονοµασία της. Σε αυτήν περιλαµβάνονταν χωριά και οικισµοί ελληνικά, τούρκικα, αρµένικα, φαρσάχικα (κουρδικά), τσερκέζικα, τουρκοµάνικα, περπέρικα (αλλαξοπίστων Αρµενίων) και αφσάρικα.

Οι υπόλοιπες κοινότητες των Φαράσων τις οποίες το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών χαρακτηρίζει ως «Αποικίες Φαράσων» ήταν: το Αφσάρι (τουρκ. Avsar-koy) Αφσάρι, η Κίσκα (τουρκ. Kiske, η αρχαία Κισκισσός) , ο Σατής ή το Σατί (τουρκ. Sati), το Τζουχούρι ή Τσουχούρι (τουρκ. Cuhur-koy ή Cuhur-yurt) Τσουχούρι, το Φκώσι ή Γαρσατί (τουρκ. Pos-gara-koy ή Gara-tepe ή Mansurlu, η αρχαία Γαρσανδός) Φκώσι και το Ξουρδζάϊδι (τουρκ. Gara-koy) Ξουρδζάιδι το οποίο εγκαταλείφθηκε κατά το 1875. Οι κοινότητες αυτές µιλούσαν µια ελληνοκαππαδοκική διάλεκτο που την ονόµαζαν «βαρασώτ’κα» ή «ρωµά’κα». Στα Φάρασα ανήκαν επίσης και τα τουρκόφωνα χωριά: Γαριπτσάς ή Κουρούµζα (τουρκ. Curumze) Κουρούµζα, Ταστσί (τουρκ. Tasci), Χοστσά, Μπεσκαρντάς (τουρκ. Besgardas) και Παχδζαδζούχι που είχαν ελληνικό κυρίως πληθυσµό. Επίσης και οι οικισµοί Κοτσχισάρ (Kochisar), Κίρσεχιρ (Kirsehir) και Τσαϊρλίκ (Cerlik). Η τοπική παράδοση αναγνωρίζει την ύπαρξη στην περιοχή και αρκετών µουσουλµανικών χωριών [Παραζυέµη, Άνου και Κάτου Τελέλτες (Ντελέλοι), Τζαχηρού (ή Τσαχηρού), Γιαχγιαλή (Αγχιαβούδες) κ.α.], οι κάτοικοι των οποίων ήταν Έλληνες οι οποίοι αλλαξοπίστησαν κατά διάφορες περιόδους για να γλιτώσουν την ζωή και την περιουσία τους, µε τελευταία περίοδο το 1821 περίπου.
Μετά τη διάλυση της Κουρδικής δυναστείας του Κοζάν όπου ανήκε και η φαρασιώτικη περιφέρεια και η οποία διήρκεσε από το 1553 έως το 1876 περίπου, η περιφέρεια των Φαράσων προσαρτήθηκε διοικητικά στο νοµό των Αδάνων εκτός του Βαρασού που υπαγόταν στην Καισάρεια, αλλά εκκλησιαστικά όλα τα χωριά εξακολουθούσαν να υπάγονται στην Αρχιεπισκοπή Καισαρείας.

Το 1924 οι κάτοικοί του ήταν Έλληνες ελληνόφωνοι (204 οικογένειες – 583 άτοµα) και ελάχιστοι Τούρκοι (3 οικογένειες – 15 άτοµα περίπου).

Προσωπικότητες:
Παΐσιος Β΄ Καισαρείας
Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (Αρσένιος Χ»Εφεντής)
Άγιος Παΐσιος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα