Ξέρεις, τα πλούτη μας έπαε στο Σφηναράκι είναι λίγα αλλά σπουδαία και για να ξεκαθαρίσω ευτύς τη θέση μου, σου εμπιστεύομαι φίλε μου και συμπατριώτη πως δεν είναι οι δραχμές τότε, μηδέ και τα ευρώ σήμερα. Όοχι!
Το μεγάλο αγαθό μας, είναι πως αφήνουμε το ρολόι μας σε μια μπάντα και μετά το ψάχνουμε, κι ακόμα, πως ξεχνάμε να γυρίσουμε σελίδα στον ημεροδείχτη, που συνήθως δεν έχουμε. Και τούτα, όχι επειδή είμαστε αφηρημένοι, αν και δεν αρνούμαι τούτο το Θεϊκό δώρισμα, αλλά γιατί έχουμε την τρυφηλότητα να μας περισσεύει ο χρόνος και να μην ήμαστε εθισμένοι σ’ αυτά τα είδη πολυτελείας. Στο κάτω-κάτω όλο και κάποιος κόκορας υπάρχει. Μα κι ο ήλιος σταθερός στο καθημερινό του δρομολόγιο μας ενημερώνει. Τώρα εσύ ο πολυάσχολος στην πολιτεία, ή με ζηλεύεις, ή με κοροϊδεύεις. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Γι αυτό, εκείνο το πρωινό του 1980, μεσοβδόμαδα ήτανε, αξέχαστα, πολύ κρύο, την ώρα που ξεπατώναμε κάτι ασκολύμπρους σε μιαν άκρα του χωραφιού μας και ήμασταν έτοιμοι να πετάξουμε τούτα τα, κατά τη γνώμη μας, γαϊδουράγκαθα, ασθμαίνοντας ο γείτονας, ο συχωρεμένος ο Μανόλης, πτυχιούχος αντάρτης και ανιχνευτής ασκολύμπρων, μανιταριών και σταμναγκαθιού μαζί και ¨έρωντα¨ στα κατσάβραχα, έμπηξε φωνή δυνατή.
«Μη τους πετάτε! Είναι το καλλίτερο χορταρικό. Η ρίζα τους…», είπε, μας έκανε φροντιστήριο για την αξία και τον τρόπο καθαρίσματος και μαγειρέματος των, κι έφυγε φχαριστημένος.
Κείνη την ώρα, που λέτε, ακουστήκανε σουρσίματα στα κλαδιά δίπλα, σειόνταν οι κορφές των καλαμιώνε και μια μαύρη σκιά άρχισε να ξεπροβαίνει ανάμεσα καλάμια, πλατανόφυλλα και δυο σκίνους, εκεί, πιο πάνω απ’ το σπίτι μας, προς το μονοπάτι που βγάζει στο χωριό. Ανάμεσα τα βάτα και τα μικρομέγαλα δέντρα, θαρρείς και ξεπετιούνταν περιστέρια, χελιδόνια κι αγγελούδια ασπροφορεμένα, όταν στήσαμε αυτί, κι απαλή μα αντρίκια, ωσάν του βοσκού ή των Μάγων, ξεχύνονταν προς τα ουράνια η ψαλμωδία.
Εν Ιορδάνη φαπτιζομένου σου Κύριε,
η της Τριάδος εφανερώθει προσκύνηση…
Θυμηθήκαμε τι μέρα ήτανε, μια ανατριχίλα μας κυρίεψε, κι η ψυχή μας φτερούγισε στον αγιασμένο ποταμό, με τον ασκητικό Αϊ Γιάννη να περιλούζει το Χριστό, εις το όνομα του Πατρός … .
Κάτι δηλαδή σαν τον παπά Γιάννη το Μελισσιανό που ξεπρόβαλε, με την κατάμαυρη, ατζιδερή γενειάδα του, μουστάκι πυκνότριχο και μαλλί κορακίσιο. Μοναχός του ήτανε, αψηλά, μη μπλέξει σε κανένα κλαδί, το ζωστικό είχε δεμένο, ένα ορειχάλκινο σιγλί βάστα στο ζερβί και μια χούφτα βασιλικό μουσκεμένο μαζί και το σταυρό στο δεξί του χέρι. Κι όλο να ψέλνει του Ιορδάνη το τροπάρι.
Η έκπληξή και η χαρά μας ανείπωτες, πετάξαμε σκαπέτια κι ασκολύμπρους, βγάλαμε χώματα και λάσπες από χέρια, ρούχα και ποδήματα, κάναμε να τρέξουμε ως το σπίτι να αλλάξουμε για να υποδεχτούμε το αγιασμένο νερό, μα ο παπά Γιάννης ο Σχέτης, μαθημένος σε τέτοια κακοτόπια, που λένε πως έκανε και μικροκτηνοτρόφος κι έπιανε αίγες φουργιάρικες, ως να παίξουμε το βλέφαρο, είχε δρασκελίσει φράχτη και πέτρες μονοστιγμίς, ήταν δίπλα μας και μας έραινε με το βασιλικό. Μπήκαμε στο κονάκι μας που ακόμα ήτανε τέσσερεις τοίχοι, ένα ξύλινο Ησιόδειο άροτρο για διακόσμηση και το τζάκι αναμμένο, ράντισε παντού, έψελνε το τροπάρι του Άι Γιαννιού του Βαφτιστή, βόηθαγε κι η γυναίκα μου, παπαδοκόρη δα και ψαλταδερφή, φιλήσαμε το σταυρό και το χέρι του που σήμερα αντί κατσικίλα μύριζε ανθόνερο και σμύρνα, του ζητήσαμε να τον τρατάρουμε καφέ, να αποκουραστεί, μα κείνος αρνήθηκε.
«Σε τρία χωριά με περιμένουν. Κάμπο, Σφηνάρι, Μελισσιά, πάνω από είκοσι χιλιόμετρα με τα πόδια, δεν προλαβαίνω», είπε και τον είδαμε με το τριμμένο ράσο, το πετραχήλι να λάμπει μαζί κι η όψη του που επιτελούσε θεόπεμπτο έργο να τον αρπά ο αγέρας και να χάνετε στα θαμνόδεντρα.
Γιατί ένοιωθε με έντονο θρησκευτικό οίστρο το καθήκον του.
«Δεν είναι καθήκον, ούτε δουλειά. Λειτούργημα είναι, όπως το παραλάβαμε απ’ τους προκατόχους μας», μου είπε σχεδόν αγριεμένος σαν ξεστόμισα τούτη τη λέξη.
Ξημερώματα, βρεθήκαμε στη λιγόκοσμη εκκλησιά των Αγίων Αποστόλων για μια όμορφη λειτουργιά και τον Μεγάλο Αγιασμό που, λένε, ισάξιος της Αγίας Κοινωνίας είναι και τον ταπεινό λευίτη παπά Γιάννη να αστράφτει από θεία χάρη.