H είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Η πιο σκληρή στιγμή. Η ταυτοποίηση των θυμάτων. Ο κυρ Πέτρος και η κυρία Παυλίνα κλήθηκαν να τους αναγνωρίσουν.
Ο γιος τους και η σύζυγος του. Επέστρεφαν απ’ τη δουλειά αργά τη νύχτα σχεδόν ξημερώματα. Είχαν μια ταβέρνα σ’ ένα όμορφο τοπίο δίπλα στη θάλασσα. Μόλις βγήκαν στην εθνική τους παρέσυρε φορτηγό. Μεθυσμένος ο οδηγός. Ο θάνατος του ακαριαίος. Τραγωδία! Ανείπωτος πόνος.
Τα παιδιά τους ο Πέτρος κι ο Παύλος, δίδυμοι, μόνο 13 ετών. Έδειχναν να μην καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Ορφάνεψαν στην πιο τρυφερή τους ηλικία. Μεγάλωναν με γιαγιάδες και παππούδες. Δύσκολα μεγάλωναν, όχι από οικονομικής πλευράς, ήταν ευκατάστατοι.
Το δύσκολο ήταν να αποδεχτούν, να συμφιλιωθούν και να ξεπεράσουν την έλλειψη των γονιών, ακόμα και με τη βοήθεια παιδοψυχολόγων.
Η εφηβεία και η μετεφηβεία τους καθόρισαν τη ζωή τους. Οι αποφάσεις και οι επιλογές των διδύμων ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Ως εκ τούτου και η πορεία της ζωής τους και η κατάληξη, επίσης διαφορετικές.
Ο Πέτρος λόγω και του χαρακτήρα του, πεισματάρης και επίμονος, κατάφερε να σπουδάσει και να μορφωθεί. Πέτυχε σαν επαγγελματίας. Κέρδιζε αρκετά χρήματα. Ζούσε άνετη έως χλιδάτη ζωή. Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε πολύ ψηλά. Έφτασε στην κορυφή όπως εκείνος την εννοούσε και την οριοθέτησε.
Αντίθετα, ο Παύλος δεν ξεπέρασε ποτέ την ορφάνια του. Η θλίψη και η μοναχικότητα του έγιναν βαρίδια και τον κράτησαν στη γη. Χωρίς καμία προσπάθεια για άνοδο και εξέλιξη. Το δημοσιοϋπαλληλίκι του ταίριαζε. Δεν αναζητούσε καινούργια και διαφορετικά πράγματα. Βαριόταν τις μετακινήσεις και τις αλλαγές. Και διακοπές πήγαινε κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος, στο ίδιο ξενοδοχείο. Καθόταν σταθερά τις ίδιες μέρες κι ούτε κατοστάρικο παραπάνω στα έξοδα του. Ό,τι και να κανε η ζωή του ήταν θλιβερή και μίζερη. Η χαρά του δημιουργούσε ενοχές.
Αντίθετα ο Πέτρος καθότι κέρδιζε χρήματα, ξόδευε και αρκετά, ταξίδευε πολύ, στα πιο απίθανα μέρη σ’ όλο τον κόσμο. Με χιλιάδες εμπειρίες και η ερωτική του ζωή ήταν τρόπος ζωής.
Κάθε φορά που συναντιούνταν είχαν πολλά να λένε. Ήταν όντως αγαπημένα αδέρφια. Και με πολλή αγάπη ο ένας έκρινε τη ζωή του άλλου. Καμιά φορά ο ένας μάλωνε τον άλλον με πολλή αγάπη.
– Παύλο αδερφέ μου, γιατί άφησες την ορφάνια μας, τον πόνο και τη θλίψη να γίνουν βαρίδια και να σε κρατήσουν στην αδράνεια; Οι λέξεις, δημιουργικότητα και εξέλιξη σου είναι παντελώς άγνωστες;
– Ασε με μωρέ Πέτρο. Κι εσύ δηλαδή που έβαλες φτερά και πέταξες, τι κέρδισες; Τι νομίζεις ό,τι έκανες; Εντάξει. Έκανες επιχειρήσεις, κέρδισες λεφτά. Ταξίδεψες, ερωτεύτηκες, γλέντησες. Έγινες αητός, πέταξες ψηλά, αλλά η έπαρση δεν σ’ αφήνει να βλέπεις χαμηλά. Με αγνοούσες, με απαξίωνες. Ποτέ δεν με ρώτησες ποιο είναι το πρόβλημα μου. Ποτέ δεν αναρωτήθηκες ποιες είναι οι πραγματικές μου ανάγκες. Μου πετούσες λίγα χρήματα και νόμιζες ότι με βοηθούσες. Ποτέ δεν νοιάστηκες για τον παππού και τη γιαγιά που μας μεγάλωσαν σαν αληθινοί γονείς, καμιά ευγνωμοσύνη. Ερχόσουν για λίγο σαν επισκέπτης και μετά εξαφανιζόσουν για τα μεγάλα ταξίδια σου, με τις ωραίες γυναίκες σου. Πότε φεύγεις για το επόμενο ταξίδι και με ποια;
Ο Πέτρος προβληματίστηκε, ένιωσε ενοχές, αλλά και γλύκανε. Παυλάκη αδερφέ μου, δεν θα φύγω. Εδώ θα μείνω μαζί σου. Θα πορευτούμε μαζί. Έχουμε πολλά να δώσουμε ο ένας στον άλλον.
– Πετράκη δώσε μου κίνητρα να βγω από την αδράνεια και την αφάνεια, τη μιζέρια και τη θλίψη. Δώσε μου τα φτερά σου να πετάξω.
– Παυλάκη κατέβασε μου τα φτερά να προσγειωθώ. Βάλε μου τα βαρίδια να πατήσω στη γη. Να δω και την άλλη πλευρά, την ανθρώπινη. Να δω κι εγώ μια φορά ότι υπάρχουν οι κοντινοί μας άνθρωποι που μας χρειάζονται. Να βιώσω κι εγώ αυτό το μαζί, το νοιάξιμο και το μοίρασμα.
Αγκαλιάστηκαν. Έκλαψαν από συγκίνηση. Δώσανε τα χέρια. Μια βουβή συμφωνία, χωρίς λόγια. Γύρισαν σελίδα και οι δύο. Ο παππούς Πέτρος και η γιαγιά Παυλίνα είχαν γεράσει πια, αλλά έζησαν να τους δουν μαζί, αγαπημένους και με κοινούς στόχους.
Ο Πέτρος αποφασισμένος να αναπληρώσει το κενό της απουσίας του τόσων χρόνων, τους αφιέρωσε πολύ χρόνο και πολλή φροντίδα.
Στο οικογενειακό τραπέζι που ήταν μια μικρή γιορτή, σαν να γιόρταζαν την επιστροφή του ασώτου, ο παππούς ανακοίνωσε:
– Παιδιά μου… εμείς θα φύγουμε.
– Πού θα πάτε; Καλά δεν είμαστε εδώ όλοι μαζί; ρώτησε με αφέλεια ο Πέτρος.
– Παππού γιαγιά… θα μετακομίσετε; αστειεύτηκε ο Παύλος.
– Ναι!!! είπε γελώντας η γιαγιά Παυλίνα. Θα πάμε πρώτα στην προτελευταία κατοικία και μετά στην τελευταία. Δηλαδή… για να μη σας κρατάω σε αγωνία, πρώτα θα πάμε σε μια κλινική ή σε γηροκομείο. Είμαστε ανήμποροι πια, δεν το βλέπετε; Και μετά με το καλό… στα μάρμαρα. Το έχουμε φροντίσει και αυτό.
– Τι είναι αυτά που λέτε; Αστειεύεστε; είπε με φόβο, ντροπή και θλίψη ο Πέτρος. Εδώ θα μείνουμε όλοι μαζί. Θα σας φροντίζουμε. Άλλωστε έχουμε μεγάλο σπίτι. Θα σας φέρουμε και νυφούλες, ε Παύλο; Το αποφασίζουμε, καιρός μας είναι.
– Μπράβο αδερφέ μου, πήρες τη μεγάλη απόφαση; Προσγειώθηκες; του είπε τρυφερά ο Παύλος. Έχεις καμία καλή στα υπ’ όψιν; γιατί εγώ δεν έχω. Όλα θα γίνουν Παύλο στην ώρα τους. Πρώτα απ’ όλα ξεκινάμε δουλειά μαζί. Μάλλον γίνεσαι συνεταιράκι μου.
Ο παππούς και η γιαγιά έλαμψαν από ευτυχία. Έλα όμως που έγιναν οι μεγάλες ανατροπές. Ο Παύλος πήρε τα φτερά του Πέτρου και πέταξε ψηλά. Απογείωσε την επιχείρηση. Τα κέρδη έτρεχαν. Μέθυσε απ’ το χρήμα. Άρχισε την έκλυτη ζωή. Χωρίς φρένο, χωρίς όρια. Με αποτέλεσμα τις μεγάλες σπατάλες.
Ο Πέτρος κουρασμένος και χορτασμένος απ’ την μέχρι τότε ζωή του χαλάρωσε επικίνδυνα. Τα βαρίδια τον κράτησαν στην αδράνεια, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να χρεοκοπήσει.
Ο ένας το χρέωνε στον άλλον. Ήρθαν στα χέρια και στα μαχαίρια. Είπαν λόγια σκληρά που πληγώνουν και δεν μπορείς να πάρεις πίσω.
Κι όταν έφυγαν απ’ τη ζωή ο παππούς και η γιαγιά, ένιωσαν τόση μοναξιά και ήρθαν πάλι κοντά. Αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τα φτερά και τα βαρίδια και να ζήσουν φυσιολογικά μόνο με γνώμονα την αγάπη, το μέτρο και την υπόσχεση να αρχίσουν από μηδενική βάση.
Ερωτεύτηκαν δυο φίλες. Προσγειωμένες κοπελιές. Παντρεύτηκαν την ίδια μέρα. Όλα ήταν ωραία. Μόνο που η θλίψη τους σκίασε. Οδυνηρή η απουσία των γονιών, του παππού και της γιαγιάς.
Ωστόσο τους διαπέρασε η ευχή και συμβουλή της γιαγιάς Παυλίνας: Να είστε μονιασμένοι και να διαχειρίζεστε με σύνεση τη ζωή σας. Να διαχειρίζεστε έξυπνα τον χρόνο σας, το χρήμα σας και τα συναισθήματα σας. Να ελέγχετε τον θυμό σας, την οργή και τα νεύρα σας.
Χωρίς φτερά, χωρίς βαρίδια συνέχισαν τη ζωή τους κάνοντας αξιόλογες οικογένειες.
– Πετράκη… μας βλέπουν από ψηλά;
– Παυλάκη… θέλω να το πιστεύω, μου κάνει καλό.
Ας τους δίνουμε λοιπόν τη χαρά.
Στη μνήμη τους προχωράμε όπως κι εκείνοι θα το ήθελαν.