Κι εσύ κορυφή της κρητικής θυσίας
Κωστής Παλαμάς
Το καλοκαίρι του 1770 ο πολεμος εναντίον των Τουρκων στα βουνα των Σφακίων διεξήγετο αδιακοπος. Οι Τουρκοι ήσαν κλεισμένοι στο Φραγκοκαστελλο. Ο εφοδιασμός τους μέσω των βουνών ήτο δυσκολος, λίγα φορτία περναγαν από τα στενά του Κόρακα και του Κατρέ λογω της δράσεως των επαναστατών. Αλλά και οι επαναστάτες υπέφεραν μαζί με τα παιδια και τις γυναίκες στα βουνα λόγω πείνας.
Οι άντρες λιγοστευαν κάθε μέρα, έπεφταν στις μάχες, ανήσυχουσαν για τους αμάχους που βρισκοντο στα κοντινά νησιά. Από την άλλη μεριά οι τελαληδες διαλαλουσαν, οτι, αν ο Δάσκαλος πηγαινε στο Κάστρο να προσκυνησει για τη τιμή του Σουλτάνου, οι Τουρκοι θα άφηναν τα Σφακιά και θα ‘φευγαν. Ο Δάσκαλος ήξερε ότι το προσκυνημα σήμαινε θάνατο, όμως, ήθελε να παει για να σώσει τα Σφακιά. Οι άλλοι καπετάνιοι δε τον άφηναν. Του ‘λεγαν να περιμενει το φθινόπωρο και εκείνοι θα εκαναν ο,τι έπρεπε για να αναγκάσουν τη Τουρκια’ να φυγει, επιδρομές, αρπαγές, επιθέσεις στο στρατόπεδο, ενέδρες. Ήρθε, όμως, το φθινόπωρο κι οι Τουρκοι παρεμεναν, μπήκε ο χειμώνας και οι γυναίκες, τα παιδια, οι γεροι υπέφεραν από το κρυο. Με το πρωτο χιόνι θα ‘πεφτε μαζί κι ο θάνατος.
Τότε έφτασε και το γράμμα του αδερφου του Δάσκαλου, του Νικολάκη Σγουρομαλλη που είχε πιαστει αιχμάλωτος. Ο πασας τον ανάγκασε να γράψει στον αδερφο του να παρουσιαστει χωρις φοβο, αυτός έβαλε, όμως, κάτω από την επιστολή το γράμμα “Μ”, δηλαδή “Μην έρθεις”, αλλά ο Δάσκαλος ήτο αποφασισμένος και κάλεσε τους καπετάνιους για τον αποχαιρετισμό. Αργότερα ιστορικοί ειχαν την άποψη ότι αν κρατουσε λίγο ακόμη, οι Τουρκοι θα ‘φευγαν. Κανεις, όμως, δε τον κατηγόρησε, πηγαινε στον θάνατο για τη σωτηρία των Σφακιών.
” Ο ποθαμος μου στα Σφακιά πολυ καλο θα φέρει
γιατ’ ο χειμώνας έρχεται, παει το καλοκαίρι
Στα χιόνια πανω οι Σφακιανοι ουλοι να μη χαθουσι
γιατί θε να ‘ρθει ο καιρός να μας εγδικηθουσι… ”
Ακολουθεί η δραματική σκηνή του χωρισμου από τους συντρόφους
“Ελάστε παληκαρια μου, επά να φιληθουμε
κι η μαυρη ώρα πλακωσε, που θα ξεχωριστουμε…”
Ο καπετανιος Μανουσακας, ομως, τον συμβουλευε να μη παει, πιστευε στον πολεμο μέχρι θανάτου και στο συνθημα “Ελευθερία ή Θάνατος “.Η Ελευθερία δεν ήρθε, άρα, έμενε ο ένδοξος θανατος και έλεγε
” Εγώ κι ο Βολουδοπουλος, ο Χουρδος και οι γι’ άλλοι
δε προσκυνουμε μεις πασα και βασιλιά κεφάλι
Εις τα φαράγγια, τα γκρεμνα, θα πα να κατοικουμε
κι ώσπου να στεκη ένας μας, Τουρκους θα πολεμουμε”
Πήγε, λοιπόν, ο Δάσκαλος και παραδοθηκε στον σερασκερη, στο Φραγκοκαστελλο, όπου δήλωσε ότι αυτός ήτο αρχηγός της επαναστάσεως, ότι αυτος ξεσήκωσε τους Σφακιανους, γι αυτό και ήρθε να υποστεί τις συνέπειες, οι άλλοι είναι αθώοι. Όταν τον ρώτησαν γιατί σήμανε επανάσταση, αφου στα Σφακια δεν είχαν πατησει Τουρκοι και οι Σφακιανοι ζουσαν ελευθεροι, αρματωμενοι, τους απάντησε περηφανα
“Ουλη η Ρωμιοσύνη ειν’ ένα κορμί, βασανίζεις τα Χανιά
πονει το Κάστρο, δέρνεις τη Στεια’ και κλαίσι τα Σφακιά..!”
Συλλαμβάνουν τότε τον Δάσκαλο και τον μεταφέρουν στον πασα του Κάστρου, όπου τον περιποιειται υποκριτικα και του λεει
“Καλώς τονε τον Δασκαλο, τον πρωτο των κουρσαρω
απου μου μήνα κι έλεγε τσι χώρες θα σου παρω…
Φέρνουν τσιμπουκι γιασεμί και φαρφουρι φλυτζάνι
και δίδουσιν του τον καβέ του Δάσκαλου του Γιάννη…”
Ο Δασκαλογιάννης δε πτοειται, διεκτραγωδει τα δεινά των Κρητικών λόγω της τουρκικης καταπιεσεως και τονίζει στον πασα την αιτία της επαναστάσεως
“Γι αυτα κι εγώ αποφάσισα τη Κρήτη να σηκώσω
κι απου τα νυχια των Τουρκω’ να την ελευθερωσω…”
Ο πασας αμέσως εξεμανη και διέταξε να τον ρίξουν στη φυλακή και να τον βασανίσουν για να ομολογήσει τους συνεργάτες του στην Πελοπόννησο και στη Κρήτη. Ο Δάσκαλος, όμως, δεν ήλπιζε σε σωτηρία, αγέρωχος ως το τέλος, βάδιζε προς το μαρτυριο.
Έτσι στις 17 Ιουνιου 1771, πρωι, τον παρεδωσε σ’ έναν δημιο Γενιτσαρο, ειδικό στα βασανιστήρια. Ο δήμιος τον έσυρε στους δρόμους του Κάστρου μέσα από τον τουρκικό όχλο με κατευθυνση τη πλατεία της Ανατολικής πυλης της πολεως, της πλατειας των Λιονταριών που οι Τουρκοι ελεγαν Ακ Με’ι’νταν. Εκεί μαραγκοι εμπηξαν τέσσερις πασσαλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έφτειαξαν ένα ψηλό κάθισμα, οπου και κάθισαν τον Δάσκαλο. Του έδεσαν χέρια, ποδια και το κορμί, ώστε να μη μπορεί να κινηθεί. Ο δήμιος άρπαξε τον Εθνομαρτυρα από τα μαλλιά και μ’ ενα ξυράφι τον εγδερνε στο προσωπο αργά, με τέχνη, σαν να τον ξυριζε. Έκοβε λουρίδες από το δέρμα του προσωπου, απο το στήθος, απο την ωμοπλατη. Το αίμα πεταχτηκε σαν συντριβανι, έβαψε τα χέρια του δημιου που έπαιρνε τις λουρίδες δέρματος, τις πετουσε στον όχλο και ελεγε “Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας..!”.
Οι Τουρκοι περιμεναν επί ματαίω ο Δάσκαλος να ζητήσει έλεος. Αυτός υπεμενε αντριστικα, περηφανα τους φρικτους πονους. Μόνο ένα μουγκρητο άκουετο κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το δέρμα του. Ο δήμιος δεν αρκέστηκε στα βασανιστήρια. Έφερε ένα μεγάλο καθρέφτη μπροστά στον Δάσκαλο και του είπε περιπαικτικα “Καπετάνιο, ξανοιξε πως σου πανε τα κόκκινα…” Αυτός είδε στον καθρέφτη τις βαθειές πληγές του και δε λυγισε, ακόμη κι όταν του εφεραν εμπρός τον αιχμάλωτο αδερφό του Σγουρομαλλη, ο οποίος, όταν τον αντικρυσε, τρελάθηκε για όλη του τη ζωή. Οι Τουρκοι καταλάβαιναν πλεον ότι ο Σφακιανος επαναστάτης περιφρονουσε αυτους και όλη τη Τουρκια’, ότι τους κατεξευτελιζε μέσα στο Κάστρο, στη πολη του πασα της Κρήτης, και αποκτηνωθηκαν. Έβρισαν τον Χριστό, τους χριστιανούς Κρητικούς και απείλησαν με γενική σφαγή.
Ο Τουρκος Χασάν Μαράζης, αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυριου, διηγήθηκε στα βαθειά γεράματα τη φοβερη εντυπωση του ηρωικου θανάτου του Δάσκαλου. Τότε ήτο πολυ νέος, φανατικός μουσουλμάνος, έβλεπε τον ήρωα να υπομένει με χαρακτηριστικη καρτερια τα βασανιστηρια και τρομαξε “Αυτός δεν ήτο άνθρωπος, μα τη πιστη μου..!”, έλεγε. Το βράδυ όταν επέστρεφε σπίτι, νόμιζε ότι τον ακολουθουσε η μορφή του Μάρτυρος και ζητουσε εκδίκηση. Τα ίδια αισθήματα ένοιωθαν και όλοι οι παρευρεθεντες Τουρκοι στο γεγονός, αισθήματα ήττας και ταπεινωσεως.
Όταν προχωρησε αρκετά το ξυράφι στο κορμί του Δάσκαλου, αυτός παρεδωσε τη ψυχη του ήρεμα. Ο δήμιος, όμως, συνέχισε να κόβει από τον νεκρό, πλεον, λουρίδες δέρματος και να τις πετα στον όχλο. Για να είναι βέβαιοι δέ οι Τουρκοι ότι πεθανε, τον άφησαν δυο μερες πανω στο ξυλο, εκτεθειμένο στον καυτο, καλοκαιρινο ήλιο. Μετά αγγαρεψαν δυο χριστιανους να τον θάψουν σε λάκκο, λιγα μέτρα νοτιοανατολικά από τη γωνία του τείχους, της Ακ Ντάμπιας. Τη σωρό του σκέπασε το κρητικό χώμα αλλά δε το σκέπασε η λήθη. Η ψυχή του γυριζε στα όρη, στα φαράγγια, στις πολεις, σ’ όλη τη Κρήτη, το όνομα του έμεινε στη καρδιά των Κρητικων και καλουσε συνεχώς σε ασταμάτητο εθνοαπελευθερωτικο αγώνα, εναν αγώνα διάρκειας εκατόν τριάντα χρόνων, έναν αγώνα που άρχισε με το συνθημα “Ελευθερία ή Θάνατος”, συνέχισε με το συνθημα “Ένωσις ή Θάνατος” και κατέληξε με την παγκρητια απαιτηση “Ουτε ενα τουρκικό σαρίκι να μη μείνει στην Κρητη”, δηλαδή ουτε ένας Τουρκος να μη μείνει στο νησί κατά την ανταλλαγή πληθυσμων στις αρχές του 20ου αιώνος.
Ο Δάσκαλος είναι ήδη τρία χρόνια πεθαμενος αλλά η ψυχή του ζει και καθοδηγεί τους Σφακιανους που κατεβαίνουν στα Κατωμερια και επιτίθενται στους Τουρκους του κάμπου. Ο κυριος στόχος ειναι το Κάστρο του Αληδακη. Συγκεντρώνονται με τα άρματα τους, μαζί και οπλισμενες Σφακιανες γυναίκες, για πρωτη φορά στην ελληνική Ιστορία παιρνουν μέρος σε πολεμο. Ο Μανούσακας ανοίγει τη συζήτηση “Εκδίκηση”, “Ελευθερία η Θανατος”, φωνάζει ο καπετανιος, “Εκδίκηση”, “Ελευθερία η Θανατος”, απαντουν οι επαναστατες και πατανε το Κάστρο μαζι και τον Αληδακη με τα είκοσι τέσσερα μητατα, τους πολλους υποτακτικους και στρατιώτες. Τα λάφυρα είναι πολλα, όλα αρπαγμενα από τον Αληδάκη, μεταφέρονται στα Σφακιά. Η νίκη συμπληρώνεται με την ανάρτηση της σημαίας με τον Σταυρό στο Κάστρο από τον Μανουσακα. Η ψυχή του Δάσκαλου όρθια πεταγε σ’ όλη τη Κρήτη, της έβαζε φωτιά και την έκαιγε για πανω απο εναν αιώνα μέχρι τη τελική δικαίωση, τη Λευτεριά, την Ένωση…
Σημειωση: Τα ιστορικα στοιχεία έχουν ληφθεί απο το βιβλίο Αγγελή Νικ., Δασκαλογιάννης, επανέκδοση εις μνήμην Νίκου Βαρδινογιάννη, Αθήνα 1979.
*Ο Χρήστος Κιτσόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου, δικηγόρος